Γιώργος Βέης «Για την ποιητική γραφή: Δοκιμίων σύνοψις», εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 2021

                                                                                                 

 

«[…] σου μένει μόνο να μάθεις, ει δυνατόν, απόψε

 για τη δόξα, όχι την εφήμερη ίσκιων και παθών

των ανθρώπων, αλλά για εκείνη της πανσελήνου»

 

(Γ. Βέης, απόσπασμα από το ποίημα «Ars poetica», από την ποιητική συλλογή «Ν, όπως Νοσταλγία», ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2008)

 

Στην πρώτη σελίδα του πιο πρόσφατου βιβλίου του, «Για την ποιητική γραφή: Δοκιμίων σύνοψις», ο ποιητής Γιώργος Βέης επιλέγει το «Ars poetica», ποίημα ενδεικτικό, τόσο της κοσμικής του θεώρησης όσο και της ποιητικής του. Στα δώδεκα κείμενα που έπονται του ποιήματος ─δημοσιευμένα σε γνωστά λογοτεχνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά από το 2006 μέχρι και το 2021, οπότε και ενσωματώθηκαν στο βιβλίο─ επιχειρεί να αναδείξει το χρέος που μπορεί να έχει σήμερα ένας δημιουργός απέναντι στην τέχνη του αλλά και σε συνάφεια με όσα και όσους την περιβάλλουν ─ συνάφεια την οποία φαίνεται να επιβεβαιώνουν και οι αφιερώσεις σε σύγχρονους ομοτέχνους, καθώς και του ίδιου του βιβλίου στο σύνολό του, στον συγγραφέα και κριτικό Διονύση Μουσμούτη.

 

Όπως και στα προηγούμενα ποιητικά, πεζογραφικά και κριτικά έργα του, έτσι κι εδώ, υπάρχει ένα συνεχές πνευματικό «πάρε δώσε» με κορυφαίους πεζογράφους και διανοητές όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Σπινόζα, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Κορνήλιος Καστοριάδης κ.ά., στα έργα των οποίων εξακολουθητικά επανέρχεται, ισχυροποιώντας, προτάσσοντας ή υποδηλώνοντας και τις δικές του απόψεις και θέσεις, τόσο για την ίδια την τέχνη του, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο, μέσω αυτής, ένας δημιουργός θα μπορούσε να περιγράψει, να αναδείξει ή να επαναδιαπραγματευτεί σύγχρονα κοινωνικά θέματα και υπαρξιακούς προβληματισμούς.

Εσωστρεφής και ταυτόχρονα φωτεινός, στο κείμενό του «Η ποιητική προοπτική», με γλώσσα στέρεη και εγκαυστική επικεντρώνεται στις θεμελιώδεις ζεύξεις και αντιθέσεις ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ποίηση, προτάσσοντας τη δύναμη της φαντασίας, της ενόρασης και της μεταφοράς, ενώ στο «Εστίες της ποιητικής γραφής σήμερα», δεν διστάζει να επισημάνει σύγχρονες ποιητικές παθογένειες και ένα ανεπιθύμητο πλεόνασμα ατυχών μιμήσεων και υπερχειλίζοντα λυρισμού. Κατ’ αντιδιαστολή, μετά από συστηματική μελέτη και σημαντική «δια ζώσης» γνωριμία και ώσμωση, αναλύει και μνημονεύει σε τρία μικρά ξεχωριστά δοκίμια, το έργο και τη στάση αείμνηστων ποιητριών, όπως η Αγγελάκη Ρουκ, η Ελένη Βακαλό και η Μαρία Κυρτζάκη.

 

Ποίηση, Χρόνος, Ιστορία, Φιλοσοφία

 

Στα επίσης ευσύνοπτα «Ποίηση και Χρόνος» και «Ποίηση και Ιστορία» αναπτύσσει τη δική του οπτική ως προς την αδιευκρίνιστη, παιγνιώδη σχέση Χρόνου, Ιστορίας και Ποίησης, αποδεχόμενος ότι αυτές οι τρεις ιδεατές οντότητες, τόσο ως προς την ουσία τους όσο και ως προς το μέγεθος και το είδος της αλληλεπίδρασης τους, δεν θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν ολοκληρωτικά αντιληπτές από τη συνείδηση. Κι αυτό γιατί ο Χρόνος, ακόμη και στο διάστημα μίας και μόνο στιγμής, μοιάζει να διαφεύγει στις λεπτομέρειες αυτών που λαμβάνουν χώρα εντός του, ενώ και η Ιστορία αποδεικνύεται ως «μια διαρκής υπόθεση εργασίας, με πολλές επιφυλάξεις και κακώς προετοιμασμένες αποδομήσεις» ─ με άλλα λόγια: «ένα ακόμη παιχνίδι της Ποίησης». Στην ποίηση, άλλωστε, ο χρόνος δεν είναι άλλος από τον χρόνο «των εξ αποκαλύψεως ποιοτικών της συνισταμένων». Κάπου εδώ υπεισέρχεται και η Φιλοσοφία, και ως προς αυτήν όμως, θα μένει πάντα ένας σκεπτικισμός, ένα κράτημα.

 

Τόποι που θυμίζουν χρησμούς

 

Σε πιο προσωπική ατμόσφαιρα φαίνεται να κινείται το υπό ημερολογιακή μορφή κείμενο με τον τίτλο «Η τέχνη της ποιητικής σύνθεσης: συνθήκες, εναύσματα, πράξεις», όπου ο ποιητής, με ύφος μύχιο και εξομολογητικό περιγράφει τη μυστηριακή επαφή του με εκείνη την «άλλη γλώσσα» που έρχεται να τον συναντήσει στον ύπνο του, «εκείνα τα αιφνίδια ομιλήματα» όπως χαρακτηριστικά τα ονοματίζει, «κάτι σαν λόγια εγγαστρίμυθου», μπορεί όμως και «παιδιού που φλυαρεί» ή «επίμονα φαντάσματα που ντύνονται εκείνον την κρίσιμη στιγμή του ονείρου», και τα οποία, αυτούσια ή ίσως αποκωδικοποιώντας τα, εύχεται να τα μοιραστεί κάποτε σε ένα από «κοινού» διαμορφωμένο κείμενο, με έναν καλό παιδικό του φίλο, τον ποιητή και ψυχαναλυτή Παμίνο Θεοδωρίδη.

Ενδοσκοπικός και αγαπητικός επικαλείται οδούς και τόπους γνώριμους που θυμίζουν χρησμούς, πόλεις οικείες όπως το Ναύπλιο (εξ ου και το ομώνυμο ποίημα του «Ναύπλιο») και πρωτίστως η Σάμος, το γενέθλιο νησί του πατέρα του, το μόνο μέρος που τον καθιστά ικανό «να αδειάσει από τη σκουριά που αφήνει η συνήθεια» και «η άλλη, η επιθετική καθημερινότητα». Αλλά και η Σαντορίνη και η Μεσσαριά, το χωριό της μητέρας του, φέρνουν στην επιφάνεια στιγμιότυπα από τη φοίτησή του στο δημοτικό Σχολείο της Καλλιθέας, όταν για πρώτη φορά πρόφερε τη λέξη «Σαντορίνη» σαν να ήταν «ένα μακρινό, πάντως ποθητό παιχνίδι».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet