«Τώρα που πέθανε ο Τζούμας να προσέχεις, μείναμε οι δυο μας». Αυτά μου έλεγε φίλος που πέτυχα στον δρόμο πριν κάποιους μήνες. Εννοώντας πως είμαστε οι τελευταίοι δύο ενήλικες που δεν οδηγούν σε αυτή την πόλη. Αν και φαντάζομαι πως όλο και κάποιος άλλος θα υπάρχει εκεί έξω, το σχόλιο δεν είναι άστοχο. Στην Ελλάδα το να μην οδηγείς ταυτίζεται για τους περισσότερους με κάποια μορφή αναπηρίας, μια αντικοινωνική συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται. Και ακόμα περισσότερο με μια μορφή αναπηρίας από επιλογή, κάτι σαν αυτοτραυματισμός που δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί. Πώς γίνεται να κάνεις κάτι τέτοιο στον εαυτό σου;
Λοιπόν, δεν είμαι σίγουρος πως προέκυψε. Για αρχή γιατί μου αρέσει το περπάτημα. Και δεν μιλώ εδώ για βόλτες στη φύση ή στα δάση, που είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Μιλάω για το αστικό περπάτημα. Για την αίσθηση αυτή πως μπλέκεσαι στο πλήθος της πόλης και των δρόμων, πως μετράς τις αποστάσεις με τον βηματισμό σου, πως παρατηρείς τις λεπτομέρειες και έχεις το δικαίωμα να σταματάς και να κοιτάς, να εξετάζεις και να ξεφεύγεις από την τροχιά σου. Να ακούς μουσική εναρμονίζοντας τον βηματισμό σου με τον ρυθμό του τραγουδιού. Το πλεονέκτημα αυτό που έχεις να κουβαλάς τις σκέψεις και τα προβλήματά σου στο κεφάλι σου ενώ μετακινείσαι και να είσαι ολόκληρος μια κάθετη μόνωση, μια συσσωρευμένη σκέψη που διέρχεται ανάμεσα σε σώματα και αστικές κατασκευές.
Αν το καλοσκεφτούμε η Αθήνα δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη. Ακόμα και αν είναι τεράστια, όλα συμβαίνουν στο περιορισμένο κέντρο της. Το περπάτημα δεν είναι μια παράλογη επιλογή αν μένεις κοντά στο κέντρο. Αλλά εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα. Σε αντίθεση με τις σοβαρές μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, η Αθήνα σου επιβάλει να μετακινείσαι με αμάξι. Δεν ξέρω κανέναν στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο ή τη Ρώμη που να χρησιμοποιεί αμάξι (τουλάχιστον κανέναν στην ηλικία μου). Οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι κάτι πρακτικό και αυτονόητο. Κάτι λειτουργικό και ανέξοδο. Δεν υπάρχει άλλη πόλη τόσο εγκληματικά αδιάφορη για τη μετακίνηση των πολιτών, με πακτωμένα λεωφορεία, με ένα δίκτυο μετρό που εξυπηρετεί ένα ελάχιστο κομμάτι της πόλης, με δρομολόγια πιο αραιά από τρίχες στο μουστάκι εφήβου. Όπως σε τόσες περιπτώσεις, το κράτος αδιαφορεί για σένα. Και δεν διστάζει να στο τρίβει στη μούρη.
Είναι επίσης και εκείνη η άλλη αίσθηση. Αυτή που έρχεται από τη δεκαετία του ‘90 που μεγάλωσα. Τότε το αμάξι ήταν το απόλυτο σύμβολο επίδειξης. Και κάθε οικογένεια έπρεπε να έχει δύο ή ακόμα και τρία αμάξια, γιατί πώς αλλιώς να γίνει; Το αμάξι ως σύμβολο ενός ανεστραμμένου κενού που συνδυάζει την ευκολία με την προβολή. Ο αντικομφορμισμός της περιόδου επέβαλε πιο πολύ να σνομπάρεις τα αμάξια παρά να έχεις ένα.
Ίσως να φταίει πως μεγάλωσα στην Κυψέλη και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έβλεπα ανθρώπους να σκοτώνονται για μια θέση παρκινγκ. Ή ίσως το γεγονός πως οι Έλληνες είναι μακράν οι χειρότεροι και πιο χυδαίοι οδηγοί που θα συναντήσεις σε όλη την Ευρώπη (και εδώ περιλαμβάνω και τα Βαλκάνια. Ναι και εκεί ακόμα δεν είναι τόσο απαράδεκτοι όσο είμαστε εδώ). Μια οδική συμπεριφορά που θυμίζει περισσότερο Τουρκία ή Αίγυπτο, ή όπως λένε οι πιο πολυταξιδεμένοι, τη βαθύτερη Ανατολή.
Και αν τα γράφω όλα αυτά δεν είναι τόσο για να δικαιολογηθώ, θεωρητικοποιώντας μια άποψη που όλο και περισσότερο με δυσκολεύει. Όσο για να αποχαιρετήσω μια επιλογή. Βλέπετε καμιά φορά η πρακτικότητα της ζωής χλευάζει τις απόψεις μας. Και η ανάγκη είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.
Αφού λοιπόν μάθω να οδηγώ, υπόσχομαι ένα παρόμοιο ακριβώς άρθρο στην ίδια ακριβώς στήλη με τίτλο: «Γιατί έμαθα να οδηγώ».