Λουίζ Γκλικ «Η άγρια ίρις», εκδόσεις Στερέωμα, 2021

 

Εσύ που δεν θυμάσαι

Το πέρασμα από τον άλλο κόσμο

Σου λέω πως θα μπορούσα να μιλήσω ξανά: ό,τι

Επιστρέφει από τη λήθη επιστρέφει

Για να βρει φωνή

 

Το ομώνυμο και εναρκτήριο ποίημα της συλλογής δίνει τον τόνο για ό,τι θα επακολουθήσει. Έτσι, στο τέλος του μαρτυρίου του φυτού υπάρχει μια πόρτα αναγέννησης, υποδηλώνεται ότι εκείνο που εμείς έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε θάνατο, η άγρια ίρις το θυμάται και, ακριβώς λόγω αυτής της μνήμης, το άνθος επιστρέφει. Επιστρέφει για να μιλήσει. Να μιλήσει ουσιαστικά για την ανυπαρξία, ή καλύτερα για το πεπερασμένο του ίδιου του θανάτου, για τον μη μόνιμο χαρακτήρα του, εν ολίγοις για τον κύκλο της ζωής με την έννοια πράγματι του κύκλου και όχι της γραμμικότητας. Και η φωνή της είναι πίδακας που αναβλύζει από τη ζωή:

Από το κέντρο της ζωής μου αναδύθηκε

Ένα μεγάλο σιντριβάνι, βαθυκύανες

Σκιές σε γαλάζιο θαλασσινό νερό

Μεταφορές, προσωποποιήσεις και διασκελισμοί κοσμούν το θέμα του θανάτου και της αναγέννησης δημιουργώντας μια υποβασταζόμενη εικονοπλασία. Στον κήπο-ταπεινή γη της Γκλικ, τρεις φωνές συνομιλούν, ή καλύτερα λαλούν δίχως να τραγουδούν και χωρίς σύνδεση, φωνές που ανήκουν στην ποιήτρια-κηπουρό, στον Θεό και ιδίως στα δέντρα και στα άνθη. Τα πάσης φύσεως φυτά, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, δεν λειτουργούν ποτέ χορωδιακά, αντίθετα αντιδρούν μονάχα ως σολίστες ή ως διεκδικητές του ρόλου του κορυφαίου.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαιτέρως σφιχτό σχεδίασμα, πολύ προφανές όμως στα μάτια του αναγνώστη, και από ένα εξίσου ιδιαιτέρως θολό περιεχόμενο ως προς τα λεγόμενα σχεδόν της κάθε φωνής. Η μυστηριακή του διάθεση, ο υπαρξισμός, οι συμβολισμοί και οι παλινωδίες του –οι τελευταίες εμφανίζονται ιδίως στην ποιήτρια και στον Θεό– δημιουργούν την αίσθηση ενός ρούχου από το οποίο φαίνονται υπερβολικά οι ραφές ενώ τα χρώματά του έχουν ξεθωριάσει.

Τα υλικά της Γκλικ είναι πολύ απλά, αυτό βέβαια από μόνο του δεν αποτελεί ελάττωμα, ποίηση γράφεται ακόμη και με χώμα και πετραδάκια, στην περίπτωση αυτή όμως υπάρχει κάτι το φυσικά κρουστό, ενώ δυστυχώς οι δικοί της συνδυασμοί είναι συχνά άκρως άμουσοι και δίχως τη δύναμη του εσκεμμένου. Παραθέτουμε ένα παράδειγμα απ’ ευθείας από τα αγγλικά:

Never forget you are my children.

You are not suffering because you touched each other

But because you were born,

because you required life

separate from me.

Το επιδιωκόμενο από την Γκλικ βιβλικό στοιχείο χάνεται από την αδυναμία του ύφους που, στα κομμάτια του Θεού (ο οποίος εκφράζεται μέσα από στοιχεία της φύσης ή μέσα από ποιήματα που αναφέρονται σε μια στιγμή της ημέρας ή του χρόνου) αλλά και των προσευχών-διαμαρτυριών της ποιήτριας (οι οποίες χωρίζονται σε όρθρο και εσπερινό), είναι συχνά αφηγηματικό. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη χλωρίδα. Τα φυτά έχουν έναν ανεξάρτητο λόγο, περισσότερο λυρικό, ο οποίος σφύζει από εικόνες αλλά και από διδακτισμό. Η όλη σύνθεση διαπνέεται από μια φιλοσοφική διάθεση με μεταφυσικές προεκτάσεις, κάτι μεταξύ καθαρής ποίησης και ανεπούλωτου προσωπικού τραύματος.

