Ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν είναι ένας αριστερός οικονομολόγος, που από τότε που τον γνώρισα (και πάνε αρκετά χρόνια…) προσπαθεί να συνδέσει την μαρξιστική του ιδεολογία και τις συναφείς εκτεταμένες θεωρητικές του γνώσεις –που διαρκώς ανανεώνει– με την υπαρκτή ελληνική και ευρωπαϊκή καπιταλιστική πραγματικότητα, την οποία έχει μελετήσει με επαγγελματική επάρκεια και εντιμότητα ως καταξιωμένος δημοσιογράφος (πρόσφατα και ως μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Εποχής»), επιστημονικός σύμβουλος στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, συγγραφέας και πολιτικό στέλεχος. Προφανώς, η μέριμνα του Ρυλμόν δε δεν είναι απλώς η ανάλυση της δυστοπικής αυτής πραγματικότητας, αλλά και η συμβολή του στην αλλαγή της. Το άρθρο που δημοσιεύομε σήμερα αναφέρεται στις σκέψεις του για την ανάγκη σχεδιασμού ενός νέου δημοκρατικού ελληνικού καπιταλιστικού αναπτυξιακού υποδείγματος, που θα εμπλέκει ισότιμα τον κόσμο της εργασίας και των λαϊκών τάξεων. Ένα καλογραμμένο κείμενο που μπορεί να ανοίξει ενδιαφέρουσες συζητήσεις, στις οποίες καλό είναι να περιληφθεί και ο –κατά τη γνώμη μου όχι τόσο εποικοδομητικός– ρόλος των μικροαστικών ή «μεσαίων» τάξεων, που δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό.
Χ.Γο.
Ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα αποτελείται από το σύνολο των θεσμών και των καθιερωμένων πολιτικών που επιτρέπουν την αναπαραγωγή και ενδεχομένως την επέκταση ενός οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος. Ένα τέτοιο καθεστώς ακόμα κι αν είναι κατά κύριο λόγο ένα καθεστώς συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου, συμπεριλαμβάνει δημόσιους και κοινωνικούς θεσμούς και πολιτικές, και η ιδιαιτερότητά του διαμορφώνεται από τη συνύπαρξη και συνεργασία των ιδιωτικών και δημόσιων ή κοινωνικών δραστηριοτήτων. Οι παράγοντες που οδηγούν σε ένα τέτοιο καθεστώς είναι καταρχάς οι ταξικοί συσχετισμοί και οι στρατηγικές που υιοθετούν οι διαφορετικές τάξεις, η διαθεσιμότητα κεφαλαίου και η διαθέσιμη τεχνολογία, το μορφωτικό επίπεδο τόσο των εργαζομένων, όσο και των διευθυντικών τάξεων, αλλά και οι θεσμικές λειτουργίες και τα μοντέλα διοίκησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των δημόσιων θεσμών.
Το παρελθόν του φορντισμού
Το αναπτυξιακό υπόδειγμα το οποίο έχει θεωρηθεί βέλτιστο τόσο από την άποψη των οικονομικών επιδόσεων, όσο και από αυτήν των κοινωνικών επιτευγμάτων (απασχόληση, αύξηση των αμοιβών εργασίας, κοινωνικές υπηρεσίες και ασφάλιση), είναι το φορντιστικό υπόδειγμα το οποίο εγκαθιδρύθηκε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, με διάφορες εκδοχές στην Ευρώπη, και συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αποτελεί για πολύ κόσμο και για οργανώσεις της Αριστεράς ακόμα, το καθεστώς το οποίο ταυτίζεται με μια καλή, από πολλές απόψεις, εκδοχή του καπιταλισμού. Καθώς θα επέτρεπε την εκπροσώπηση των κοινωνικών τάξεων και τη δυνατότητά τους να διαπραγματεύονται μεταξύ τους και με το κράτος, τους στόχους και τις μεθόδους οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών «λόγω των συνδικάτων». Το μεταπολεμικό καθεστώς του ελληνικού καπιταλισμού, το οποίο διαμορφώθηκε μετά την ήττα της Αριστεράς κατά τον εμφύλιο πόλεμο, χαρακτηρίστηκε όμως από την απουσία αναγνωρισμένης θεσμικής εκπροσώπησης του κόσμου της εργασίας «δεν υπήρξε φορντισμός», αλλά και από την ακραία εξατομίκευση της σχέσης των κεφαλαίων με το κράτος, που χαρακτηρίζει ένα πελατειακό καθεστώς.
