Ο Μιχάλης Νικολακάκης, διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, με ειδίκευση στον τουρισμό, μιλά στην Εποχή για την πορεία του φετινού καλοκαιριού στην Ελλάδα, τον παράγοντα των γεωπολιτικών εξελίξεων, την αδυναμία των Ελλήνων για διακοπές και το ζήτημα της σύνδεσης των τοπικών οικονομιών με το τουριστικό προϊόν.
Πώς μπορούμε να περιγράψουμε τις τρέχουσες εξελίξεις που συνδέονται με τον τουρισμό; Σε ό,τι αφορά τους ξένους τουρίστες, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες που φαίνεται να μειώνονται, και την επίδραση τους στις τοπικές οικονομίες;
Νομίζω ότι έχει νόημα να δούμε τις εξελίξεις στον τουρισμό του φετινού καλοκαιριού, μέσα στο περιβάλλον των έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων της τελευταίας τετραετίας. Ο ελληνικός τουρισμός είχε μια εξαιρετική, ως προς τα μεγέθη, χρονιά, σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας, επειδή η σημαντική αύξηση της ζήτησης επέτρεψε στον ιδιωτικό τομέα να ενσωματώσει πλήρως της πληθωριστικές τάσεις, που έτρεχαν ήδη πριν την ουκρανική κρίση. Έχει επίσης σημασία να δούμε τα αποτελέσματα του ελληνικού τουρισμού σχετικά με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε περιφερειοποίηση της οικονομίας. Θέλω να πω με αυτό ότι η ουκρανική κρίση οδήγησε σε ανακατανομές των ροών των εισερχόμενων τουριστών, την ώρα που το γενικότερο μοτίβο ήταν αυτό που έχει ονομαστεί συχνά και revenge tourism, δηλαδή μια επιθετική αύξηση της ζήτησης σε όλους του μεσογειακούς προορισμούς σε απάντηση του 3χρονου αναγκαστικού εγκλεισμού. Στη χώρα μας είχαμε απώλειες σε ό,τι αφορά τους ρώσους τουρίστες, οι οποίες όμως υπεραναπληρώθηκαν από ευρωπαίους και αμερικανούς τουρίστες. Αντιθέτως, π.χ. η Κύπρος, η οποία αποτελεί παραδοσιακά προορισμό για ρώσους τουρίστες, αλλά δεν ευθυγραμμίστηκε με τη γεωπολιτική στάση της Ρωσίας, παρουσίασε σημάδια στασιμότητας παρά τη γενικότερη τάση αύξησης των ροών σε όλη τη Μεσόγειο. Έχει νόημα επομένως να βλέπουμε αυτή τη διαδικασία ως δραστηριότητες που επηρεάζονται άμεσα και ποικιλοτρόπως από αυτές τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Τέλος, ο τουριστικός τομέας, τόσο η φιλοξενία, όσο και η εστίαση, ενσωμάτωσε τη διαφαινόμενη από το 2021 αύξηση στις τιμές, εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Παράπλευρη απώλεια αυτής της διαδικασίας ήταν ότι από πολλούς παραδοσιακούς τουριστικούς προορισμούς και νησιά εκτοπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι έλληνες καταναλωτές και πάνω σε αυτό το δεδομένο έχει αναπτυχθεί ένας ενδιαφέρον δημόσιος λόγος για το «τέλος του ελληνικού καλοκαιριού». Η συζήτηση αυτή, όμως, έχει περισσότερο να κάνει με το κοινωνικό δικαίωμα στη σχόλη και στην αναψυχή, καθώς η πληθωριστική κρίση τείνει να μεταμορφώσει τις διακοπές σε προνόμιο για τους λίγους, και λιγότερο με τις ίδιες της επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού, οι οποίες αντικειμενικά ήταν θετικές. Για τον παραπάνω λόγο έχει νόημα σε αυτές τις συνθήκες να συζητήσουμε και για ένα τελείως αναμορφωμένο και διευρυμένο πλαίσιο κοινωνικού τουρισμού που θα μπορούσε να διαμορφωθεί στη χώρα.
Μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις για το μέλλον;
Σε βραχυπρόθεσμη βάση τα μηνύματα είναι θετικά, αν εξαιρέσει κανείς την απροσδιόριστη έκταση και ένταση της πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης, η οποία αναπόφευκτα θα συρρικνώσει τα εισοδήματα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Αν θέλουμε, βέβαια, να κάνουμε μεσοπρόθεσμες προβλέψεις, πρέπει να δούμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός στην προοπτική του πράσινου μετασχηματισμού της οικονομίας και της μετάβασης σε ένα διαφορετικό πρότυπο διαχείρισης της ενέργειας, των απορριμμάτων, των υδάτινων αποθεμάτων και εν γένει των απαραίτητων υποδομών για τη λειτουργία του τουριστικού οικονομικού κυκλώματος.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα υπάρχει ένα θέμα περί μοντέλου. Σε όλες τις τουριστικές περιοχές υπάρχει το ζήτημα της σύνδεσης των τουριστικών υπηρεσιών με την τοπική οικονομία. Και στις περιφέρειες όπου συζητείται αυτό το θέμα δεν φαίνεται να έχει βρεθεί ο τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα.
Ο τουρισμός στις περισσότερες κλειστές ή απομονωμένες γεωγραφικά οικονομίες όπου αναπτύχθηκε ιστορικά, έχει την τάση να ανταγωνίζεται τους υπόλοιπους οικονομικούς κλάδους. Σε πολλές χώρες με έντονη συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ, ή σε μικρές νησιωτικές οικονομίες, παρατηρείται η τάση τα τοπικά κεφάλαια να κατευθύνονται σε αυτόν και όχι σε άλλα τμήματα της παραγωγικής αλυσίδας. Είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό του κλάδου. Αυτό το ζήτημα είναι μια πρόκληση για την Ελλάδα, όπως σε πολλές χώρες. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και κάποιες ειδικά ελληνικές προκλήσεις ή προβλήματα. Η απουσία μέριμνας, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80, όταν τέτοιες πολιτικές ήταν πιο εύκολο να υλοποιηθούν για την ανάπτυξη των κλάδων αυτών που θα τροφοδοτούσαν την τουριστική κατανάλωση, άφησε ένα «αναπτυξιακό» κενό στην ελληνική οικονομία. Τις σημερινές δυνατότητες, όμως, έχει νόημα και αυτές να τις δούμε υπό τη σκιά της γεωπολιτικής. Οι δραστηριότητες που συνδέονται με τον τουρισμό, από την κατασκευή ως την πορτοκαλάδα, στηρίζονται σε απολύτως διεθνοποιημένες αλυσίδες αξίας, που τώρα αντιμετωπίζουν μια πολλαπλή κρίση. Έτσι, αυτή η κρίση διαμορφώνει ένα σύνολο αναπτυξιακών ευκαιριών, μαζί με τα προβλήματα που δημιουργεί, για την επέκταση της εγχώριας παραγωγής, στον πρωτογενή ή τον δευτερογενή τομέα, με έμφαση στους κλάδους εκείνους, π.χ. τα οικοδομικά υλικά, το έπιπλο, τον ιματισμό, την διατροφή, το καλλυντικό, τις τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας κ.ο.κ., για τους οποίους ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί μια τεράστια, συχνά ανεκμετάλλευτη, εσωτερική αγορά.
Αυτό το θέμα, όμως, είναι και θεσμικό. Αν είναι να προσφέρουν στην Κρήτη τα ξενοδοχεία κρητικά προϊόντα, κάποια οντότητα πρέπει να παρεμβαίνει.
Ναι, αλλά η ρύθμιση της αγοράς είναι σήμερα ευρωπαϊκή αρμοδιότητα και τμήμα των σκληρού ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου που αφορά την εσωτερική αγορά. Αφορά κομμάτια της αγοράς που είναι απολύτως απελευθερωμένα και στα οποία επί της ουσίας δεν μπορεί να υπάρξει ρύθμιση. Π.χ. δεν μπορεί, με το σημερινό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, το κράτος να επιδοτεί το ξενοδοχείο για να αγοράζει ελληνικά πορτοκάλια. Το κράτος μπορεί να υιοθετεί εργαλεία ήπιας πολιτικής, συστήματα σήμανσης και προβολής ιδιαίτερων προϊόντων εξαιτίας της περιβαλλοντικής, εθνικής ή τοπικής τους ιδιαιτερότητας τους ή να επιδοτεί τις επενδύσεις σε τμήματα της αλυσίδας αξίας που υπάρχουν προοπτικές, αλλά όχι άμεσο επενδυτικό ενδιαφέρον. Η ελληνική ξενοδοχειακή υποδομή δημιουργήθηκε μέσα από μια διαδικασία τεράστιων ανακατευθύνσεων πόρων, που έχει διαρκέσει σχεδόν 50 χρόνια, για την επιδότηση της δημιουργίας νέων κλινών. Σήμερα όμως επενδύσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο θα γίνουν ούτως ή άλλως, είτε το κράτος τις επιδοτήσει είτε όχι. Η πολιτική κρατικών ενισχύσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τα grands, για να έχει θετικό αναπτυξιακό πρόσημο, πρέπει να κατευθύνεται όχι σε τομείς με επενδυτικό ενδιαφέρον και διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά εκεί που εντοπίζονται αναπτυξιακές προοπτικές και χρηματοδοτικά κενά. Αυτό που έχει σημασία σήμερα είναι η επιδότηση της αποκατάστασης του περιβάλλοντος, φυσικού και δομημένου, καθώς και η επιδότηση των υπόλοιπων τμημάτων της αλυσίδας αξίας, που οδηγούν στην τελική τουριστική κατανάλωση. Νομίζω ότι την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πολλά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά στο μέλλον πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, όπως π.χ. η ενσωμάτωση των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ στο εθνικό σύστημα κρατικών ενισχύσεων και στη χρηματοδότηση του τουριστικού τομέα.
Εκτός από τις δραστηριότητες που συνδέονται με τον τουρισμό, υπάρχουν και άλλες δυνατότητες που δεν αξιοποιούνται, επειδή η ένταξη στον τομέα των τουριστικών δραστηριοτήτων είναι πιο εύκολη, ή φαντάζει πιο εύκολη.
Ναι, αλλά από την άλλη ο ίδιος ο τουρισμός παρέχει τις δυνατότητες για την ανάπτυξη συμπληρωματικών κλάδων της οικονομίας. Γιατί μπορεί να αξιοποιεί στην εσωτερική αγορά προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγές. Κατά τη δεκαετία του ‘90, όταν η οικονομία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά όλοι διαπιστώνανε το έλλειμμα στις εξαγωγές της, ο κλάδος που κατόρθωνε να κάνει εξαγωγές, ήταν τα κατασκευαστικά υλικά, επειδή είχε αναπτυχθεί μέσα σε μια εύρωστη εσωτερική αγορά λόγω τουρισμού. Είπαμε, όμως, ήδη ότι ο τουρισμός έχει την τάση να «κανιβαλίζει» άλλες δραστηριότητες. Π.χ. να αποστερεί κεφάλαια, να αναπροσανατολίζει τις πολιτικές ελίτ ή τις επιχειρηματικές ελίτ και σε μεγάλο βαθμό να αναπροσανατολίζει τις βιογραφίες των εργαζομένων στις τοπικές κοινωνίες, που εκτίθενται για πρώτη φορά στις διεθνείς τουριστικές ροές. Ταυτόχρονα, βέβαια, για την ελληνική κοινωνία ο τουρισμός αποτέλεσε για τουλάχιστον δύο γενιές και ένα τεράστιο μηχανισμό ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για διευρυμένα τμήματα του πληθυσμού και τη δυναμική επιθετικής επέκτασης του τις προηγούμενες δεκαετίες πρέπει να την βλέπουμε και υπό αυτό το πρίσμα.
Σε σχέση με την περιγραφή που κάνεις τώρα, δεν έχει επέλθει μια αλλαγή τα τελευταία χρόνια; Προς πολλές κατευθύνσεις. Έχουμε τη μικρή επιχειρηματικότητα στον τουρισμό, η οποία είναι εκτεταμένη, και έχει σοβαρά προβλήματα. Έχουμε και τη μισθωτή απασχόληση, η οποία εκτός του ότι είναι εποχική, είναι συχνά πρόσκαιρη, κακά αμειβόμενη. Δεν είναι αναγκαία π.χ. η βελτίωση των συνθηκών για τους μισθωτούς, όχι μόνο από άποψη μισθών, αλλά και από την άποψη της ασφάλειας των συνθηκών εργασίας;
Η μικρή επιχειρηματικότητα στον τουρισμό αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις, αλλά συνεχίζει να είναι παρούσα και να είναι δυναμική. Παρά τις τάσεις συγκέντρωσης στον ξενοδοχειακό κλάδο και το έλλειμμα ρευστότητας όλων των ΜΜΕ, ο τουρισμός συνεχίζει να είναι ένας τομέας δραστηριοποίησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, πάνω από όλα, ένα πεδίο που δημιουργεί, ακόμα και σήμερα, πολλές μορφές νέας επιχειρηματικής «ευκαιρίας». Π.χ. την τελευταία 5ετία ένα μεγάλο τμήμα του οικιστικού αποθέματος της χώρας έχει εκχρηματιστεί, μέσα από την βραχυχρόνια μίσθωση. Άρα ο τουρισμός συνεχίζει να δίνει ευκαιρίες επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και αναπαραγωγής ενός μοντέλου «πολυσθένειας», για να χρησιμοποιήσουμε την κλασσική έννοια του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Εκεί που οι συνθήκες είναι σημαντικά επιδεινωμένες, απ’ ό,τι π.χ. τη δεκαετία του ’80, είναι στη μισθωτή εργασία στον τουρισμό. Ως γνωστόν, η εργασία στον τουριστικό τομέα τείνει να είναι «αφανής», ενώ υπάρχουν μεγάλα προβλήματα οργάνωσής της μέσα από συλλογικές μορφές εκπροσώπησης. Είναι δύσκολο να εκπροσωπηθεί από τα παραδοσιακά σωματεία μια κατά βάση κινητική εργατική δύναμη. Π.χ. στην Ρόδο, στην Κέρκυρα, στην Κρήτη και στην Χαλκιδική υπάρχουν από την περίοδο της Μεταπολίτευσης παραδοσιακά εργατικά σωματεία. Όμως οι νέοι και οι νέες που δουλεύουν σε νέους τουριστικούς προορισμούς σε μπαρ, στην εστίαση κτλ, που είναι πάρα πολλοί, συχνά δεν μπορούν να εκφραστούν συνδικαλιστικά, με αποτέλεσμα να εντείνεται η «αφάνεια» της εργασίας στον τουρισμό. Παρεμπιπτόντως, η εργασία στον τουρισμό είναι σε μεγάλο βαθμό μια δραστηριότητα «πώλησης του εαυτού», συχνά με έντονα έμφυλα χαρακτηριστικά. Π.χ. η νέα ή ο νέος που σερβίρει σε ένα μαγαζί, είναι σε κάποιο βαθμό και η ίδια ή ο ίδιος κομμάτι του υπό πώληση προϊόντος και αυτό τους εκθέτει και σε διαφορετικές μορφές βίας απ’ ό,τι τους παραδοσιακούς μισθωτούς, που έχουν σαφώς διαφοροποιημένους ρόλους μέσα στον εργασιακό τους χώρο. Επομένως, αυτό που μπορεί να κάνει μια προοδευτική πολιτική στον τουρισμό, είναι να σκεφτεί σχετικά με αυτή την αφάνεια της εργασίας και να οικοδομήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της ορατότητας της εργασίας στον κλάδο.
Ας επανέλθουμε στο θέμα του θεσμικού πλαισίου, όχι μόνο σε σχέση με την εργασία, αλλά σε σχέση με το έλλειμμα παραγωγής. Μπορούμε για παράδειγμα να θέσουμε το θέμα του σχεδιασμού, που είναι μια προσέγγιση της Αριστεράς εδώ και αιώνες, θα μπορούσα να πω; Είναι εύστοχη μια τέτοια προσέγγιση;
Αν και συμφωνώ με μια τέτοια προσέγγιση, νομίζω ότι συχνά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει η Αριστερά τέτοια ζητήματα είναι μια δόσης νοσταλγίας για τα ‘80ς. Εννοώ μια νοσταλγία για τα κυρίαρχα ρεύματα οικονομικής πολιτικής της δεκαετίας του ‘70 και του ’80, τα οποία όμως ιστορικά ηττήθηκαν όχι από τις αποτυχίες αυτών των πολιτικών, αλλά από τη διεθνή κατίσχυση μορφών οικονομικής διακυβέρνησης, που συνδέονται με αυτό που θα ονομάζαμε «συναίνεση της Ουάσιγκτον». Η ιδέα, δηλαδή, ότι το πρόβλημα είναι το έλλειμμα κρατικής αναπτυξιακής πολιτικής είναι γόνιμη μόνο στον βαθμό που απαντάει στο ερώτημα του τι σημερινά και άμεσα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από την εκ νέου δραστηριοποίηση των κρατικών εργαλείων σχεδιασμού.
