Η αποτρόπαια πραγματικότητα ενός καθεστώτος παρακολουθήσεων, ελέγχου και φακελώματος δεν απασχολεί μόνο την επικαιρότητα και τις σελίδες των εφημερίδων. Σε μια περιπλάνηση από τους ναζί μέχρι τους σύγχρονους μεγιστάνες, η λογοτεχνία μπορεί να αποτυπώνει με τον τρόπο της αυτή την πραγματικότητα της ψευδεπίγραφης δημοκρατίας.
Ζεράρ Ντελτέιγ «Κόκκινα και μαύρα χρόνια», μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2022
Ένα μυθοπλαστικό ταξίδι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας από την εποχή της γερμανικής κατοχής μέχρι το 1978, με ένα κόκκινο νήμα να διαπερνά και να συνδέει όλες τις διαφορετικές χρονικές στιγμές: ένα μεγάλο πακέτο με καρτέλες, με φακέλους πολιτών, από την εποχή του Βισί και των ναζί μέχρι σήμερα, που θα χρησιμοποιούνται για να καθορίζουν την πολιτική σκηνή της χώρας.
Στον πρόλογο του βιβλίου μεταφερόμαστε στον Μάιο του 1942: οι εκπρόσωποι μιας μηχανογραφικής εταιρείας παρουσιάζουν στον στρατάρχη Πετέν και την ηγεσία της αστυνομίας τα φοβερά πλεονεκτήματα που έχει το νέο τους σύστημα μηχανογράφησης με διάτρητες καρτέλες: «η υπηρεσία αναζητεί, για παράδειγμα, έναν τρομοκράτη που ταυτόχρονα είναι, ας πούμε, κομμουνιστής, Εβραίος και τσαγκάρης. Με τη δική μας μηχανογραφική καρτελοθήκη, η μηχανή ταξινόμησής μας θα επιλέξει αμέσως τις καρτέλες των ανθρώπων που είναι ταυτόχρονα Εβραίοι, κομμουνιστές και τσαγκάρηδες».
Η πραγματική πλοκή του βιβλίου αρχίζει τον Αύγουστο του 1944, σε ένα Παρίσι που συνταράζεται από τις οδομαχίες ανάμεσα σε αντάρτες, από τη μια, και Γερμανούς και δωσίλογους, από την άλλη. Μια ομάδα παρτιζάνων έχει τη διαταγή να μπει στη διοίκηση της αστυνομίας για να μεταφέρει σε ασφαλές σημείο ένα πολύτιμο φορτίο: δύο μεγάλους πάνινους σάκους γεμάτους με κάποιες μυστηριώδεις διάτρητες καρτέλες. Ωστόσο, όταν φεύγουν, πέφτουν σε ενέδρα δωσιλόγων που τους σκοτώνουν και παίρνουν τις καρτέλες.
Μέσε σε έναν τεράστιο γαλαξία χαρακτήρων (μεταξύ των οποίων και πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, από τον Μιτεράν –«που άρχισε τη σταδιοδρομία του στο Βισί και έρχεται ξαφνικά να διακηρύξει ότι είναι σοσιαλιστής»– μέχρι τον Αραγκόν ή τον Σαρτρ), κινούνται τρία κεντρικά πρόσωπα. Πρώτα η Αν, αντιστασιακή στις δυνάμεις του Ντε Γκολ που κατόπιν θα ακολουθήσει πολιτική σταδιοδρομία δίπλα σε όλους τους δεξιούς ηγέτες, παρά το βάρος του ακροδεξιού αδελφού της, που ξεκινάει από συνεργάτης των Γερμανών για να καταλήξει στο κόμμα που ιδρύει ο Λεπέν. Κατόπιν, ο αδελφός του νεαρού κομουνιστή παρτιζάνου που σκοτώθηκε σε αυτή τη μεταφορά των καρτελών, ένας νεαρός εργάτης που κυκλοφορεί στις μπουάτ του Σεν Ζερμέν, κρύβοντας διαρκώς τη ζωή του, και είναι αποφασισμένος να βρει πώς και γιατί σκοτώθηκε ο αδελφός του, προσεγγίζοντας γι’ αυτόν τον λόγο τους ανθρώπους του Κομουνιστικού Κόμματος. Tέλος, ένας ηγέτης των δωσιλόγων, ο οποίος όχι μόνο διασώζεται, αλλά εντάσσεται επιτυχώς σε όλη τη μεταπολεμική σκηνή της Γαλλίας. Και στο φόντο, το πολύτιμο αρχείο με τις καρτέλες, οι φάκελοι. Η «ασφάλεια ζωής» του δωσίλογου, ένα εργαλείο εκβιασμού όποτε χρειάζεται κανείς να παρεμβαίνει «στην πολιτική ζωή υπενθυμίζοντας σε διάφορες προσωπικότητες το παρελθόν τους», ενώ ταυτόχρονα οι κρατικές υπηρεσίες αναδιοργανώνουν και βελτιώνουν τα δικά τους αρχεία φακέλων διαρκώς, με όλο και πιο σύγχρονες μεθόδους.
