Γιάννης Μπαλαμπανίδης «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς», εκδόσεις Πόλις, 2022
Έχει έρθει η ώρα η νέα γενιά διανοητών να αρχίσει να τραβά εκείνες τις στιγμιαίες διανοητικές φωτογραφίες για τις οποίες είναι τόσο γνωστός ένας μεγάλος δάσκαλος όλων μας, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Ο «Μπαλιμπάρ» της γενιάς μου (έτσι τον λέγαμε παλιά) το αποτόλμησε, και το αποτέλεσμα θεωρώ πως τον δικαιώνει.
Το πολιτικό πανόραμα του σύγχρονου (κυρίως του δυτικού) κόσμου φιλοτεχνείται από τον καλό συνάδελφο (και φίλο), Γιάννη Μπαλαμπανίδη, από τη βαρδιόλα ενός αριστερού που στέκεται κοντά στο κέντρο του πολιτικοϊδεολογικού φάσματος. Από αυτή τη σκοπιά ανασκοπεί τις ανακατατάξεις που έγιναν κυρίως στο ευρύ κέντρο και μετατόπισαν τον πολιτικό άξονα προς τα δεξιά. Αυτή η οπτική γωνία είναι που λείπει από την Αριστερά: το μεγάλο γήπεδο, οι δυσκίνητες πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες, η αειπάρθενη ανάγκη για μια προωθητική συνύπαρξη πολιτικής σύγκρουσης και πολιτικής συνεργασίας/συναίνεσης.
Βέβαια, ο συγγραφέας προσδιορίζει αποφασιστικά το δημοκρατικό πεδίο άσκησης πολιτικής, σε απόσταση ασφαλείας από τον αντι-λαϊκισμό και την πολιτική διαχείριση: ο λαός είναι η νομιμοποιητική αρχή της νεoτερικότητας, ενώ οι συγκρούσεις είναι τόσο αναπόφευκτες όσο και ζωογόνες για τη δημοκρατία. Ωστόσο, ο Γ. Μπαλαμπανίδης κατανοεί ότι η ανάγκη για ισχυρές ταυτότητες και διαχωριστικές γραμμές, που επιτρέπουν τη μαζική δημοκρατική πολιτική, αφενός δεν πρέπει να μας οδηγεί ούτε στην υιοθέτηση μιας μονομερούς σμιτιανής διάκρισης μεταξύ εχθρού και φίλου ούτε και στον κατακερματισμό της πολιτικής των ταυτοτήτων.
Εδώ θα ήθελα να σταθώ και να σημειώσω ότι προσυπογράφω την άποψη του συγγραφέα πως η σύγκρουση οφείλει να αναζητά τα όριά της. Όχι μόνο γιατί κάθε πολιτική, όπως έχει καταδείξει με μαεστρία σε πρόσφατο βιβλίο του ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής («Το πολιτικό», εκδόσεις Έρμα, 2021) (οφείλει να) είναι ένα μείγμα σύγκρουσης και συναίνεσης/συνεργασίας, αλλά και γιατί η σύγκρουση πέρα από ένα όριο χάνει τον στόχο της. Θα το θέσω απλά και σύντομα: α) η σύγκρουση δύο στρατών πέρα από ένα όριο μπορεί να οδηγήσει σε «πύρρειο νίκη», δηλαδή σε επικείμενη ήττα, β) η πνευματική/ιδεολογική σύγκρουση πέρα από ένα όριο δημιουργεί συνήθως συμπαγή «στρατόπεδα» και «σχολές» που δεν επιτρέπουν την ανοιχτή συζήτηση, την ανταλλαγή, τη σύνθεση, την καινοτομία, γ) η σύγκρουση μεταξύ πολιτικών ομάδων/παρατάξεων/κομμάτων, κ.λπ., πέρα από ένα όριο οδηγεί σε ασυμφιλίωτη πόλωση και αδυναμία κοινής διαχείρισης των κοινών υποθέσεων, για να μείνω μόνο σε μερικά βασικά παραδείγματα.
Μεγάλη αρετή του βιβλίου, επίσης, αποτελεί και η διεισδυτική κριτική στη Σοσιαλδημοκρατία που, εκτός από την ιδεολογική διολίσθηση στα νεοφιλελεύθερα δόγματα, περιλαμβάνει και την παραγνώριση των ταυτοτικών αιτημάτων, την αποτυχία διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος, την αδυναμία επεξεργασίας μιας ιδέας οργάνωσης της διεθνούς κοινότητας, καθώς και την καταστροφική εγκατάλειψη του πρωτείου της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Δεδομένων όλων αυτών, όμως, φοβάμαι πως η κριτική μας οφείλει να πάει ένα βήμα πιο πέρα: η Σοσιαλδημοκρατία (παίρνοντας τη σκυτάλη από τη σταλινική Αριστερά και πριν τη δώσει στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά) ανακοίνωσε το τέλος της Ιστορίας (πλήρης απασχόληση, οκτάωρο, κοινωνικό κράτος). Το σοσιαλδημοκρατικό ποδήλατο σταμάτησε και η Σοσιαλδημοκρατία έπεσε. Δεν θέλησε να επιχειρήσει ένα περαιτέρω βήμα προς την ανθρώπινη χειραφέτηση, γεγονός που προφανώς θα την έστρεφε έτι περαιτέρω προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να υποκύψει σε αυτούς που εγγυούνταν ότι η πολιτική ακόμα μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας.
Ο συγγραφέας αγγίζει, επίσης, ένα εξίσου σημαντικό θέμα, αυτό των γενεών. Αφού προσδιορίσει τα διακριτικά γνωρίσματα των «μεγάλων» πλέον παιδιών του Μαρξ και της Coca Cola, καθώς και τα αντίστοιχα του Netflix και της επισφάλειας, διατυπώνει ένα κρίσιμο ερώτημα που ακόμα αναζητεί μια πειστική απάντηση: ποιο θα μπορούσε να είναι το πρόταγμα πολιτικής εκπροσώπησης των Millennials και της Generation Z;
Σίγουρα, όπως καταλήγει ο Γ. Μπαλαμπανίδης, οι έννοιες της προόδου και της συντήρησης, καθώς και οι αντίστοιχες της Αριστεράς και της Δεξιάς, συνεχίζουν να προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το νοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να αναζητηθούν οι απαντήσεις στα πιεστικά ερωτήματα που συνοδεύουν τους ρευστούς καιρούς στους οποίους ζούμε. Γράφοντας με καλλιέπεια αλλά χωρίς επιτήδευση, αποτυπώνοντας τη διεθνή συζήτηση με σύγχρονους όρους τόσο βιβλιογραφικά όσο και πολιτικά, αξιοποιώντας viral στοιχεία της pop culture, ο συγγραφέας, βραβευμένος πλέον και ως λογοτέχνης, θέλησε να μας μεταδώσει την απαισιοδοξία και την αισιοδοξία του διανοητικού του ειδώλου, του Γκράμσι, χωρίς να μας κάνει να βαρεθούμε. Προσωπικά, έκλεισα το βιβλίο και σκέφτηκα τον Γιάννη να μειδιά και με τα λόγια του Χομπσμπάουμ (που αυτός μετέφρασε) να μας λέει: μην ανησυχείτε, τίποτα καλό δεν θα βγει από όλα αυτά, αλλά δεν θα κρατήσουν και για πάντα.