Στον επίγειο κήπο των θαυμάτων της Γκλικ παρακολουθούμε τον θάνατο και τη γέννηση της φύσης μέσα από μια αυστηρή εναλλαγή των εποχών και της εκάστοτε ανθοφορίας. Το κάθε φυτό παρουσιάζεται στην ώρα του, εκφράζει τη δική του ιστορία ή το παράπονό του απέναντι στον Δημιουργό. Ο τελευταίος, φανερά ανθρωποκεντρικός, άλλοτε αγαπά άλλοτε μισεί τα πλάσματά του, άλλοτε παρουσιάζεται φανερά απογοητευμένος από αυτά.

Από τους μονολόγους των λουλουδιών θα ξεχωρίσουμε ενδεικτικά δύο, για εντελώς διαφορετικούς λόγους: ο πρώτος, Η κόκκινη παπαρούνα, αγγίζει το μελό και ο δεύτερος, Το αγριόχορτο, αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές του κειμένου:

[…] Αισθήματα:

Ω, έχω τέτοια∙ με

εξουσιάζουν. Έχω έναν αφέντη στον ουρανό,

που λέγεται ήλιος, κι ανοίγω

γι’ αυτόν, δείχνοντάς του

τη φωτιά της δικής μου καρδιάς, φωτιά

όμοια με την παρουσία του.

Τι θα μπορούσε να ’ναι μία τέτοια δόξα

αν όχι μια καρδιά; Α, αδέλφια μου, αδελφές μου,

δεν ήσαστε κι εσείς σαν κι εμένα, κάποτε, πολύ παλιά,

προτού γίνετε άνθρωποι;

 

Και περνάμε στο Αγριόχορτο:

 

Δεν χρειάζομαι τον έπαινό σου

για να επιζήσω. Ήμουν εδώ απ’ την αρχή,

προτού έρθεις εσύ εδώ, προτού

καν φυτέψεις έναν κήπο.

Και θα είμαι εδώ όταν θα ’χουν απομείνει μονάχα ο ήλιος

Και το φεγγάρι,

Η θάλασσα και το πλατύ λιβάδι.

 

Εγώ θα είμαι το λιβάδι.

 

Η δραματικότητα της πρόθεσης και της σύνθεσης της Γκλικ προδίδεται πλειστάκις από το γεγονός ότι οι φωνές δεν ξιφουλκούν και δεν έχουν ξεκάθαρη οντότητα. Η γλώσσα είναι αδύναμη στα περισσότερα σημεία, το νόημα παραμένει συχνά σε αναζήτηση την ώρα που γράφεται ο στίχος, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μια υμνωδία αλλά πολλές ξεχωριστές παραφωνίες.

Σε μια χώρα άκρατου καπιταλισμού, και στη σηπτική εποχή των golden boys όπου και γράφεται το τιμημένο με Πούλιτζερ αυτό βιβλίο, η οποιαδήποτε ευαισθησία βγαίνει ακρωτηριασμένη δημιουργώντας δυστυχώς μια άνευ σφρίγους ποίηση της παρακμής, με το συναίσθημα να αποτελεί συνώνυμο του ψιθύρου και την απουσία του σώματος να είναι επιβεβλημένη.

Η άυλη φύση σε μια συλλογή που ονομάζεται «Άγρια ίρις» αποτελεί σχήμα οξύμωρο και σημείο των ανέραστων καιρών, όπου ο άνθρωπος λειτουργεί ταυτόχρονα ψηλαφητά και στα τυφλά, καθοδηγούμενος από κοινωνικές επιταγές, αναζητώντας διεξόδους δίχως να γνωρίζει από τι, και μετατρέποντας τα νοητικά, εγκεφαλικά σχήματα σε υποτιθέμενους συναισθηματικούς δρόμους. Ο άσαρκος, ανήδονος κήπος της Λουίζ Γκλικ, που φέρει αμήχανα στο σαρκίο του το προπατορικό αμάρτημα, αφήνει στον αναγνώστη μια πικρή γεύση θερμοκηπίου.

Τέλος, η μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού είναι πιστή μεν στο πρωτότυπο, αναλυτική όμως πολλές φορές και άτολμη, με αποτέλεσμα να μην περνάει στα ελληνικά έστω και η στοιχειώδης ποιητικότητα του κειμένου.

 

Σοφία Διονυσοπούλου Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet