Το τέλος της διάκρισης «Αριστερά/Δεξιά» έχει παρουσιαστεί ποικιλοτρόπως και από πολλές πλευρές ως βασική εκδήλωση του περιώνυμου «τέλους των ιδεολογιών», του τέλους δηλαδή μιας εποχής κατά την οποία οι μεγάλες αφηγήσεις συνείχαν τις κοινωνίες και σπονδύλωναν τους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς. Η πλειονότητα των επισπευδόντων σχολιαστών επισημαίνει το αναντίστοιχο της συμπαγούς και καθολικής ιδεολογικής οπτικής της Αριστεράς και της Δεξιάς με μια εποχή πολιτικοϊδεολογικής χαλαρότητας και κερματισμού, καθώς και την ανάδυση ενός εγγενώς μετριοπαθούς «κέντρου», στο οποίο πλέον τείνει η όποια πολιτικοποίηση των κοινωνικών υποκειμένων. Υπό αυτή την έννοια, οι πολιτικές δυνάμεις, ιδίως αυτές που αναπτύσσουν κυβερνητική δυναμική, επιλέγουν να εκφωνούν τις πολιτικές τους απευθύνσεις βασιζόμενες σε σύστοιχες έννοιες (πρόοδος/συντήρηση/φιλελευθερισμός) ή να επενδύουν σε δίπολα που κινούνται πέριξ της αποδοχής της «υπευθυνότητας» και της απόρριψης του «λαϊκισμού». Αυτού του είδους οι πολιτικές αντιπαραθέσεις –ή και συγκλίσεις– επιχωριάζουν στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου πλέον οι ταυτότητες «αριστερός» και «δεξιός» φαντάζουν σαν rarae aves, κειμήλια ενός πολιτικού παρελθόντος που έχει αποσυρθεί πίσω από τα νέφη της ύστερης νεωτερικότητας.
Η εδραίωση της διάκρισης «Αριστερά/Δεξιά»
Βέβαια, η διάκριση «Αριστερά/Δεξιά» αποτέλεσε την πολιτική γραμματική της νεωτερικότητας, στο βαθμό που παρείχε τις βασικές έννοιες για την κατανόηση του κοινωνικοπολιτικού ανταγωνισμού, αλλά και λειτούργησε ως ο εξάντας που προσανατόλιζε άτομα και συλλογικότητες στη σύνθετη και περίπλοκη πολιτική τοπογραφία των βιομηχανικών κοινωνιών. Ήταν μια οικεία πολιτική ταξινομία για την κοινωνία, μαζί με βαριές μεταβλητές όπως η τάξη και η θρησκεία, καθώς επέτρεπε τη σχεδόν αυτονόητη ευθυγράμμιση των κοινωνικών υποκειμένων με ιδεολογικές κατηγορίες και πολιτικές οργανώσεις. Ακόμα και εάν, εντός του αριστερού ή του δεξιού χώρου, σοβούσαν εσωτερικές αντιθέσεις ή επικρατούσε μια αναπόφευκτη ετερότητα ρευμάτων, η ταυτότητα «αριστερός» και «δεξιός» συνίστατο σε ορισμένους κοινούς τόπους, οι οποίοι ήταν αδιαμφισβήτητοι στην κοινωνία και άρα αναγνωρίσιμοι, ώστε να επιτευχθεί η ευθυγράμμιση. Στο πλαίσιο αυτό, το ερώτημα εάν εξακολουθεί η εν λόγω διαίρεση να είναι επίκαιρη, πέρα από μια εμπειρική απάντηση, επιδέχεται σίγουρα και μια κανονιστική απάντηση.
Εδώ είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια αναλυτική παρατήρηση: ο λόγος περί της υπέρβασης της διάκρισης «Αριστερά/Δεξιά» δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το εάν εκδηλώνεται αντικειμενικά η εν λόγω διάκριση στο κοινωνικό πεδίο ή έστω εάν διατυπώνεται ως υποκειμενική πρόσληψη. Με άλλα λόγια, το ότι υποστηρίζεται ότι η διάκριση «Αριστερά/Δεξιά» είναι ξεπερασμένη δεν είναι το ίδιο με το ότι διαπιστώνεται εμπειρικά ότι είναι ξεπερασμένη. Εξάλλου, πολλές φορές η πρώτη προσέγγιση δεν είναι «αθώα» – και σίγουρα δεν είναι αξιακά ουδέτερη.
