Ρέα Γαλανάκη «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», εκδόσεις Καστανιώτη, 2022
Τι σημαίνει άραγε το ιδιότυπο συγγραφικό παιχνίδι της στροφής σε οικογενειακές μνήμες και πραγματικές ιστορίες, στο οποίο επιδίδονται τελευταία με εντυπωσιακό συντονισμό και διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους ορισμένοι από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Μεταπολίτευσης (Μ. Δούκα, Σ. Δημητρίου, Ρ. Γαλανάκη, Θ. Βαλτινός); Είναι μια ώριμη στιγμή απολογισμού; Μια πιο προσωπική αναζήτηση του εαυτού και των βιωματικών προϋποθέσεων της γραφής; Μια αναψηλάφηση του συνολικού πεζογραφικού τους κόσμου και στρατηγική αποκρυστάλλωσης των σταθερών του; Ή μήπως νοσταλγικό νεύμα αποχώρησης και ομολογία μυθοπλαστικού στερέματος και συγγραφικής αμηχανίας;
Όποια εκδοχή κι αν υπερισχύει, η τάση διαπλοκής του οικογενειακού αρχείου με την Ιστορία, χωρίς η αφήγηση να ενδίδει σε μεταμυθοπλαστικούς συρμούς, αλλά επιμένοντας στην παραμυθητική λειτουργία της μυθοπλασίας και της αυθιστόρησης, ασφαλώς αξίζει να προσεχτεί στην εποχή της άκρατης εαυτολογίας και της οικογενειακής επισφάλειας. Το ειδικό βάρος της οικογένειας για την ανθρώπινη ύπαρξη δεν χρειάζεται εξήγηση. Όπως γράφει η Γαλανάκη, «η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος». Δύο σημαντικές μελέτες τα τελευταία χρόνια, από τη Μαίρη Μικέ («Δοκιμασίες», 2019) και τον Δημήτρη Παπανικολάου («Κάτι τρέχει με την οικογένεια», 2018), επιβεβαίωσαν το επικαιροποιημένο ενδιαφέρον για αναπαραστάσεις των οικογενειακών σχέσεων στον μυθοπλαστικό και όχι μόνο λόγο στην εποχή μας.
Η Ρέα Γαλανάκη (γ. 1947) ανέκαθεν ως συγγραφέας ερευνούσε συστηματικά και ενδιαφερόταν για την ιστορία και την εμπλοκή των προσώπων στα γρανάζια της. Στο τελευταίο της μυθιστόρημα-οφειλή, «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», ξετυλίγει το «παραμύθι» της ζωής των γονιών της, συγκροτώντας ένα «υβριδικό οικογενειακό μυθιστόρημα», όπως το αποκαλεί. Σε αντίθεση με το ναρκισσιστικό και πληκτικό περιεχόμενο πολλών εκδοχών της σέλφι κουλτούρας της εποχής μας, το μυθιστόρημα της Γαλανάκη δεν περιορίζεται σε μια στενά ατομική και μονομανή περιαυτολογία, αλλά διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, καθώς οικογενειακά συμβάντα, προσωπικές μυθολογίες και μικροϊστορίες διασταυρώνονται με τη μεγάλη Ιστορία. Οι άνθρωποι, σημαντικοί ή άσημοι, είναι άλλωστε πάντα καθορισμένοι από Ιστορία και μύθο. Όπως γράφει απολογητικά η συγγραφέας: «Του καθενός μας η ζωή είναι και ζωή πολλών ανθρώπων».
