«Η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού να μην παραστεί στην πρεμιέρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας ήταν απολύτως συνειδητή επιλογή, προκειμένου να μη νομιμοποιήσει με την παρουσία της την εργαλειοποίηση του Πολιτισμού.» Αυτό αναφέρει το δελτίο τύπου του υπουργείου Πολιτισμού θέλοντας να δικαιολογήσει την αποχώρηση της Λίνας Μενδώνη πριν από την έναρξη παράστασης κατά την οποία αναρτήθηκε πανό διαμαρτυρίας για την αποφυλάκιση του παιδοβιαστή Δημήτρη Λιγνάδη. Στη συνέχεια, το δελτίο θα ταυτίσει το σύνολο των διαμαρτυριών με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα μας διαβεβαιώσει πως δεν θα ακολουθήσει την αξιωματική αντιπολίτευση στον κατήφορό της.
Τι είναι όμως αυτή η εργαλειοποίηση που μας περιγράφει η υπουργός και την οποία δεν θα νομιμοποιήσει; Είναι ένα θεωρητικό σχήμα μέσα από το οποίο προσπαθεί να μας περιγράψει πως το μόνο καλλιτεχνικό ρεύμα που αποδέχεται το υπουργείο Πολιτισμού είναι το «η τέχνη για την τέχνη»; Την αισθητική αυτοτέλεια των έργων τέχνης δηλαδή χωρίς ιδεολογικό, πολιτικό ή κοινωνικό πρόσημο; Θα μπορούσε αν και δεν τους κόβω για οπαδούς του αισθητισμού.
Είναι που και η ίδια η κυρία Μενδώνη από την αρχή της θητείας της έκανε διαρκώς λόγο για τον πολιτισμό ως «εργαλείο ανάπτυξης». Μια δήλωση που όχι μόνο επαναλαμβανόταν σε όλες σχεδόν τις δημόσιες δηλώσεις της, αλλά αποτέλεσε ουσιαστικά και τον πυρήνα των αποφάσεων του υπουργείου σε μια σειρά από θέματα. Πιο συγκεκριμένα, ο πολιτισμός στις δηλώσεις αυτές δεν περιγράφεται ως εργαλείο. Ταυτίζεται με το εργαλείο. Μέσα από μια διαδικασία συγκεκριμένης πολιτικής στόχευσης και μέσα από μια σειρά πρακτικών εφαρμογών. Με λίγα λόγια, το υπουργείο δεν είναι κατά της εργαλειοποίησης. Είναι κατά της οποιασδήποτε μη αρεστής εργαλειοποίησης.
Ουσιαστικά αυτό που περιγράφει αυτή η σύντομη και λιτή αρνητική πρόταση του δελτίου τύπου είναι η επιταγή για ένα μονοπώλιο νοημάτων. Η καταδίκη της εργαλειοποίησης του πολιτισμού είναι στην πραγματικότητα απαίτηση για μια αποκλειστικά κυβερνητική εργαλειοποίηση με ιδεολογικό πρόσημο. Ας πάρουμε ένα τυχαίο παράδειγμα από το παρελθόν. Την Αμφίπολη ας πούμε. Τότε είχαμε την εργαλειοποίηση μιας ανασκαφής (και έχει ενδιαφέρον να δούμε τι καταστροφές έφερε αυτή η εργαλειοποίηση στη συγκεκριμένη ανασκαφή) με σκοπό να επενδυθεί με κλέος το μεγαλοϊδεατικό αφήγημα του Αντώνη Σαμαρά και της κυβέρνησής του, να ενισχυθεί ο εθνικισμός της μακεδονικής υστερίας και να καλυφθεί η οικονομική κρίση μέσα από μια ψευδεπίγραφη πατριωτική ανάταση μπουκωμένη με αέρα κοπανιστό. Η Λίνα Μενδώνη ως γενική γραμματέας και επικεφαλής του ΚΑΣ την περίοδο εκείνη φαντάζομαι κάτι θα είχε ακούσει. Εργαλειοποίηση του πολιτισμού είναι να καταργείς την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου και να την αντικαθιστάς με μια Ερευνητική Σκηνή για το αρχαίο δράμα επικυρώνοντας θεσμικά τον καλλιτεχνικό υπερσυντηρητισμό σου ή να γλωσσοφιλάς κιτς αρχαιοελληνικές μινιατούρες μπροστά σε πρωθυπουργούς και κοινό ταυτίζοντας την αρχαία τραγωδία με την νεοελληνική υποτέλεια.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με όσα επιτάσσει το υπουργείο Πολιτισμού η τέχνη έχει κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο ακόμα και όταν τα αποφεύγει. Ακριβώς γιατί δεν δημιουργείται στο κενό αλλά σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και σε έναν συγκεκριμένο τόπο, από συντελεστές που πέρα από δημιουργοί είναι και πολίτες και εργαζόμενοι και φορείς απόψεων και ιδεολογίας. Με λίγα λόγια, η τέχνη είναι πάντοτε εργαλείο. Εργαλείο σκαψίματος προς την ουσία των πραγμάτων, προς την ανθρώπινη ψυχή, προς την κοινωνική αλήθεια της εκάστοτε στιγμής. Εργαλείο τομής της κοινωνίας, της ιστορίας και της πολιτικής συνθήκης.
Αλλά όπως είπαμε το υπουργείο Πολιτισμού δεν ήταν ποτέ κατά της εργαλειοποίησης. Απλώς στην συγκεκριμένη συγκυρία απαιτούσε από τους καλλιτέχνες ένα διαφορετικό εργαλείο. Η επιταγή του ήταν απλή: Ο πολιτισμός ως εργαλείο καθησυχασμού.
Και πίσω από τα πανό, την κατακραυγή και τις μαζικές διαμαρτυρίες το εργαλείο αυτό σκούριασε τελεσίδικα και ακαριαία.