Μήπως, όμως, αυτή η ιδέα επανέρχεται σήμερα με ένα πολύ ευρύτερο περιεχόμενο σε ό,τι αφορά τους στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής και του σχεδιασμού: την ανάγκη της ενεργειακής μετάβασης, την προσαρμογή στις αλλαγές της παγκοσμιοποίησης, την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σχετικά με τα καιρικά φαινόμενα, τις γεωγραφικές ή χρονικές μετατοπίσεις οικονομικών δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων είναι και ο τουρισμός;
Ακόμα και διανοούμενοι που είχαν πλήρως ασπαστεί τον νεοφιλελευθερισμό, π.χ. ο Anthony Giddens, όταν ξεκίνησε στη σκιά των πρώτων εκθέσεων του IPCC, να τίθεται το ζήτημα της αναγκαιότητας συρρίκνωσης των περιβαλλοντικών εκπομπών, αντιλαμβάνονταν ότι το εγχείρημα της διεθνούς συντονισμένης μείωσης των εκπομπών CO2 ήταν στην πραγματικότητα ένα εγχείρημα κεντρικού σχεδιασμού σε παγκόσμια κλίμακα. Οι διεθνείς περιβαλλοντικοί στόχοι είναι, κατά την άποψη μου, το όχημα μέσα από το οποίο προοδευτικές ή οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις σε περιφερειακές οικονομίες, όπως η δική μας, μπορούν να επανεισάγουν την ιδέα του αναπτυξιακού σχεδιασμού και της εντονότερης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Το εγχείρημα της βιώσιμης ανάπτυξης και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής αποτελούν σήμερα συνθήματα καθολικής αποδοχής από τις κοινωνικές πλειοψηφίες στις δυτικές κοινωνίες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και «πουκάμισα αδειανά» ή, διαφορετικά, κενά σημαίνοντα που μπορούν να γεμίσουν μέσα από τη δράση και το πολιτικό λόγο των προοδευτικών πολιτικών υποκειμένων. Εκεί μπορεί να αναδειχθεί εξ αντικειμένου η αδυναμία των υφιστάμενων εργαλείων αναπτυξιακού σχεδιασμού, αλλά και εκεί μπορούν να αναδειχθούν οι αντιφάσεις των διαφορετικών μεταβάσεων, σε ένα μέλλον χωρίς διοξείδιο του άνθρακα, σε ένα μέλλον χωρίς πλαστικά ή σε ένα μέλλον με εξασφαλισμένα τα αποθέματα χλωρίδας και πανίδας, όταν αυτές αποπειράται να γίνουν αποκλειστικά με όρους αγοράς. Π.χ. υπό μια έννοια η πλήρης κατάρρευση του ενεργειακού μοντέλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το τελευταίο εξάμηνο είναι ενδεικτική των αντιφάσεων του δρόμου που είχε επιλεγεί για το πρασίνισμα του ενεργειακού μείγματος των ευρωπαϊκών οικονομιών με όρους αγοράς. Η εργαλειοποίηση της επέκτασης των ΑΠΕ ως όχημα για την εγκαθίδρυση θεσμών ελεύθερης αγοράς στον τομέα της ενέργειας οδήγησε την Ευρώπη να επεκτείνει την έκθεση της στο ρωσικό φυσικό αέριο όσο επεκτείνονταν και η εγκατάσταση νέων ΑΠΕ, αντί να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή να μειώνεται η έκθεση σε ορυκτά καύσιμα όσο επεκτείνονται οι ΑΠΕ. Αυτό, όμως, μάλλον θα ήταν το θέμα για μια άλλη συζήτηση.