Ο κόσμος της εργασίας στο ελληνικό καθεστώς κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες αντιμετωπίστηκε με πολιτικές αποφάσεις που αποτελούσαν κατηγορηματικές αρνήσεις της εγκαθίδρυσης ενός φορντιστικού υποδείγματος «οι ΜμΕ φταίνε». Με την καταστολή των προσπαθειών δημιουργίας αυθεντικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και την ενθάρρυνση της μετανάστευσης προς αγορές εργασίας του εξωτερικού, λόγω της υψηλής ανεργίας στην ύπαιθρο και τις πόλεις. Η υστέρηση της εκβιομηχάνισης και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, εξισορροπήθηκαν με την εισροή μεταναστευτικού συναλλάγματος, όπως και με το συνάλλαγμα της ναυτιλίας και του τουρισμού, ενώ η προστασία της εγχώριας παραγωγής σε συνδυασμό με τις διοικητικές προσεγγίσεις των τραπεζικών λειτουργιών, και τις επιδοτήσεις επενδύσεων και εξαγωγών, οδήγησαν στη διατήρηση, χωρίς καμία μεταρρυθμιστική παρέμβαση, του πελατειακού συστήματος που είχε διαμορφωθεί μετά το πόλεμο.
Το άκαμπτο ελληνικό πελατειακό καθεστώς
Τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της μεταπολίτευσης, οφείλονται στη διατήρηση μιας σημαντικής ακαμψίας όλων των πλευρών του πελατειακού καθεστώτος, το οποίο διαμόρφωσε και ένα σύστημα διοίκησης ιδιαίτερα αναποτελεσματικό, ανίκανο να επωμιστεί λειτουργίες αναπτυξιακού σχεδιασμού, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα πολλά καπιταλιστικά καθεστώτα. Το άκαμπτο πελατειακό σύστημα, υποδέχθηκε και ενσωμάτωσε το νεοφιλελεύθερο δόγμα, ικανοποιώντας τις επιδιώξεις των ιδιωτικών κεφαλαίων, ακόμα και σε μια περίοδο κατά την οποία η εξάντληση του δυναμισμού της προστατευμένης εγχώριας βιομηχανίας και η ανάγκη της προσαρμογής στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, απαιτούσαν ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των παρεμβάσεων στην οικονομία και ειδικότερα στη βιομηχανία. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι εξαιτίας της ομόφωνης σχεδόν πίεσης των επιχειρηματιών του βιομηχανικού τομέα, δεν επιχειρήθηκε καμία πραγματική αλλαγή του θεσμικού αυτού πλαισίου, ενώ συγκεντρώθηκε η προσοχή στην αντίσταση του κεφαλαίου απέναντι στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η πολιτική αντεπίθεση των πολιτικών δυνάμεων που επωμίστηκαν την αντίσταση του κεφαλαίου, των δυνάμεων δηλαδή του “εκσυγχρονισμού”, επεδίωξε και πέτυχε να αναδιοργανώσει τις κοινωνικές συμμαχίες, οικοδομώντας μια συμμαχία κεφαλαίου και μισθωτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που πέτυχε τα εξής: να περιορίσει και να αποδυναμώσει τις προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, αλλά και να καταστήσει συνένοχες τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες σε ό,τι αφορά, τόσο την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, όσο και την επέκταση της ευελιξίας στην ευρύτερη αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την ανοχή της παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας σε μεγάλα τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου.
Η εισροή των ευρωπαϊκών πόρων μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των εισοδημάτων, αλλά η ένταξη αυτής της εισροής στους μηχανισμούς των πελατειακών σχέσεων κράτους και επιχειρήσεων, και επίσης κράτους και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, δεν εμπόδισε τη σταδιακή συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού, την απώλεια ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, και την αναπαραγωγή αναποτελεσματικών μεθόδων διοίκησης δημόσιων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών διαχείρισης των κοινοτικών πόρων. Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων και η εξασθένιση του συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα αποτέλεσαν στόχους του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που υλοποιήθηκαν αποτελεσματικά.
Ένα υπόδειγμα οργάνωσης και διοίκησης μιας καπιταλιστικής κοινωνίας (το αναπτυξιακό υπόδειγμα), είναι συνάρτηση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων και υπηρετεί τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας. Η περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα μετά το 2000, αποδεικνύει ότι παρά την ορατή αδυναμία του υποδείγματος (του νεοφιλελευθερισμού) να υλοποιήσει τους διακηρυγμένους του στόχους, τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης μπόρεσαν να ικανοποιηθούν με μέσα που εμφανώς δεν προσδίδουν ένα αναπαραγωγικό δυναμισμό στην εν λόγω καπιταλιστική κοινωνία, αλλά αντίθετα αξιοποιούν έναν καταναλωτικό δανεισμό και ακόμα χειρότερα μια μεταφορά εισοδήματος από την εργασία στο κεφάλαιο, ή από τα δημόσια ταμεία στο κεφάλαιο. Η ελληνική περίπτωση δείχνει ότι τα μέσα αυτά οδηγούν στην παραγωγική και κοινωνική κατάρρευση, ενώ μπορεί παρ’ όλα αυτά να υποστηρίζεται από όσους έχουν ένα τέτοιο συμφέρον ότι δεν υπάρχει άλλο δρόμος για την αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Οι επιτυχίες του νεοφιλελευθερισμού
Η διάσπαση και ματαίωση των ταξικών συμμαχιών που θα μπορούσαν να αντισταθούν στις προθέσεις της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, είναι το μυστικό της επιβίωσης αυτών των καθεστώτων, παρά τις κραυγαλέες αποτυχίες τους. Η εξατομίκευση σε μαζική κλίμακα των μισθωτών, και η συστηματική αποδυνάμωση των οργανώσεων της μισθωτής εργασίας, παράλληλα με την προνομιακή μεταχείριση εργαζομένων στην διοίκηση και σε κατηγορίες της γνωσιακής εργασίας, έχουν οδηγήσει στην αποδυνάμωση της ταξικής και πολιτικής παρουσίας του λαϊκού παράγοντα, και στην υπονόμευση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Μια εξέλιξη που επιδεινώνεται λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών που αφορούν το περιβάλλον ή την υγεία. Η αντιμετώπιση του συνόλου αυτών των εξελίξεων με μια στρατηγική επιστροφής σε μια φορντιστική ανάπτυξη, «μα δεν γίνεται» αποτελεί προφανώς τη συνταγή της αποτυχίας.
Για να συγκροτηθεί και να αναπτυχθεί ένα εναλλακτικό υπόδειγμα, χρειάζεται να βρεθεί ένας νέος τρόπος πολιτικής σύμπραξης (;) του κόσμου της εργασίας, και των λαϊκών τάξεων με την ευρύτερη έννοια, και να αποκτήσει αυτή η σύμπραξη το έλεγχο της υπαρκτής και παραγόμενης γνώσης σε ότι αφορά την παραγωγή, την τεχνολογία, τις κοινωνικές ανάγκες και το περιβάλλον. Η εξασφάλιση της εγκαθίδρυσης δημοκρατικών θεσμών λήψης αποφάσεων σε όλους αυτούς τους τομείς, και υλοποίησής τους, θα είναι το προϊόν μιας πολιτικής συμμαχίας λαϊκών τάξεων και εργαζομένων της γνώσης, που θα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάζει την αξιοπρεπή επιβίωση, την επάρκεια των υπηρεσιών υγείας, την ενεργειακή μετάβαση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και την ανασυγκρότηση της παραγωγής, στη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή.
Η ανάγκη δημιουργίας και εγκαθίδρυσης ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, δεν προέρχεται μόνο από την πολυδιάστατη αποτυχία του νεοφιλελεύθερου σχήματος, αλλά οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συσσώρευση στρατηγικών αποτυχιών με δραματικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εγκαθίδρυση ενός εναλλακτικού υποδείγματος είναι μια ανατρεπτική διαδικασία, η οποία απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσπάθεια των κοινωνιών, στους τομείς των γνώσεων και των προτάσεων πολιτικών, όπως και σε ό,τι αφορά τη δημιουργία θεσμών που επιτρέπουν την αξιοποίηση αυτών των προτάσεων αλλά και την εμπλοκή του πληθυσμού στην αξιολόγησή τους, στην υιοθέτησή τους και στην τροποποίησή τους, με το πέρασμα στην αναγνώριση της πρωτεύουσας σημασίας του σχεδιασμού και της διοίκησης από τους ίδιους τους πολίτες κοινών αγαθών ή υπηρεσιών.
Οι καθοριστικές γνωσιακές λειτουργίες
Η πρώτη αναγκαία θεσμική καινοτομία είναι η δημιουργία ή ενίσχυση, με την αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, «δεξαμενών σκέψης» που να έχουν τη δυνατότητα στους διάφορους στρατηγικής σημασίας τομείς να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να επεξεργάζονται πολιτικές άμεσης ή στρατηγικής σημασίας. Από την άλλη μεριά, οι κομματικές οργανώσεις της Αριστεράς, σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν αναπτυξιακές δυνατότητες (από παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη) στον τομέα τους, και να συμβάλουν στη δημιουργία επιστημονικών ομάδων ικανών να επεξεργαστούν προτάσεις πολιτικών για την τοπική κοινωνία ή για τον κλάδο δραστηριοτήτων που τους απασχολεί. Πάλι σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο, χρειάζεται να αναλάβει ενεργό ρόλο η κοινωνία, με τη δημιουργία τοπικών ή κλαδικών “κοινοβουλίων”, που θα εγκρίνουν και θα τροποποιούν τις προτάσεις των επιστημονικών ή πολιτικών ομάδων.
Η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού κατά της εργασίας, δεν αφορά μόνο τη μεταφορά υπεραξίας προς το κεφάλαιο, αλλά αφορά και την αποδυνάμωση της πολιτικής αντίδρασης του κόσμου της εργασίας. Η ελληνική περίπτωση δείχνει ότι ακόμα κι αν η πλευρά του κεφαλαίου είναι σοβαρά αποδυναμωμένη, και δεν έχει την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να χαράξει και να προτείνει μια πραγματική ανασυγκρότηση της οικονομίας, η μόνη προσέγγιση που υιοθετεί είναι να συνεχίζει να πλήττει τους μισθωτούς, αλλά και τα άλλα λαϊκά στρώματα της χώρας. Η ενίσχυση από μια αντίθετη στρατηγική, του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων αποτελεί τη μόνη οδό για την υλοποίηση των αναγκαίων στρατηγικών σε όλους τους τομείς. Η ανάπτυξη συνεταιριστικών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο, αλλά και τις πόλεις, για την απασχόληση του υπάρχοντος δυναμικού, η εξασφάλιση κοινών αγαθών και υπηρεσιών με συλλογική δραστηριότητα του πληθυσμού, η μεταφορά στο δημόσιο τομέα σημαντικού μέρους του τραπεζικού συστήματος, και των δημόσιων επιχειρήσεων, και η ένταξη στο δημοκρατικό σχεδιασμό του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα, είναι επιλογές που θα μεταβάλουν ριζικά τους ταξικούς συσχετισμούς, και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών.
Αυτό το εναλλακτικό υπόδειγμα δεν υπόσχεται μόνο απασχόληση και κοινωνικό κράτος, αλλά και την απόκτηση από τον εργαζόμενο πληθυσμό του ελέγχου όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και των περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων που απειλούν πλέον την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών, και τις ισορροπίες στον φυσικό κόσμο. Η εγκαθίδρυση αυτού του νέου υποδείγματος θα έλθει αναπόφευκτα σε σύγκρουση με το παρακμιακό νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Αλλά είναι εφικτό να επιβληθούν θεσμικές καινοτομίες στα κράτη μέλη της ΕΕ, με τη λογική αρχικά των επιμέρους μεταβατικών κατακτήσεων, οι οποίες θα μπορούν να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους, και επομένως θα μπορούν να υποστηριχθούν πολιτικά και πέρα από τα σύνορα της χώρας. Η εγκαθίδρυση των νέων θεσμών και των εργαλείων άσκησης πολιτικής, ειδικότερα δε των θεσμών που σχεδιάζουν τις αλλαγές, είναι η προϋπόθεση της έναρξης μιας διαδικασίας μετάβασης στο νέο υπόδειγμα, όπου θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο ο δημόσιος έλεγχος της χρηματοδότησης της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ενεργειακής μετάβασης, αλλά και η διαχείριση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους.
Η Αριστερά δεν έχει δεχθεί ότι η ιστορική κρίση αναπαραγωγής των καπιταλιστικών καθεστώτων, σε συνδυασμό με την παγκόσμια περιβαλλοντική και υγειονομική κρίση, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν από την πλευρά των πληθυσμών, με τροποποιήσεις των συστημάτων αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Η μετάβαση σε καθεστώτα όπου η αναγνώριση των αναγκών, σε ότι αφορά όλες τις πλευρές της επιβίωσης των κοινωνιών, και η εγκαθίδρυση συλλογικών θεσμών και δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων και υλοποίησης σχεδίων, πρέπει να πραγματοποιήσουν μια ριζική τομή και να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία της επιστημονικής σκέψης, και τον αποφασιστικό ρόλο των στόχων της ισότητας και της δικαιοσύνης. Πρόκειται για επιδιώξεις που μπορούν να ενοποιήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών, παραμερίζοντας την αδικαιολόγητη κυριαρχία της μειοψηφίας του πλούτου.