Με μια πλούσια αφήγηση, στη βάση πολλών πραγματικών ιστορικών γεγονότων, το βιβλίο αποτυπώνει το πώς οικοδομήθηκε η πολιτική ζωή στη μεταπολεμική Γαλλία: οι συνεργάτες των Γερμανών που δικάζονται και εκείνοι που θα ξεγλιστρήσουν και συντόμως θα επανενταχθούν κανονικά και «ολοκάθαροι» στην πολιτική ζωή που «γυρίζει σελίδα» κάνοντας τους απαραίτητους «συμβιβασμούς» με το παρελθόν της «στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους» και του «αγώνα κατά του μπολσεβικισμού», το κλίμα αντικομουνισμού και η θεωρία της «κομουνιστικής απειλής», οι μεγάλες απεργίες (όπως στη Ρενό) και η καταστολή τους από την αστυνομία αλλά και από ακροδεξιές συμμορίες μπράβων που προσλαμβάνονται από τα αφεντικά (με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, τον «εντοπισμό των ανατρεπτικών στοιχείων και το φακέλωμά τους, ώστε να μην μπορούν, αν απολυθούν, να πάνε σε άλλα εργοστάσια»), η εξέγερση στην Αλγερία και η ήττα της Γαλλίας στην Ινδοκίνα, η απόπειρα πραξικοπήματος των ακροδεξιών στρατηγών στην Αλγερία το 1961, ο Μάης του ’68, οι εκλογικές αναμετρήσεις και άλλα πολλά.
***
Ντέιβιντ Σέιφερ «Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ», μετάφραση: Λευτέρης Καλοσπύρος, εκδόσεις Πόλις, 2022
Τρία πρόσωπα: η Λεϊλά, εργαζόμενη σε ΜΚΟ, κάπου στα σύνορα μεταξύ Μιανμάρ και Κίνας, βλέπει τυχαία κάτι που θα αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο και θα αλλάξει τη ζωή της. Ο Λίο: μαύρο πρόβατο μιας πλούσιας οικογένειας, με εμμονή στις θεωρίες συνωμοσίας. Και ο Μαρκ: παλιός φίλος του Λίο που έχει γίνει διάσημος γράφοντας ένα βιβλίο αυτοβοήθειας που έγινε υπερμπεστσέλερ, ένας διάττων αστέρας που έχει μπει όμως σε κρίση και αναζητάει κάτι που θα του αλλάξει την πορεία του, συνειδητοποιώντας όμως πόσο εγκλωβισμένος έχει βρεθεί να είναι στη μέχρι τώρα ζωή του.
Τρία πρόσωπα, τρεις παράλληλες πορείες, μέχρι που οι δρόμοι τους θα συναντηθούν όταν βρεθούν και οι τρεις στο στόχαστρο της «Επιτροπής», μιας παγκόσμιας μυστικής οργάνωσης που την συγκροτούν επιλεγμένοι μεγιστάνες του πλανήτη (καθοριστικός ο ρόλος των μεγιστάνων των ΜΜΕ), ενός μηχανισμού που δουλεύει στα βαθιά παρασκήνια με στόχο τον πλήρη έλεγχο της πληροφορίας και της διακίνησής της, και τελικά την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των πάντων και ιδιαίτερα των προσωπικών δεδομένων των πολιτών: «ο στόχος είναι να επηρεάσουν τη σκέψη και τη γλώσσα και τον πολιτισμό και την κοινωνική ευταξία, ελέγχοντας τα μέσα με τα οποία επικοινωνούμε μεταξύ μας. Πρώτα θα μας κάνουν να συνηθίσουμε στην ιδέα να παραχωρούμε στα συστήματά τους όλα τα στοιχεία για τη ζωή μας». Ένα σύστημα μέσω του οποίοι κάποιοι φιλοδοξούν, τελικά, «να προστατεύουν το κεφάλαιο».
Όταν μπροστά σε αυτό το πλανητικό σύστημα καταστολής αρχίζουν να δημιουργούνται πυρήνες αντίστασης, αναγκάζονται και αυτοί πολλές φορές να χρησιμοποιήσουν κάποιες από τις μεθόδους του εχθρού («τους κατασκοπεύουμε ενόσω μας κατασκοπεύουν»), συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα με δραματικό τρόπο το μέγεθος και την ισχύ του. Άλλωστε, «ο κόσμος δεν είναι δίκαιο μέρος».
Στο φόντο μιας σειράς πραγματικών γεγονότων, από τον διαβόητο Patriot Act, τον Πατριωτικό Νόμο, του Μπους ή την παρακολούθηση των προσωπικών επικοινωνιών μέχρι τη συνεργασία δημόσιων κρατικών υπηρεσιών με ιδιωτικές για τη δημιουργία παντοδύναμων δικτύων παρακολούθησης και ελέγχου των πολιτών ή την πολιτική συναίνεσης των πολιτών στην εκχώρηση προσωπικών τους στοιχείων, ο συγγραφέας πλάθει την ασφυκτική δυστοπία ενός πλανητικού συστήματος πειθάρχησης, με έλεγχο κάθε λεπτομέρειας της προσωπικής ζωής, με παγιδεύσεις και εκβιασμούς και σκευωρίες κατά των ενοχλητικών, με θολά όρια και συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ κράτους και παρακράτους. Έναν κόσμο όπου είναι «επικίνδυνο χόμπι η σκέψη», όπου η περίφημη Συνομιλία, του Φράνσις Φορντ Κόπολα, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο, μοιάζει με πρωτόλειο (προφητικό, ωστόσο) παιχνιδάκι. Έναν εφιάλτη που κάποιες στιγμές μοιάζει να φλερτάρει και ο ίδιος με τα όρια των θεωριών συνωμοσίας, άραγε;