Η επικαιρότητα της διάκρισης «Αριστερά/Δεξιά»
Στην πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata, με τίτλο «Πολιτικές στάσεις και ιδεολογικές τάσεις στην Ελλάδα σήμερα», εμφανίστηκαν δύο αντιφατικά ευρήματα, τα οποία μπορούν να είναι μια καλή αφετηρία για να εμβαθύνουμε στο ερώτημα που τίθεται στο παρόν άρθρο. Το πρώτο εύρημα σχετίζεται με την αυτοτοποθέτηση των ερωτώμενων στον άξονα «Αριστερά/Δεξιά». Στις θέσεις 0-2, που αντιστοιχούν στην Αριστερά, και στις θέσεις 3-4, που αντιστοιχούν στην Κεντροαριστερά, αυτοτοποθετείται το 28%, ενώ στις αντίστοιχες θέσεις στα (κεντρο)δεξιά (από 6 έως 10) το 34%. Το 24% επιλέγει το 5, που ταυτίζεται με τη θέση του κέντρου, και το 14% δηλώνει ότι «όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα πια». Το δεύτερο εύρημα αφορά το ποια (πολιτικά) δίπολα θεώρησαν οι ερωτώμενοι σημαντικά σήμερα. Το 38% επέλεξε το δίπολο «υπευθυνότητα/λαϊκισμός», το 29% το «πρόοδος/συντήρηση», το 19% το «παγκοσμιοποίηση/εθνικό κράτος» και το 13% το «Αριστερά/Δεξιά». Η αντίφαση έγκειται στο ότι, ενώ το 62% αυτοτοποθετείται αριστερόστροφα και δεξιόστροφα και το 24% αποδέχεται τη διάκριση μεν, αυτοτοποθετούμενο στο κέντρο δε, μόλις το 13% των ερωτώμενων αντιλαμβάνεται στη συγκυρία το δίπολο «Αριστερά/Δεξιά» ως το πλέον σημαντικό.
Προφανώς, εδώ διαφαίνεται μια διάσταση ανάμεσα σε μια εδραία υποκειμενική πρόσληψη της διάκρισης και σε έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο πλαισιώνεται ο κομματικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα: εφόσον τα κόμματα προτάσσουν στην κοινή γνώμη την πρόοδο και την υπευθυνότητα, τότε τα ανάλογα δίπολα θα αναγνωρίζονται ως καίρια στην πολιτική ημερήσια διάταξη. Αυτό, βέβαια, που άγεται από την πολιτική συγκυρία είναι μεν ένα δεδομένο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο δεν θα πρέπει να γενικεύεται με ευκολία. Ο εξάντας της Αριστεράς και της Δεξιάς εξακολουθεί να είναι μέσο για την ανεύρεση του πολιτικού στίγματος στις κοινωνίες, ιδίως όταν επικρατεί η σημερινή ρευστότητα στις πολιτικές στάσεις και τις αξίες.
