Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Λοιπόν, φτάσαμε ως εδώ. Και εδώ σταματάμε. Και μετά συνεχίζουμε. Το καλοκαίρι απλώνεται μπροστά μας. Ως βεβαιότητα. Ως ένα επαναλαμβανόμενο συμβάν οικείο και αυτονόητο. Μια παύση. Λίγο πριν την συνέχεια. Το θέμα είναι το τι αφήνουμε πίσω. Το θέμα είναι το τι μας περιμένει μπροστά.
Αφήνουμε πίσω μια κοινωνία εξαντλημένη. Γονατισμένη από τις συσσωρευμένες κρίσεις, τους περιορισμούς, την οικονομικής αφαίμαξη. Ξαφνιασμένη από την πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας και κυρίως της διαχείρισης της. Μια κοινωνία που έχει υποστεί στο πραγματικό της σώμα της πειθάρχηση, την επιβολή, τις προστακτικές. Μια κοινωνία χωρίς εμπιστοσύνη αλλά ταυτόχρονα χωρίς διεξόδους. Οι δολοφονίες στα σύνορα συνεχίζονται, οι θεσμοί μοιάζουν προφάσεις των ισχυρών και η πληροφορία εκπορνεύεται σε απόλυτο βαθμό ως εργαλείο άσκησης εξουσίας. Ταυτόχρονα τα κοινωνικά αντανακλαστικά έχουν ατροφήσει. Σε αντίθεση με παλιότερες κρίσεις τώρα η αγανάκτηση δεν κινητοποιεί. Αν και το μέγεθος της δυσαρέσκειας νιώθεις πως είναι πρωτόγνωρο και τα διακιβεύματα επείγοντα. Ο κόσμος είναι εξαντλημένος, σε διαρκές ξάφνιασμα, εγκλωβισμένος στο μούδιασμα της επανάληψης. Αν και ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την απόσταση ανάμεσα στην κοινωνική δυσαρέσκεια και την κοινωνική έκρηξη, η κάθε πρόβλεψη παραμένει αμφίβολη. Κανένα χρονόμετρο δεν είναι ικανό να μετρήσει την αναμονή εκ των προτέρων, πόσο μάλλον να προβλέψει το τέλος της.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι διαδοχικές κρίσεις που αυτή προκαλεί είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη του παρελθόντος προς το μέλλον που θα συναντήσουμε. Ανθρωπιστική κρίση, ενεργειακή κρίση, επισιτιστική κρίση, κρίση στις προσφυγικές ροές, κρίση στους όρους με τους οποίους ήταν δομημένος ο κόσμος. Μια αυταρχική μεταβολή μέσα σε έναν κόσμο ανίκανων κυβερνήσεων, κυνικών τεχνοκρατών και απόνομιμοποιημένων νάρκισσων. Οι όροι με τους οποίους το πολιτικό στοιχείο ήταν δομημένο μοιάζουν να μετατοπίζονται. Οι έκτακτες συνθήκες που προκύπτουν από την εισβολή στην Ουκρανία με τις άμεσες απαντήσεις που απαιτούν ουσιαστικά περιγράφουν την αναγκαιότητα της επιστροφής της πραγματικής πολιτικής. Αυτής που προηγείται της οικονομίας δίχως δεύτερη σκέψη, αυτή που υπάρχει για να απαντά σε προβλήματα και ανάγκες άμεσα και ουσιαστικά.
Ο Σεπτέμβρης που απλώνεται μετά το καλοκαίρι και μαζί ολόκληρο το έτος μέχρι και το επόμενο φθινόπωρο του 2023 περιγράφονται με τα πιο σκοτεινά χρώματα. Περιμένουμε τα χειρότερα σε μια σταθερά κατηφορική πορεία, που διαρκώς μας εκπλήσσει αρνητικά μέσα από τις αμφίβολες τροπές της. Οι προβλέψεις σε μια σειρά από τομείς, σε συνδυασμό με την άσχημη κατάσταση που επικρατεί μας προετοιμάζει να περιμένουμε το χειρότερο. Σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τη μορφή των κοινωνιών σε έναν χρόνο από τώρα. Η φτώχεια, η πείνα, η στεγαστική υποβάθμιση, ο αποκλεισμός μιας μεγάλης μερίδας από τα καύσιμα και την τροφή είναι συστηματικές προβλέψεις που διαρκώς επανέρχονται. Ταυτόχρονα, η πρωτόγνωρη κλίμακά τους σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι κοινωνίες που καλούνται να τις αντιμετωπίσουν προέρχονται από ένα πρόσφατο παρελθόν σχετικής ευμάρειας δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Αυτά για τα οποία μας προετοιμάζουν είναι εικόνες και συνθήκες που θυμίζουν τελείως διαφορετικές δεκαετίες. Είναι η πρώτη ίσως φορά που καλούμαστε να προσχωρήσουμε συλλογικά προς το άγνωστο χωρίς εργαλεία για προβλέψεις, κωδικοποιήσεις και απαντήσεις.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως στη χρονιά που ξεκινά τον Σεπτέμβρη μια σειρά από ερωτήσεις θα αναζητήσουν τις απαντήσεις τους. Ανάμεσά τους το αν η αριστερά έχει λόγο ύπαρξης. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αν μπορεί να δώσει ξεκάθαρες και άμεσα εφαρμόσιμες απαντήσεις και να πείσει με αυτές τις νέες πλειοψηφίες που σχηματίζονται. Δημιουργώντας ένα νέο παράδειγμα για έναν νέο κόσμο.
Θα το θυμόμαστε αυτό το καλοκαίρι.