Η ιδέα γι’ αυτό το αφιέρωμα στον Ηλία ήταν των νεότερων ανθρώπων της Εποχής, όχι των συνομηλίκων του, που μετά τον ξαφνικό θάνατό του παρέμεναν αποσβολωμένοι. Αργότερα, όταν απευθυνθήκαμε σε πολύ κοντινούς του ανθρώπους να γράψουν αυτό το εισαγωγικό, επίσης, και για τον ίδιο λόγο, συναντήσαμε αρνήσεις. «Θέλουμε, τώρα δεν μπορούμε», ήταν η αληθινή απάντηση. Είμαστε, λοιπόν όλοι απροετοίμαστοι, όπως σε κάθε απώλεια, βέβαια, να την δεχθούμε, αλλά με τον Ηλία, αυτό τον ζεστό, καταδεκτικό και χωρίς κανένα ενδιάμεσο επιτήδευμα σύντροφο και φίλο, το βάρος της ήταν παραλυτικό, ανυπέρβλητο.
Εμείς εδώ, όμως, στην Εποχή, δεν μπορούσαμε, δεν έπρεπε, να αργήσουμε για να του πούμε ένα ευχαριστώ για τη συνδρομή του, το κύρος που μας έδινε με τις παρεμβάσεις του. Και σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε σε συναδέλφους του, που τον εκτιμούσαν, κάνοντας, όσο μπορέσαμε, μια εύλογη επιλογή, για να μιλήσουν όχι γι’ αυτόν –αυτό πρέπει να γίνει αργότερα και την οργάνωση μιας τέτοιας συνάντησης θα αναλάβουν άλλοι– αλλά για κάτι από την επιστημονική τους δουλειά, προς τιμή του. Και πρέπει να τις/ους ευχαριστήσουμε όλες και όλους για τη συνεισφορά τους.
Σημειώσαμε, μόλις, ότι με τις συνεντεύξεις του στην Εποχή μας έδινε κύρος. Και το λέμε αυτό χωρίς να μειώνουμε την αξία κάθε συμβολής που εξασφαλίζουμε. Έτσι ζει, εξάλλου, η Εποχή τόσες δεκαετίες, αυτό μας το είχε μάθει ο Άγγελος. Αλλά ο Ηλίας μας επέλεγε. Μας επέλεγε, δηλαδή, ως ένα βήμα ενεργής παρέμβασής του για τα συμβαίνοντα στην Αριστερά της χώρας. Ασφαλώς, αυτής της Αριστεράς που διαμορφώθηκε σε μια μακρά πορεία, και με ιδεολογικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς όρους συγκροτήθηκε, εντέλει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ίσως δεν υπήρχε καλύτερα καταρτισμένος πολιτικός επιστήμονας που να γνωρίζει σε τέτοιο βάθος αυτή τη διαδρομή, άρα και να εκτιμά τη μεγάλη σημασία που έδινε στο ιστορικό γεγονός ότι συγκροτήθηκε ένα αριστερό κόμμα, ανανεωτικό, ευρύ και ανοικτό, ριζοσπαστικό, σύγχρονο που μπορούσε να μπαίνει στον ιδεολογικό και πολιτικό ανταγωνισμό ισότιμα, να διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, και να την κερδίζει! Ήταν μια ανατροπή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα που ήλθε για να μείνει, το πίστευε. Το πίστευε, και το συζητούσαμε, αλλά και τον άγχωνε. Οι προβληματισμοί γύρω απ’ αυτό το ζήτημα είναι πραγματικές παρακαταθήκες, απ’ αυτή την άποψη. Πολύ περισσότερο διότι δεν προσέχθηκαν όσο έπρεπε, όταν διατυπώνονταν. Ίσως και να ενοχλούσαν οι παρατηρήσεις του, κάποτε, το διαισθανόταν κιόλας.
Γιατί, λοιπόν, επέλεγε εμάς ο Ηλίας, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα όσον αφορά την πολιτική επικαιρότητα; Καταρχάς, ήταν άνθρωπος –ποια/ος δεν το ξέρει αυτό; – της συζήτησης και οι συνεντεύξεις του από κοντά πάντοτε, ζωντανά, ήταν, στην πραγματικότητα, συζητήσεις. Μας ρωτούσε πάντοτε: «Θα είναι και ο Μπάμπης και ο άλλος Μπάμπης στη συνέντευξη»; Και στήναμε τρικούβερτες συζητήσεις, μπροστά στους καφέδες μας εμείς άκαπνοι, εκείνος το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Μέρος τους το καταγράφαμε σε συνέντευξη. Και όταν του την στέλναμε, έτοιμη, για μια τελευταία ματιά ποτέ δεν χαλούσε το ύφος του προφορικού λόγου.
Μας επέλεγε, όμως, ενώ οι διαδρομές μας στην πολύπαθη Αριστερά δεν ήταν σ’ όλες τις φάσεις κοινές, υπήρχαν δε και κεντρικότερα βήματα στον χώρο για να διατυπώσει προβληματισμούς. Θεωρούσε ίσως ότι οι κριτικές παρατηρήσεις βρίσκονταν, εδώ, σε πιο δεκτικό περιβάλλον. Ίσως και πιο προφυλαγμένο από παρερμηνείες. Γιατί ο Ηλίας δεν ήταν άνθρωπος που επιζητούσε σχέσεις με την ηγεσία για να επηρεάσει. Εξάλλου, ποτέ δεν άσκησε, κάπου, εξουσία. Η ηγεσία έπρεπε αυτό να το επιδιώκει, λέγαμε ύστερα από κάθε συνέντευξη, σχολιάζοντας τα όσα ακούσαμε.
Δεν είναι πρόθεση της εισαγωγής να αξιολογήσει αυτές τις συζητήσεις. Αλλά δεν πρέπει να παραλείψουμε το πόσο έγκαιρα, το 2017, εντόπισε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, ως φαινόμενο, όχι μόνο ως πολιτική κατασκευή του αντίπαλου. Θεωρούσε ότι χωρίς την αντιμετώπισή του ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να προχωρήσει απρόσκοπτα. Καθώς όμως αυτό συνδεόταν και με τα πεπραγμένα της κυβερνητικής θητείας, δεν προσέχθηκε. Ποτέ, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έγινε αντικείμενο μελέτης σε συνεδρίαση ενός οργάνου, μιας επιτροπής έστω. Και όταν αργότερα, στην αντιπολίτευση, επανήλθε στο θέμα, το συνέδεε και με την αναγκαία αυτοκριτική εκτίμηση της κυβερνητικής θητείας ως προϋπόθεση ανάκτησης αξιοπιστίας.
Το δεύτερο, που επίσης έγκαιρα διατύπωσε, είναι ότι η Αριστερά για να σταθεροποιήσει τη δύναμή της στην κοινωνία, να κερδίσει στις εκλογές χρειάζεται κόμμα. Οι άλλες παρατάξεις μπορούν και χωρίς ισχυρό κόμμα, μας έλεγε. Διότι έβλεπε ότι η απομάκρυνση της κυβέρνησης, η παράκαμψη από το κόμμα όξυνε το υπάρχον πρόβλημά του, του αναντίστοιχου με την επιρροή του μεγέθους. Γι’ αυτό τον ενδιέφερε η διεύρυνση όταν μετά το 2019 τέθηκε ως κεντρικό ζήτημα, αλλά είχε τη δική του, διαφορετική, άποψη εδώ. Την έβλεπε να συνδέεται με τους κοινωνικούς χώρους. Γι’ αυτό έδινε και μεγάλο βάρος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το συγκεκριμένο, για το κόμμα ενδιαφέρον του, φάνηκε και με το ότι αποδέχθηκε τη θέση του πρόεδρου της Εφορευτικής Επιτροπής για το 3ο Συνέδριο. Δεν υπολόγισε όσο έπρεπε ότι αυτό το όργανο, λόγω μιας σειράς προ–αποφάσεων, και των προσυνεδριακών αντιπαραθέσεων, δεν εξασφάλιζε τους όρους εποικοδομητικού διαλόγου, όπου θα ήταν και η συμβολή του.
Θα τον θυμόμαστε, θα πεθυμάμε τις συζητήσεις μαζί του. Και θα τον ευχαριστούμε και για τις γνώσεις που αποκτήσαμε, και για τη βοήθειά του στην Εποχή. Δεν τον ξεχνάμε.
«Η Εποχή»