Φωτογραφία της Μαρίας Φακίνου: Εύη Τσούτσουρα
Ένας κοτσονάτος, εβδομηντάχρονος χήρος ανακαλεί τα γεγονότα που τον αποξένωσαν από τη μοναχοκόρη του. Ο εσωτερικός του μονόλογος, πυκνός, κοφτός, συνειρμικός, κάνει άλματα στον χρόνο μεταφέροντάς μας από τα μπουντρούμια της ΕΣΑ και τον μικρόκοσμο ενός παραθαλάσσιου χωριού ως τους τέσσερις τοίχους ενός μικροαστικού διαμερίσματος στο μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ξετυλίγεται η νουβέλα «Κλίμακα Μπόγκαρτ» (εκδόσεις Αντίποδες, 2022), το τέταρτο βιβλίο της Μαρίας Φακίνου, η δεξιοτεχνική γραφή και ο θεματικός πλούτος του οποίου έχουν ήδη κάνει αίσθηση. Τα οικογενειακά μυστικά έχουν ανυπολόγιστες συνέπειες όταν κακοφορμίζουν, λέει με τον τρόπο της η συγγραφέας, αλλά από τις απωθημένες μνήμες, όταν αυτές έρχονται στην επιφάνεια, προκύπτουν και τέρατα και θαύματα.
Τι πυροδότησε τη συγγραφή της Κλίμακας Μπόγκαρτ; Μας βάζετε λίγο στο εργαστήριό σας;
Το 2016 διαβάζω στην εφημερίδα για μια οργάνωση στην Αργεντινή που αριθμούσε ούτε τριάντα μέλη, τα περισσότερα γυναίκες, όλα τους παιδιά των βασανιστών της χούντας του Βιντέλα. Παρόλο που δεν κράτησα το απόκομμα θυμάμαι πολύ καθαρά την αίσθηση που μου άφησε. Η πρόεδρός της εξηγούσε τους λόγους που τους οδήγησαν στη σύσταση της οργάνωσης σχεδόν σαν να απολογούταν για την ίδια της την ύπαρξη. Έφερε ένα τραύμα που ξεπερνούσε το προσωπικό. Θυμάμαι να σκέφτομαι, άρα θα υπάρχουν κι εδώ τέτοια παιδιά. Είχα μπροστά μου ένα θέμα που δεν τολμούσα να αγγίξω. Για λόγους προσωπικούς και ίσως, αφελώς, ηθικούς. Οπότε το άφησα στην άκρη. Αλλά αυτό δεν με άφησε. Επανερχόταν με διάφορες αφορμές κι εγώ κρατούσα σημειώσεις, έκανα μια άτυπη έρευνα. Η πιο μεγάλη δυσκολία κάθε φορά είναι να βρω το ύφος της αφήγησης. Ήξερα ότι ήθελα να χρησιμοποιήσω μακροπερίοδο λόγο, ένα είδος συνειδησιακής ροής, έναν εσωτερικό μονόλογο. Το ύφος μού το ξεκλείδωσε ένα βιβλίο που έτυχε να διαβάζω εκείνη την εποχή και άρχισα να γράφω διάφορες σκηνές. Το πιο γόνιμο «εργαστήρι» είναι τα βιβλία των άλλων.
Ο ήρωάς σας στρατεύτηκε την περίοδο της χούντας και κατέληξε «οφθαλμός της επαναστάσεως» στην ΕΣΑ. Στη μεταπολίτευση δικάστηκε, φυλακίστηκε, έφτιαξε ξανά τη ζωή του και καταχώνιασε το παρελθόν του, παραμένοντας ιδιαίτερα αυταρχικός στην καθημερινή του ζωή. Υπάρχουν ελαφρυντικά γι’ αυτόν;
«Αν έρχονταν πάλι έτσι τα πράγματα, θα έβαζα ξανά την κουκούλα», θυμάμαι να λέει ένας από τους βασανιστές του Βιντέλα σε εκείνο το άρθρο στην κόρη του όταν τον ρωτά γιατί έκανε ό,τι έκανε. Στο δανέζικο ντοκιμαντέρ για τη χούντα των συνταγματαρχών, «Ο γιος του γείτονά σου: Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής» (Your Neighbor’s Son), η Μίκα Χαρίτου-Φατούρου, επιστημονική σύμβουλος του ντοκιμαντέρ, αλλά και συγγραφέας του εμβληματικού έργου «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας», ρωτά κάποια στιγμή έναν διαβόητο βασανιστή γιατί δεν έκανε κάτι, π.χ. να λιποτακτήσει. Αντίστοιχα, στο σχεδόν σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ «The act of killing» για τις μαζικές σφαγές στην Ινδονησία (1965), ο σκηνοθέτης βάζει τους βασανιστές να δείξουν στην κάμερα τα βασανιστήρια που έκαναν στα θύματά τους, που εδώ τα υποδύονται κομπάρσοι, σαν να επιτελούν ένα δρώμενο. Όλοι αυτοί έρχονται κάποιοι στιγμή αντιμέτωποι με τα ερωτήματα: γιατί το έκανες, θα το ξανάκανες, μπορούσες να έχεις κάνει αλλιώς; Το ζήτημα της ευθύνης και, εκ των υστέρων, των ελαφρυντικών. Ξεκάθαρη και εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Νομίζουμε ότι θα είμαστε με την πλευρά των «καλών», με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας, αλλά ο καθένας κρίνεται από τις επιλογές που καλείται να κάνει σε μια ακραία συνθήκη. Το ζητούμενο για μένα είναι η κατανόηση του φαινομένου.
Γεννηθήκατε το 1976. Τι βάρος έχουν οι αναμνήσεις από τα πρώιμα παιδικά σας χρόνια; Και πώς βλέπετε τις προσπάθειες αναθεωρητισμού για τον αντιδικτατορικό αγώνα και τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης;
Τα τελευταία χρόνια έκανε θραύση μια ελληνική δραματική σειρά εποχής που κάλυπτε μια χρονική περίοδο από το 1958 μέχρι το 1974. Σε ένα επεισόδιο που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της χούντας, βλέπουμε το βασανιστήριο της φάλαγγας. Σε κάποιο σάιτ κάποιος σχολίαζε πόσο αληθοφανές ήταν αυτό, αν πράγματι γίνονταν βασανιστήρια. Τι έχει πάει στραβά και δεν το ξέρει, αναρωτήθηκα. Μιλάμε για την πιο πρόσφατη ιστορία μας, κι αυτό το λέω δίχως ίχνος διδακτισμού, μόνο γνήσιας απορίας. Οι πρώτες μνήμες είναι καθοριστικές, δύσκολα ανατρέπονται. Συχνά μας ακολουθούν εξωραϊσμένες. Όμως μια μνήμη επιλεκτική, μια μνήμη ανώδυνη, εντέλει, είναι προβληματική και ανιστόρητη. Οι προσπάθειες αναθεωρητισμού φοβάμαι ότι επιχειρούν μια ισοπέδωση ή και αλλοίωση της Ιστορίας, έναν συμψηφισμό, την απαξίωση μιας καθοριστικής περιόδου για τη δημοκρατία που με τόσο κόπο επικράτησε στην ελληνική κοινωνία.
«…το παρελθόν δεν ανήκει μόνο στο παρελθόν, πάει και τελείωσε, μπορεί να γίνει και μέλλον, άλλες στολές, άλλα συνθήματα, ίδιος σκοπός», γράφετε σ’ ένα σημείο, εκεί όπου ο ήρωάς σας συναντιέται μ’ έναν επίσης πρώην ΕΣΑτζή, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει μια αδελφή ψυχή. Θεωρείτε ορατό έναν τέτοιο κίνδυνο σήμερα;
Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και ορατός και τον βλέπουμε με την άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας επειδή βουλευτές της μπήκαν στη φυλακή. Είναι αντιλήψεις και νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες και παρούσες, συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα, σε πολλά κοινωνικά ζητήματα που όσο πιο συντηρητικοί γινόμαστε ως κοινωνία τόσο πιο έντονα θα βγαίνουν στο φως.
Στο βιβλίο σας θίγετε μια σειρά από ζητήματα σχετικά με τη θέση της γυναίκας (η υπάκουη σύζυγος του ήρωα που καταφεύγει στο πιοτό και πεθαίνει πριν την ώρα της, η βιασμένη στην εφηβεία της θεία Μάρω που διεκδικεί έκτοτε την αυτονομία της, η βουλιμία της κόρης ως αντίδραση στον καταπιεστικό πατέρα και η απόρριψη μέσα της της μητρότητας…). Τι σκέψεις σας γεννούν οι πρόσφατες, απανωτές, γυναικοκτονίες; Βλέπετε κάποιες ρωγμές στις πατριαρχικές αντιλήψεις, κάποια αλλαγή στα πρότυπα ομορφιάς; Τι γεύση σας αφήνει ο αγώνας του metoo; Διακρίνετε υπερβολές στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας;
Προφανώς και υπήρχαν γυναικοκτονίες στο παρελθόν, μόνο που τότε χαρακτηρίζονταν «εγκλήματα πάθους» και ξεμπερδεύαμε. Αυτό είναι μια μάχη που δόθηκε και μέσα από το κίνημα του metoo. Οι φωνές των γυναικών ακούγονται πιο ενωμένες, πιο δυνατές, αλλά δεν είναι αρκετό όσο παραμένει η νοοτροπία ότι το σώμα μιας γυναίκας είναι κτήμα μας, ότι το να φύγει από μια κακοποιητική σχέση δεν είναι αποδεκτό, και εδώ υπάρχει ένα θεσμικό κενό. Τι και ποιος διασφαλίζει σε μια γυναίκα ότι αν καταγγείλει μια κακοποιητική συμπεριφορά, δεν θα βρεθεί υπόλογη, υπαίτια ή νεκρή. Υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθησία στον τρόπο που μιλάμε πλέον για τα σώματα, μεγαλύτερη ορατότητα και συμπερίληψη. (Να δύο όροι που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό μας). Σώματα με αναπηρίες πρωταγωνιστούν σε θεατρικές παραστάσεις, σώματα που δεν ανταποκρίνονταν σε συγκεκριμένες προδιαγραφές γίνονται εξώφυλλα περιοδικών. Τέλος, στο γλωσσικό κομμάτι που με αφορά, βλέπω ότι και στα κείμενα αρχίζει να περνάει η συμπερίληψη, ειδικά σε μια γλώσσα όπου το γένος δεν μπορεί να απαλειφθεί, όπως π.χ. στα αγγλικά. Όλο αυτό το βρίσκω πολύ θετικό, αρκεί να μην γίνεται παντιέρα, να μην αποβαίνει σε βάρος της ροής και της φυσικότητας ενός κειμένου. Κατ’ αναλογία, το ίδιο σκέφτομαι και για την πολιτική ορθότητα. Σημαντική και καίρια αρκεί να μην μας οδηγεί να υιοθετούμε μια συντηρητική στάση.
Στο φόντο όσων διαδραματίζονται στη νουβέλα, βλέπουμε σπαρμένα κι αρκετά πραγματικά γεγονότα: τον σεισμό του ’81, το Ειδικό Δικαστήριο, το επεισόδιο με τον Σορίν στην οδό Νιόβης, τις φωτιές στο Μάτι… Τι θέλατε να υπογραμμίσετε εντάσσοντάς τα στην αφήγηση;
Είναι γεγονότα από τα οποία έχω μνήμη επειδή τα έζησα. Υπήρξαν, ας πούμε, κομβικά, με την έννοια ότι μετέστρεψαν κάτι εντός μου: τον προστατευμένο μικρόκοσμό μου, ότι συμβαίνει και κάτι έξω και πέρα από μένα κι απ’ αυτά που γνωρίζω. Επίσης, συνδέονται με μεγάλες κοινωνικές αλλαγές της εποχής. Ειδικά το συμβάν της οδού Νιόβης φέρει πολλά τέτοια στοιχεία: ιδιωτική τηλεόραση, το άνοιγμα των συνόρων, ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά που βρήκαν τον χώρο να εκτονωθούν. Εντάσσονται στην αφήγηση επειδή ερεθίζουν με κάποιο τρόπο την ιδεολογία του ήρωα.
Τις τελευταίες δεκαετίες γίναμε μάρτυρες της σταδιακής εξασθένισης των συλλογικών αγώνων. Πώς μεταφράζεται αυτό στον μικρόκοσμο όσων ασχολούνται με την τέχνη και τα γράμματα; Τι σας συνδέει με τους συγγραφείς της γενιάς σας; Νιώθετε μέρος μιας ευρύτερης κοινότητας;
Κανείς δεν μπορεί να μένει αμέτοχος όταν γύρω του συμβαίνουν κοινωνικές αλλαγές ή αναταραχές. Η οικονομική και ενεργειακή κρίση, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρέασαν και τον χώρο του βιβλίου. Συγγραφικά μιλώντας πιστεύω ότι καλύτερο είναι να παίρνουμε μια απόσταση, να μην γράφουμε εν θερμώ, να απομακρυνόμαστε για να μπορούμε να παρατηρήσουμε το όποιο φαινόμενο πιο αντικειμενικά. Με τους λίγους συγγραφείς, ποιητές και ποιήτριες που κάνω παρέα μάς συνδέει μια κοινή αγωνία, μια κοινή οπτική, σίγουρα κάποιες γόνιμες διαφορές, μια αμοιβαία εκτίμηση για τη δουλειά του άλλου.
Ως παιδί λογοτεχνών, φαντάζομαι πως είστε σε θέση να συγκρίνετε το ειδικό βάρος που είχε ο συγγραφέας στην ελληνική κοινωνία – πολύ περισσότερο παλιότερα απ’ ό,τι σήμερα. Σας ενοχλεί αυτό ή το βρίσκετε φυσιολογικό;
Νομίζω ότι κι εδώ υπάρχει ένα είδος μύθου. Και παλιότερα αυτοί που είχαν το ειδικό βάρος ήταν λίγοι και απευθύνονταν σε λίγους και συγκεκριμένους. Και τότε υπήρχαν αντιδράσεις, διαξιφισμοί, απαξίωση αλλά σήμερα με τα social media τα πράγματα παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις και πολύ πιο άμεσα. Η ωραιοποίηση και η απόσταση από το παρελθόν, ίσως, δημιουργούν την αίσθηση ότι ήταν κάτι πιο καθολικό και στιβαρό. Το βρίσκω φυσιολογικό, όμως την ίδια στιγμή νομίζω ότι ζητάμε αυτή τη γνώμη ̶ αυτό το τετριμμένο «Γιατί δεν μιλάνε οι πνευματικοί άνθρωποι;» ̶ με την πρόθεση όχι πραγματικά να ακούσουμε αν έχουν κάτι να πουν και να το κρίνουμε αναλόγως, αλλά μπαίνοντας εκ προοιμίου σε μια θέση πιο επιθετική, πιο επικριτική, έχοντας ήδη διαμορφωμένη γνώμη γι’ αυτόν που μιλάει.
Πολλοί αναρωτώνται γιατί η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει απήχηση στο εξωτερικό. Μήπως όμως δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση ούτε στο εσωτερικό;
Οι δύο κλασικές απαντήσεις σχετικά με την απήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, απαντήσεις που ισχύουν αλλά είναι πολύ επιγραμματικές και χωρούν πολλή συζήτηση, είναι ότι πρώτον, τα ελληνικά είναι, αυτό που λέμε, μια «μικρή γλώσσα» και δεύτερον, σχετίζεται με την απουσία πολιτικής για την προώθησή της. Δεν ανήκω στους απαισιόδοξους αυτής της ιστορίας. Πιστεύω ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει γερά αντανακλαστικά, δεν παρασύρεται εύκολα από βραβεία ή τα εκθειαστικά λόγια που συχνά συνοδεύουν ένα βιβλίο που μας έρχεται από το εξωτερικό. Ούτως ή άλλως, είναι λίγοι αυτοί που διαβάζουν, και τα βιβλία που εκδίδονται πάρα πολλά. Και καλά κάνουν, είμαι υπέρ της πληθώρας σε αυτό το θέμα. Έχω την αίσθηση ότι, πράγματι, είναι λίγο πιο δύσκολο να «πείσουμε» τον Έλληνα αναγνώστη ότι συχνά έχουμε βιβλία καλύτερα απ’ αυτά που μεταφράζονται, συγγραφείς πιο ενδιαφέροντες ή και ισάξιους. Και χρήσιμο πάντα είναι, πέρα από τους λίγους φωτισμένους καθηγητές, να υπάρχουν και βιβλιοθήκες στα σχολεία.
Βιοπορίζεστε ως μεταφράστρια. Σε τι βαθμό διαλέγετε τι θα μεταφράσετε; Υπάρχουν έργα που μεταφράσατε και σας άνοιξαν ορίζοντες; Και τέλος, ως αναγνώστρια, ποιοι συγγραφείς υπήρξαν πρότυπά σας και ποιών το έργο παρακολουθείτε ανελλιπώς;
Το καλό του βιοπορισμού από τη μετάφραση, δηλαδή της σταθερής ενασχόλησης με αυτήν, είναι ότι πλέον αποκτάς μια σχέση με τους εκδότες που γνωρίζουν τι μπορεί να σου ταιριάζει και να σου αρέσει. Σε αυτό το πλαίσιο βρέθηκα να μεταφράζω τους Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον που σχεδόν κλόνισαν το μεταφραστικό μου σύμπαν. Ήρθα αντιμέτωπη με ένα υβριδικό κείμενο, ακαριαία προσωπικό και αποστασιοποιημένο την ίδια στιγμή. Με μια ορολογία που δεν υπήρχε πάντα στα ελληνικά και πλήθος αναφορών. Μόνο εκ των υστέρων αντιλήφθηκα πόσο με επηρέασε υπογείως σε συγγραφικό επίπεδο. Συγγραφείς που παρακολουθώ ανελλιπώς είναι η Τζέννυ Έρμπενμπεκ και η Χέρτα Μύλερ, με κλειστά μάτια. Δεν μου αρέσει να μιλάω για πρότυπα, μου φαίνεται παραπλανητικός όρος, ειδικά όταν μιλάμε για συγγραφείς. Όσα βιβλία έχουν πέσει στα χέρια μου, σε όσα βιβλία έχω οδηγηθεί εγώ σε αυτά εν αγνοία ή εν γνώσει μου έχουν αφήσει κάτι μέσα μου, με έχουν καθορίσει με κάποιον τρόπο, λίγο πολύ τα πάντα βαραίνουν χωρίς να το συνειδητοποιούμε κάθε φορά.