Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που είναι ταυτισμένος με το ποδόσφαιρο αυτός είναι ο  Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο οποίος –αν ζούσε σήμερα–  θα γινόταν 82 χρόνων. Ο Ουρουγουανος στο εξαιρετικό βιβλίο (και ένα από τα κορυφαία για την μπαλίτσα) «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» έγραψε: «Tι κοινό έχουν το ποδόσφαιρο και ο Θεός; Οι πιστοί τούς είναι απόλυτα αφοσιωμένοι, και οι διανοούμενοι τους αμφισβητούν. Το 1902 στο Λονδίνο ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ειρωνεύτηκε το ποδόσφαιρο και “τους μικρόψυχους που ξεδιψάνε με κάτι λασπωμένους ηλίθιους”. Έναν αιώνα αργότερα, στο Μπουένος Άιρες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν πιο διακριτικός: έδωσε μια διάλεξη με θέμα την αθανασία την ίδια μέρα και ώρα που η Αργεντινή έδινε τον πρώτο της αγώνα στο Μουντιάλ του ’78».

 

 

Για όλους

 

Ο Γκαλεανό ήταν ξεκάθαρος για το τι είναι το ποδόσφαιρο: «Η περιφρόνηση που πολλοί συντηρητικοί διανοούμενοι δείχνουν για το ποδόσφαιρο βασίζεται στη βεβαιότητα ότι η ειδωλολατρία της μπάλας είναι μια δεισιδαιμονία αντάξια του λαού. Η πλέμπα που παθιάζεται με το ποδόσφαιρο σκέφτεται με τα πόδια, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, και ικανοποιείται με αυτή την ποταπή απόλαυση. Το ζωώδες ένστικτο επιβάλλεται στην ανθρώπινη λογική, η άγνοια συνθλίβει τον Πολιτισμό, κι έτσι ο όχλος έχει αυτό που θέλει. Από την άλλη, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι απορρίπτουν το ποδόσφαιρο γιατί ευνουχίζει τις μάζες και αποπροσανατολίζει τις επαναστατικές τους δυνάμεις. Άρτος και θεάματα, θεάματα χωρίς άρτο: υπνωτισμένοι από την μπάλα, που ασκεί μια νοσηρή γοητεία, οι εργάτες αφήνουν την ταξική τους συνείδηση να ατροφήσει και γίνονται έρμαια των ταξικών τους εχθρών. Όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι προνόμιο των Άγγλων και των πλουσίων, οργανώθηκαν στο Ρίο ντε λα Πλάτα οι πρώτες λαϊκές ομάδες στα μηχανουργεία των σιδηροδρόμων και στα ναυπηγεία των λιμανιών. Τότε, ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν εκείνη τη ραδιουργία της αστικής τάξης, που αποσκοπούσε στο να αποφεύγονται οι απεργίες και να αποσιωπούνται οι κοινωνικές αντιφάσεις. Η διάδοση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια κλίμακα ήταν αποτέλεσμα ενός ιμπεριαλιστικού τεχνάσματος, ώστε να καθηλώνονται οι καταπιεσμένοι λαοί στην παιδική τους ηλικία. Όμως η ομάδα Αρχεντίνος Τζούνιορς πήρε το όνομα Μάρτυρες του Σικάγου, προς τιμήν των αναρχικών εργατών που απαγχονίστηκαν την Πρωτομαγιά, και ήταν Πρωτομαγιά όταν ιδρύθηκε η ομάδα Τσακαρίτα, η οποία βαφτίστηκε μέσα σε μια αναρχική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Εκείνα τα πρώτα χρόνια του αιώνα δεν έλειψαν και οι αριστεροί διανοούμενοι που υποστήριξαν το ποδόσφαιρο, αντί να το απορρίψουν ως αναισθητικό της συνείδησης. Ανάμεσά τους, ο ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι, που εγκωμίασε εκείνο “το βασίλειο της ανθρώπινης συντροφικότητας που ασκείται σε ελεύθερο χώρο”».