Η Γαλανάκη ιστορικοποιεί και παράλληλα μυθοποιεί λογοτεχνικά τα οικογενειακά πρόσωπα, τις διαδρομές, τα κειμήλια, τα αντικείμενα, την κρητική γενέθλια γη. Η μητέρα της Αικατερίνη Παπαματθαιάκη, γεννημένη στην Άνω Βιάννο, γυναίκα πρωτοπόρος στην εποχή της, υπήρξε γιατρός μικροβιολόγος με σπουδές στη Βιένη του ’30, κομψή, πολυταξιδεμένη και κοσμική αστή. Ο πατέρας της Εμμανουήλ Γαλανάκης, υπήρξε επιφανής ωτορινολαρυγγολόγος, με σπουδές στο Παρίσι, ειδικότητα και ντοκτορά στο Μπορντό με τον διάσημο γιατρό Πορτμάν, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου και των Φιλελευθέρων στο Ηράκλειο, παθιασμένος βενιζελικός, εθελοντής αξιωματικός πυροβολικού στη Μικρά Ασία το ’22, κινηματίας το ’35, επιστρατευμένος το ’40 και οπλοφόρος το ’44.
Οι δυο τους συνδέθηκαν σε αντίξοες συνθήκες στην Κατοχή. Ο σημαδιακός γάμος, λίγο πριν την Απελευθέρωση, χωρίς εκκλησία, νυφικό, καλεσμένους και φωτογραφίες, όρισε το οικογενειακό πεπρωμένο που ψηλαφεί η συγγραφέας. Αυτό το πεπρωμένο, σαν τις γαστρορραγίες που κληρονόμησε από τον πατέρα της, στοίχειωσε την ίδια, με τη νεανική της επαναστατικότητα και την οικογενειακή σύγκρουση με αφορμή τον ανεπιθύμητο γι’ αυτούς γάμο της, ανήλικη ακόμη, με τον λαμπρό αριστερό Νίκο Γιανναδάκη. Η συγγραφέας, ιχνηλατώντας τη ζωή των «γνωστών-αγνώστων» γονιών της, σκεπάζει προσχηματικά την πραγματική της πρόθεση, την κατανόηση του πιο μεγάλου αγνώστου, του εαυτού: «Τι γύρευα, επιτέλους, από τους παλιούς; Τον εαυτό μου θέλω πιο πολύ να μάθω». Η καρδιά του μυθιστορήματος χτυπά στην προσπάθεια κατανόησης του δίκιου και των αντιφάσεων των προγόνων, τους οποίες εκόντες-άκοντες κουβαλούμε με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους. Εαυτός μας είναι οι ιστορίες, οι τόποι και οι άνθρωποι που έχουν εντυπωθεί βαθιά μέσα μας.
Η Γαλανάκη ακολουθεί τη μέθοδο που έχει αξιοποιήσει στα ιστορικά της μυθιστορήματα∙ εδώ την αφηγείται κιόλας. Ρωτά, ξεκοκαλίζει βιβλία, τοπικές εφημερίδες και διαδικτυακές πηγές, περιγράφει με φαντασία φωτογραφίες από οικογενειακά άλμπουμ και αρχεία, αξιοποιεί επιστολές και τεκμήρια από σφαλισμένα συρτάρια και μπαούλα. Ειδικά οι περιγραφές φωτογραφιών, όπου το συγγραφικό βλέμμα, σαν μεγεθυντικός φακός, περιφέρεται στις σιωπές της Ιστορίας, διακρίνοντας στάσεις και νοοτροπίες, συμβάλλουν στη μυθιστοριοποίηση της αφήγησης. Όπου λείπουν τα τεκμήρια, κι αυτό συμβαίνει συχνά, η μυθοπλασία αναλαμβάνει με σεβασμό και διακριτικότητα να συμπληρώσει με εικασίες, όχι αυθαίρετες. Υποψιασμένη η συγγραφέας για τη σημασία της μικροϊστορίας αλλά και του μύθου που καθιστά το «παλίμψηστο» της Ιστορίας περίπλοκο και αποκαλυπτικό, παραδέχεται ότι «η Ιστορία μοιάζει σαν να συγκροτείται από πολλές, πάρα πολλές μικρές ανθρώπινες ιστορίες, που κινούνται στα όρια του προσωπικού και του συλλογικού μύθου μέσα στα χώματα του χρόνου».
Ο αφηγηματικός χρόνος ξεκινά λίγο μετά την Κρητική Επανάσταση (1866), στο χωριό Ψυχρό, στο Οροπέδιο Λασιθίου, με τη σκληρή αγροτική και εμπορική ζωή των προγόνων του πατέρα και φτάνει μέχρι τον κατοχικό γάμο των γονιών (1944). Στις σελίδες του βιβλίου παρατίθεται ένα εικονοστάσι οικογενειακών «αγίων»: ο δάσκαλος Ζερβουδάκης που έφερε την πατάτα στην Κρήτη, ο εφευρέτης των ανεμόμυλων του Οροπεδίου Σπιρτοκούτης, ο αρχιμανδρίτης και φιλόλογος Αμβρόσιος Γαλανάκης, τα αδέρφια της μητέρας της που χάθηκαν στον πόλεμο της Αλβανίας και στην ξενιτιά της Αυστραλίας, ο αριστερός γιατρός Ηγουμενίδης με το ξύλινο ποδάρι, ο καθηγητής Λευτέρης Αλεξίου, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Εμμανουήλ Ρεγκινάκης με το ξακουστό ζαχαροπλαστείο κ.ά. Αποτυπώνεται έτσι ο επίμοχθος αγώνας των ανθρώπων της υπαίθρου να ξεφύγουν από τη μοίρα της ακινησίας με τα γράμματα και το εμπόριο, να ανοίξει ο ορίζοντας, να απεγκλωβιστούν από τους λαβυρίνθους, να σπάσουν καθιερωμένες συμβάσεις.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ότι μας εισάγει στο συγγραφικό εργαστήριο της Γαλανάκη και αποκαλύπτει την ιστορική ποιητική της. Τα οικογενειακά πρόσωπα των προγόνων και οι φωτογραφίες έχουν ήδη βρει θέση με διάφορους τρόπους σε μυθιστορήματα και διηγήματά της που επεξεργάστηκαν οικογενειακά και ιστορικά τραύματα, όπως «Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων» (οικογένεια μητέρας), ο «Ισμαήλ Φερίκ Πασάς» (συγγενής εξ αγχιστείας των προγόνων του πατέρα) κ.ά. Η οικονομημένη αφήγηση αφήνει εκκρεμότητες για μελλοντικά βιβλία με παλιές πληγές (Ολοκαύτωμα Βιάννου, δίκες «Ρήγα Φεραίου», γάμος Γιανναδάκη…)
Ο τρόπος που χειρίζεται το βιωματικό αφηγηματικό υλικό η συγγραφέας, χωρίς εξιδανικεύσεις και νοσταλγίες, με επιείκεια και διάθεση κατανόησης, επιτρέπει να σκεφτούμε λοξά και αναδημιουργικά τι μπορεί να σημαίνει σήμερα αίμα, συγγένεια, τόπος, πατρίδα. Όπως η ίδια υποστηρίζει, «το λεγόμενο «αίμα» είναι σήμερα πια […] κυρίως μια λέξη μίσους προς καθετί το διαφορετικό, ένα σύνθημα που καθαγιάστηκε από την κοινωνική βία, τον πόλεμο, την αβυσσαλέα απανθρωπιά».
Η πάντα προσεγμένη γλώσσα και το στιβαρό ύφος της Γαλανάκη υπογραμμίζουν το έξοχο αποτέλεσμα. Από την οθόνη του ονείρου στους ανεμόμυλους της ιστορίας εκτυλίσσεται μια πολύτροπη ψηφιδωτή αφήγηση, χωρίς γραμμικότητα, ανοιχτή, διακριτική, απαλλαγμένη από απολυτότητες και οριστικές ερμηνείες. Η πραγματικότητα έχει πάντα κενά και η καλή λογοτεχνία τα σέβεται.