Αναδιαμορφώνεται το περιεχόμενό της
Συνεπώς, η επικαιρότητα της διάκρισης δεν θα πρέπει να αποκρύπτει ένα εγγενές σε αυτήν στοιχείο: μπορεί η διάκριση να μοιάζει εδραία στις σύγχρονες κοινωνίες× παρά ταύτα, το περιεχόμενο των αντιθέσεων που εκβάλλουν σε αυτήν είναι μεταβαλλόμενο, καθώς παρακολουθεί τις εξελίξεις κάθε ιστορικής περιόδου. Ο καπιταλισμός και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αυτός εγκαθιδρύει και αναπαράγει είναι βέβαιο ότι εξακολουθούν να δίνουν υπόσταση και νόημα στη διάκριση. Όμως και ο ίδιος ο καπιταλισμός ως ιστορικό φαινόμενο πέρασε από συγκεκριμένες φάσεις, που επαναπροσδιόρισαν το τι είναι αριστερό και τι δεξιό. Σήμερα, προκλήσεις όπως η διεθνής ρευστότητα και οι αναδιατάξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, η κλιματική κρίση και οι ασύμμετρες συνέπειές της στο παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, η διαλεκτική εθνικού και υπερεθνικού γύρω από την οικονομική διαχείριση, αλλά και η συζήτηση για τον (νέο) ρόλο του κράτους στο πλαίσιο της λεγόμενης «διακυβέρνησης», ο εντοπισμός και η ανάγκη υπέρβασης των πολλαπλών ανισοτήτων και αποκλεισμών της σημερινής εποχής, το ζήτημα της δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων σε συνθήκες αυταρχοποιούμενων πολιτικών διευθετήσεων συγκροτούν ένα πεδίο θεματικών που αναδιαμορφώνουν το περιεχόμενο της διάκρισης «Αριστερά/Δεξιά».
Ο μεσαίος χώρος
Από αυτό το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο της διάκρισης εξαρτώνται και οι προϋποθέσεις της εννοιολογικής συγκρότησης του κέντρου. Παρότι στην Ελλάδα η εν λόγω ιδεολογική ταυτότητα είχε συγκεκριμένη αναφορά στο μετεμφυλιακό κομματικό σύστημα, όταν μιλάμε για κέντρο, συνήθως αναφερόμαστε σε ένα σημείο στο οποίο συναντιούνται οι μετριοπαθείς εκδοχές της Αριστεράς και της Δεξιάς. Δύσκολα μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα συγκροτημένο σώμα αξιών που να προσήκει στο χώρο του κέντρου× απαντώνται, αντίθετα, ιδέες και εμφάσεις τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, οι οποίες κατανοούνται και παρουσιάζονται αμβλυμμένες. Αριστερά και Δεξιά, αναλόγως των πολιτικών συσχετισμών ή και της ηγεμονίας κάποιων ιδεολογικών συστημάτων σε συγκεκριμένες περιόδους, λειτουργούν σαν εμβρυουλκοί που τραβούν τμήματα του κέντρου άλλοτε στον ένα και άλλοτε στον άλλον πολιτικοϊδεολογικό πόλο.
Σαφέστατα, η διεύρυνση του χώρου του κέντρου τις τελευταίες δεκαετίες, αποτέλεσμα και της επικράτησης της πολυσυλλεκτικής λογικής στα κομματικά συστήματα, διαμόρφωσε έναν «μεσαίο χώρο» στον κομματικό ανταγωνισμό, ο οποίος πράγματι κάποτε ήταν το «κλειδί» της εκλογικής επιτυχίας. Σήμερα όμως, μετά από μια υπερδεκαετή συσσώρευση κρίσεων, αυτός ο μεσαίος χώρος παύει να λογίζεται ως χώρος σταθερότητας και μετριοπάθειας, κυρίως γιατί οι προκλήσεις της κρισιακής περιόδου αμφισβήτησαν και εξακολουθούν να αμφισβητούν την έννοια της «κανονικότητας» (η οποία δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό – αλλά αυτό ενδεχομένως να είναι θέμα ενός άλλου κειμένου).
Εν κατακλείδι, η χαρτογράφηση του πολιτικοϊδεολογικού χώρου, ιδίως στη μακρά προεκλογική περίοδο στην οποία έχει εισέλθει η χώρα, εκκινεί από την Αριστερά και τη Δεξιά, ενώ και τα επίδικα των εκλογών θα καθοριστούν από τις διακριτές εναλλακτικές που θα σχηματοποιήσουν και θα παρουσιάσουν τα κόμματα. Η αναζήτηση του Ελ Ντοράντο του κέντρου, χωρίς αξιακές αφετηρίες και χωρίς προσανατολισμό, ιδίως για όσες δυνάμεις επικαλούνται προτάγματα κοινωνικού μετασχηματισμού, ίσως θυμίσει το ανέλπιδο ταξίδι του Αγκίρε στο πουθενά, στη γνωστή ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ.