Εάν δεχτούμε ότι η πολύκροτη υπόθεση της παραβίασης του απόρρητου των συνδιαλέξεων αφορά μία ή δυο-τρεις περιπτώσεις εκτροπής από μια κατάσταση κανονικότητας που γενικά το σέβεται, τότε δεν χρειάζεται να ανησυχήσουμε ιδιαίτερα. Αρκεί να επιδιώξουμε και να πετύχουμε την ανατροπή της κυβέρνησης και την ανάδειξη μιας άλλης, με δημοκρατική ευαισθησία. Το ίδιο και αν θεωρήσουμε τη σχετική δράση των μηχανισμών των μυστικών υπηρεσιών σαν παρέμβαση μιας παρακρατικής πρακτικής σε έναν κατά τα άλλα διαφανή και δημοκρατικά ελεγχόμενο κρατικό θεσμό.
Θεσμοθετημένο το απαράδεκτο καθεστώς
Δυστυχώς, μια τέτοια εκδοχή είναι αστήριχτη. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να ίσχυε υπό άλλες συνθήκες, η παρούσα πραγματικότητα την απορρίπτει τουλάχιστον ως ανεπαρκή. Ο νέος διοικητής της ΕΥΠ, στη θέση εκείνου που, επίσημα, αποπέμφθηκε γιατί έσφαλε, διακηρύσσει ως θεσμικά κατοχυρωμένη τη θέση ότι είναι εκ των προτέρων ύποπτος και υποψήφιος για παρακολούθηση κάθε πολίτης. Δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η παρακολούθηση είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Επίσης, ο πρωθυπουργός δεν αμύνεται απλά ισχυριζόμενος ότι δεν γνώριζε, διακηρύσσει ότι το θεσμικά κατοχυρωμένο πλαίσιο δεν επιτρέπει σε κανέναν να γνωρίζει αν και γιατί παρακολουθείται. Δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία για το θεσμικά κατοχυρωμένο καθεστώς αδιαφάνειας και παντελούς έλλειψης δημοκρατικού ελέγχου σαν συστατικό στοιχείο του «φυσικού» τρόπου λειτουργίας αυτών των υπηρεσιών. Κάθε άλλη εκδοχή είναι εθνικά ύποπτη και προδοτική.
Όλα αυτά έχουν θεσμοθετηθεί και λειτουργούν στην πράξη ως κανονικότητα. Όποιος θέλει, λοιπόν, να ασχοληθεί σοβαρά με το πρόβλημα-παγόβουνο, του οποίου τώρα βλέπουμε μόνο την κορυφή, δεν αρκεί να το αντιμετωπίσει απλά σαν δυνατότητα δικαιολογημένης και αναγκαίας όξυνσης της αντιπολιτευτικής τακτικής εναντίον της κυβέρνησης της ΝΔ, χωρίς να υποβαθμίζονται, βέβαια, τα κοινωνικά και οικονομικά μέτωπα αιχμής. Είναι ευκαιρία να εξηγήσει στον κόσμο που παρακολουθεί με αγανάκτηση και ανησυχία τις εξελίξεις, το ρόλο και το πλαίσιο λειτουργίας αυτών των μηχανισμών και να τονίσει τους κινδύνους που περικλείει η ίδια η ύπαρξη και λειτουργία τους. Και να περιγράψει, βέβαια, με σαφήνεια και επάρκεια με ποιους τρόπους μπορούν να περιοριστούν θεσμικά οι κίνδυνοι και να ελεγχθούν δημοκρατικά οι φορείς αυτής της εξουσίας.
Ολοκληρωμένη απάντηση από την αριστερά
Από την άποψη αυτή, δεν θα έπρεπε να είμαστε ικανοποιημένοι από τη μέχρι τώρα συνεισφορά των κομμάτων της αριστεράς στη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση. Ακόμα και το ΚΚΕ, που είχε στη Βουλή την πιο ολοκληρωμένη από τη σκοπιά του ανάλυση του τρόπου, του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας και του ρόλου της υπαρκτής υπηρεσίας πληροφοριών, αφενός άφηνε τελικά την εντύπωση ότι στις σημερινές συνθήκες ελάχιστα πράγματα μπορεί να διεκδικήσει και να πετύχει το λαϊκό κίνημα στο πεδίο αυτό, αφετέρου δεν απαντούσε στο υπαρκτό ερώτημα κατά πόσο αποτελούν θεμιτό εργαλείο στα χέρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης, ακόμα και σοσιαλιστικής ή επαναστατικής. Και υπό ποιους όρους μπορεί να εξασφαλιστεί ένας τέτοιος ρόλος. Έμειναν, λοιπόν, έτσι αναπάντητα ερωτήματα για τη συγκεκριμένη πολιτική που οφείλει να διαμορφώσει μια επόμενη κυβέρνηση, στον αντίποδα της πολιτικής της ΝΔ, και για τα περιθώρια άσκησης στην πράξη μιας τέτοιας πολιτικής. Το γνωστό, δηλαδή, πρόβλημα της στρατηγικής του ΚΚΕ, που δεν διανοείται να διανοηθεί την ιδέα της διαρθρωτικής αλλαγής. Ενώ, από την άλλη, δεν είναι σε θέση να δει με κριτική ματιά την αρνητική πρακτική των λαϊκών δημοκρατιών, όπως και των σοσιαλιστικών, στον τομέα αυτό.
Τι χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ
Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, του οποίου ο πρόεδρος κατά τη συζήτηση στη Βουλή προχώρησε, στη δευτερολογία του, σε κατάθεση οκτώ προτάσεων* για την αλλαγή των όρων λειτουργίας της ΕΥΠ, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει μια καλά επεξεργασμένη και πειστική, δοκιμασμένη μέσα στο λαό, σχετική πολιτική. Πολύ περισσότερο που διεκδικεί άμεσα την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Και μάλιστα ως κορμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Πράγμα που σημαίνει αναζήτηση και ανεύρεση και κοινών τόπων με τους δυνάμει κυβερνητικούς εταίρους.
Ο ίδιος θα όφειλε να νιώθει περισσότερο από κάθε άλλον την ανάγκη της έχοντας την εμπειρία της κυβερνητικής τετραετίας, κατά την οποία, στον τομέα αυτό ειδικότερα, βρέθηκε σαν βάρκα στον ωκεανό. Εκτεθειμένος όχι μόνο στους εγγενείς κινδύνους του συγκεκριμένου πεδίου, αλλά και σε αβάσιμες συχνά εκδικητικές κατηγορίες από την πλευρά της ΝΔ, που κοστίζουν πολιτικά. Σε έναν τομέα, μάλιστα, που, όπως αποδεικνύεται σήμερα, ο θεσμικός δημοκρατικός έλεγχος της συγκεκριμένης εξουσίας είναι τόσο πιο πολύ αναγκαίος όσο περισσότερο συκοφαντείται υποκριτικά από εκείνους που επί δεκαετίες τώρα τον διαμορφώνουν και τον εκμεταλλεύονται με βάση τα ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ενας τέτοιος έλεγχος θα έπρεπε να είμαστε πια πεισμένοι ότι χρειάζεται ολοκληρωμένη θεσμική θωράκιση και ενισχυμένες εγγυήσεις προστασίας των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όχι επί μέρους διορθώσεις.
*Ας τις επαναλάβουμε, καθώς δεν προβλήθηκαν ευρύτερα:
-Κατάργηση της απαγόρευσης ενημέρωσης των παρακολουθούμενων από την ΑΔΑΕ.
-Ακριβής προσδιορισμός της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας». (Γιατί όχι και στενός;)
-Τεκμηριωμένη αιτιολόγηση της εισαγγελικής άδειας για παρακολούθηση. (Γιατί όχι και περιοριστικός αριθμός αδειών;)
-Έγκρισή τους από πολυμελές όργανο με ανώτατους δικαστικούς.
-Κοινοποίηση της ταυτότητας και των συγκεκριμένων λόγων στο όργανο αυτό.
-Επιλογή διοικητή της ΕΥΠ από διαδικασίες της Βουλής. (Γιατί όχι και προσδιορισμός προσόντων και προϋποθέσεων;)
-Ενίσχυση της λειτουργίας της ΑΔΑΕ και έκφραση γνώμης για τις άδειες παρακολούθησης. (Γιατί όχι σύμφωνης γνώμης;)
-Εποπτεία της ΕΥΠ από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με άρση των προσχημάτων περί απορρήτου.