 

Στα πέρατα

 

Για το ποδόσφαιρο κυκλοφορούν δυο βιβλία του Εδουάρδο Γκαλεάνο «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως» και «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» στο οποίο μας παρουσιάζει και την… μπάλα: «Στην Κίνα η μπάλα ήταν δερμάτινη, παραγεμισμένη με στουπί. Οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ τήν έκαναν με άχυρα ή φλούδες από σπόρους και την περιτύλιγαν με χρωματιστά υφάσματα. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν βοδινές κύστες φουσκωμένες και ραμμένες. Οι Ευρωπαίοι του μεσαίωνα και της αναγέννησης χρησιμοποιούσαν μια μπάλα σχήματος οβάλ γεμάτη με αλογότριχες. Στην Αμερική η μπάλα, φτιαγμένη από καουτσούκ, πηδούσε όσο πουθενά αλλού στον κόσμο. Οι χρονικογράφοι της ισπανικής Αυλής διηγούνται ότι ο Ερνάν Κορτές χτύπησε κάτω με τα χέρια μια μεξικανική μπάλα και την έκανε να πετάξει ψηλά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτοκράτορα Καρόλου. Ο ελαστικός θάλαμος, φουσκωμένος με τρόμπα και καλυμμένος από δέρμα, γεννήθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα χάρη στην εφευρετικότητα του Τσαρλς Γκουντγίαρ, ενός Βορειοαμερικανού από το Κονέκτικατ. Και χάρη στην εφευρετικότητα των Τοσολίνι, Βαλμπονέζι και Πόλο, τριών Αργεντινών από την Κόρντομπα, γεννήθηκε, πολύ αργότερα, η μπάλα χωρίς ραφή. Αυτοί εφεύραν το θάλαμο με βαλβίδα που φούσκωνε με ένεση αέρα, και από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’38 κατέστη δυνατή η κεφαλιά χωρίς κίνδυνο τραυματισμού από το νήμα, που μέχρι τότε έδενε την μπάλα. Μέχρι τα μέσα του αιώνα η μπάλα ήταν χρώματος καφέ. Έπειτα έγινε άσπρη. Στις μέρες μας υπάρχουν διάφορα μοντέλα, μαύρα σε άσπρο φόντο. Τώρα έχει περίμετρο εβδομήντα εκατοστών και καλύπτεται από πολυουραιθάνη πάνω σε αφρό πολυαιθυλενίου. Είναι αδιάβροχη, ζυγίζει λιγότερο από μισό κιλό και κινείται πολύ πιο γρήγορα από την παλιά δερμάτινη μπάλα, που γινόταν τρομερά βαριά τις βροχερές μέρες. Έχει πολλά ονόματα: ο σφαιρικός, η στρογγυλή, ο χρήσιμος, η σφαίρα, το τόπι, το βλήμα. Αντίθετα, στη Βραζιλία ουδείς αμφιβάλλει ότι είναι γυναίκα. Οι Βραζιλιάνοι την αποκαλούν χοντρούλα (gorduchinha) ή μικρή (menina), και της δίνουν ονόματα, όπως Μαρικότα, Λεονόρ ή Μαργκαρίτα. Ο Πελέ τη φίλησε στο Μαρακανά όταν έβαλε το χιλιοστό του γκολ, και ο Ντι Στέφανο τής ανήγειρε μνημείο στην είσοδο του σπιτιού του, μια μπρούντζινη μπάλα με μια πλάκα που γράφει: Ευχαριστώ, δικιά μου. Είναι πιστή. Στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’30 οι δυο ομάδες απαίτησαν να παίξουν με τη δική τους μπάλα. Σοφός σαν τον Σολομώντα, ο διαιτητής αποφάσισε να παίξουν στο πρώτο ημίχρονο με την μπάλα των Αργεντινών και στο δεύτερο ημίχρονο με τη μπάλα των Ουρουγουανών. Στο πρώτο ημίχρονο κέρδισε η Αργεντινή και στο δεύτερο η Ουρουγουάη».

Το σίγουρο είναι ότι από εκεί ψηλά ο Εδουάρδο θα επιμένει ότι: «Παρόλο που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει γίνει περισσότερο για τις επιχειρήσεις και λιγότερο για το ίδιο το παιχνίδι, εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο είναι μέρος για τα πόδια που παίζουν και για τα μάτια που το βλέπουν».

 

Μάκης Διόγος Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet