Βαριά και μη αναμενόμενη η ήττα της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων στο δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα στη Χιλή, την περασμένη Κυριακή (4/9). Με το θριαμβευτικό 61,9% απορρίφτηκε το προτεινόμενο νέο Σύνταγμα (7,8 εκατ. ψήφοι), ενώ εγκρίθηκε από το 38,1% (4,2 εκατ. ψήφοι). Η πρώτη φορά μετά το 2012 υποχρεωτικότητα της ψήφου ανέβασε τη συμμετοχή στο 85% (13 εκατ.) και διεύρυνε το εκλογικό σώμα με περίπου 2 εκατ. νέους ψηφοφόρους και 4 περίπου εκατ. από το β’ γύρο των προεδρικών εκλογών (Δεκέμβρης 2021). Η μεγάλη νίκη της «απόρριψης» καταγράφηκε σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας ακόμα και στο Σαντιάγο και το Βαλπαραίσο, τα λίκνα της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, με μικρότερη διαφορά.
Η προεκλογική καμπάνια ήταν ιδιαίτερα πολωτική με τη Δεξιά να διαχέει συστηματικά τον φόβο και την ανασφάλεια για το χάος και τα δεινά των πολιτών αν υπερψηφιστεί το νέο Σύνταγμα με ψευδείς ειδήσεις από τα συστημικά ΜΜΕ και κυρίως από τα ΜΚΔ. Ενδεικτικά, απώλεια της «χιλιανότητας» και του ενιαίου χαρακτήρα του κράτους, αδυναμία ελεύθερης πρόσβασης των πολιτών σε όλη την επικράτεια, χειροτέρευση των συνθηκών στην υγεία και ασφάλιση αν αποιδιωτικοποιηθούν και τόσα άλλα. Η καμπάνια του «εγκρίνω» ήταν κατώτερη των αναγκών, ενώ έγιναν και λανθασμένες πολιτικές κινήσεις. Επιπρόσθετα, η προσχώρηση στην επιλογή της «απόρριψης» –με διαφοροποιήσεις από τη Δεξιά– υπολογίσιμου τμήματος της Κεντροαριστεράς τραυμάτισε την αξιοπιστία και συνοχή του «εγκρίνω» και της κυβέρνησης. Τελικά, από την παλιά ηγετική φρουρά του ΣΚ μόνο η πρώην πρόεδρος Μ. Μπατσελέ στήριξε έμπρακτα την «έγκριση».
Γιατί καταψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα;
Οι παράγοντες που επηρέασαν το αποτέλεσμα είναι πολλοί και ο καθένας με το δικό του ειδικό βάρος. Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου καταγράφονται, χωρίς αυστηρή αξιολογική σειρά, εκείνοι που θεωρούνται από αναλυτές-τριες ως οι πιο σημαντικοί.
α) Ταύτιση της στήριξης στην κυβέρνηση με την έγκριση του προτεινόμενου Συντάγματος, που λειτούργησε μάλλον θετικά για το μικρό διάστημα που η Συντακτική Συνέλευση δεν είχε αμφισβητηθεί και η νέα κυβέρνηση είχε υψηλό σχετικά ποσοστό στήριξης. Πριν το δημοψήφισμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η στήριξη στην κυβέρνηση είχε μειωθεί στο 39% και υπήρχε έκδηλη δυσαρέσκεια για τη μη προώθηση βασικών προεκλογικών δεσμεύσεών της όπως αλλαγή φορολογικού συστήματος, σταδιακή αποιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας, παιδείας, ασφάλισης, αλλά και της όξυνσης της εμπόλεμης κατάστασης στις περιοχές των ιθαγενών Μαπούτσε. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των ατόμων που προσέλαβαν και έπραξαν σαν το δημοψήφισμα για το Σύνταγμα να είναι στήριξη ή όχι στην κυβέρνηση, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Σ’ αυτήν τη λογική και το μήνυμα του πρώην υποψήφιου προέδρου της Δεξιάς – Ακροδεξιάς μετά τα αποτελέσματα: «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο θρίαμβος της απόρριψης είναι επίσης μια τεράστια αποτυχία του προέδρου και όλης της κυβέρνησής του».
β) Η στρατηγική της Δεξιάς. Η Δεξιά ψήφισε στο δημοψήφισμα του 2019 «όχι σε νέο Σύνταγμα» (22%). Σ΄ αυτήν τη συγκυρία, λαμβάνοντας υπόψη και τα αποτελέσματα του 2019, τάχθηκε υπέρ ενός νέου Συντάγματος, επιδιώκοντας έτσι να βγει από το κάδρο του πινοσετισμού. Η στάση αυτή της επέτρεψε, μεταξύ άλλων, να διευρύνει κοινωνικά και πολιτικά την υπερψήφιση της επιλογής της για «απόρριψη» του προτεινόμενου «διχαστικού» Συντάγματος. Είχε προηγηθεί η υπονόμευση–απαξίωση της Συντακτικής για άμεση τροποποίηση Συνέλευσης (ΣΣ) με συστηματική διάδοση ψευδών ειδήσεων στα ελεγχόμενα ΜΜΕ και στα ΜΚΔ. Τελικά, με τη συμβολή των πολιτικών και οικονομικών ελίτ τα κατάφερε. Να επισημανθεί ότι η έλλειψη ενημέρωσης από την πλευρά της ΣΣ υπήρξε ένας παράγοντας που διευκόλυνε τα σχέδια απαξίωσή της.
γ) Η μετατόπιση του Γκ. Μπόριτς. Πριν το δημοψήφισμα και ενώ είχε διαφανεί ότι το Σύνταγμα θα απορριφθεί ο Γκ. Μπόριτς, προφανώς για να καθησυχάσει τους δημοκρατικούς πολίτες που ενώ θέλουν να νέο Σύνταγμα που δεν θα θεσμοποιεί τα προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού διστάζουν, ή ορθότερα φοβούνται να ψηφίσουν το «διχαστικό» και «ακραίο» Σύνταγμα, ανακοινώνει τη δεσμευτική συμφωνία των δέκα κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση (και το ΚΚ Χιλής) ότι αν εγκριθεί το νέο Σύνταγμα να τροποποιήσουν άμεσα τα διχαστικά άρθρα. Αναγνωρίζει, δηλαδή, εκ των προτέρων ότι όντως το Σύνταγμα έχει προβλήματα. Η ανακοίνωση αυτή είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα και ταυτόχρονα ανέδειξε τη στροφή της κυβέρνησης προς το Κέντρο και την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία.
Οι νέες συνταγματικές διαδικασίες
Η μεγάλη αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην κοινωνία εκ των πραγμάτων μετατοπίζει συνολικά το πολικό τοπίο, προς το παρόν, προς το Κέντρο τόσο ως προς τις νέες συνταγματικές διαδικασίες, όσο και ως προς το περιεχόμενο του νέου πλέον Συντάγματος.
Όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα στηρίζουν τις νέες διαδικασίες για ένα «καλό Σύνταγμα που θα ενώνει και δεν θα διχάζει την κοινωνία και θα εκφράζει το σύνολο και όχι μόνο ένα μέρος της». Ωστόσο, παρά την ειδική συνεδρίαση στη Βουλή των ηγετών των κομμάτων την περασμένη Δευτέρα, δεν έχουν ακόμα διατυπωθεί συγκεκριμένα και δημόσια οι προτάσεις τους σχετικά με α) τις διαδικασίες κατάρτισής του (π.χ. εκλογή νέας Συνταγματικής Συνέλευσης ή Βουλή με Γερουσία και ειδική επιτροπή συνταγματολόγων όπου η Δεξιά και οι σύμμαχοί της διαθέτουν μεγάλη πλειοψηφία;) και β) το περιεχόμενο σε καίρια ζητήματα, όπως η πολυεθνότητα της Χιλής και τα δικαιώματα των ιθαγενών λαών, εύρος κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, η αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας, οι περιβαλλοντικές κ.ά. προϋποθέσεις για εξορύξεις, οι αποιδιωτικοποιήσεις.
Αυτό που προέκυψε από τη συνεδρίαση της Δευτέρας είναι ότι το πιθανότερο είναι να μην υπάρξει «δημοψήφισμα εισόδου» («ναι ή όχι σε νέο Σύνταγμα») ούτε εκλογή Συνταγματικής Συνέλευσης και το δημοψήφισμα εξόδου (λόγω και άλλων εκλογών) εκλογών να διεξαχθεί στις 4/9/23, επέτειος 50 χρόνων του πραξικοπήματος της χούντας. «…χωρίς διακοπές, αλλά και χωρίς βιασύνη», όπως είπε και ο χριστιανοδημοκράτης πρόεδρος της Βουλής. Ας υπενθυμίσουμε ότι μέχρι τότε θα ισχύει το Σύνταγμα του Πινοσέτ.
Η στροφή του Γκ. Μπόριτς και της κυβέρνησης που ξεκίνησε πριν το δημοψήφισμα είναι πλέον ορατή μετά και από τις τελευταίες εξελίξεις: μικρός σε έκταση ανασχηματισμός της κυβέρνησης, αλλά πολιτικά ουσιαστικός, δηλώσεις όπως «αυτό που προέχει είναι η βούληση για διάλογο και συνεννόηση» πολιτών» και λείανση έως μη αναφορά σημαντικών αν όχι εμβληματικών, αλλά «διχαστικών» άρθρων του μη εγκριθέντος Συντάγματος. Οι εξελίξεις τρέχουν και θα τις παρακολουθούμε.
Στους δρόμους και στις πλατείες επικρατεί περίεργη ησυχία. Η ήττα και η βαθειά απογοήτευση θέλουν τον χρόνο τους για τη συνειδητοποίησή της και αναστοχασμό πριν την όποια τύπου αντεπίθεση. Αν και η κοινωνική εξέγερση του 2019 και ό,τι αυτή παρήγε μοιάζουν να είναι «τελειωμένα», ας περιμένουμε.