Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Ο οικονομικός αναλυτής και διδάσκων στο Πάντειο πανεπιστήμιο, Κώστας Μελάς, μας δίνει μία πλήρη εικόνα για την κατάσταση στην οικονομία, η οποία εκτιμά ότι σύντομα θα ακολουθήσει την τάση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όπως υπογραμμίζει, μέχρι στιγμής, η πολιτική των επιδοτήσεων είναι αυτή που κυρίως διαμορφώνει την μέχρι τώρα ωραιοποιημένη εικόνα. Η ωμή πραγματικότητα θα είναι αυτή που θα ανατρέψει το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης, που φαίνεται να είναι τα δημοσιονομικά.
Να ξεκινήσουμε με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου, την αύξησή του κατά 7,7% σε ετήσια βάση. Δεν το λες και λίγο…
Η επίδοση, πράγματι, είναι πιο ψηλά από αυτό που περιμέναμε, προσωπικά έβλεπα 5-5,5%. Αυτή η μεγέθυνση οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση της δαπάνης των νοικοκυριών, σε ετήσια βάση, κατά 11% και στην αύξηση του σχηματισμού ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου κατά 8,7%. Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, όμως, που πρέπει να εξετάζουμε γιατί αυτό δείχνει τον ρυθμό μεταβολής πιο αξιόπιστα, βλέπουμε ότι η νέα μεγέθυνση του ΑΕΠ επιβραδύνεται: το πρώτο τρίμηνο του 2022 ήταν 2,9%, τώρα έχουμε 1,2%. Επίσης, η κατανάλωση των νοικοκυριών από 2,4% μειώθηκε στο 2,2% ενώ ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου από 3,7% το πρώτο τρίμηνο, μειώθηκε στο -1%. Δηλαδή, πράγματι έχουμε μια ικανή μεγέθυνση του ΑΕΠ, αλλά σαφώς οι ρυθμοί μεγέθυνσης του δεύτερου τριμήνου είναι μικρότεροι του πρώτου.
Είναι αλήθεια ότι οι σχολιαστές σήμερα –από οίκους αξιολόγησης, τράπεζες κ.τ.λ.– ενώ το 7,7% το αξιολογούν θετικά, σπεύδουν να προσθέσουν και ένα “ωστόσο”, ένα “όμως” μειώνοντας τη σημασία του για το μέλλον.
Θα συμφωνήσω. Πράγματι, υπάρχουν διάφορα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Το πρώτο είναι να δούμε ποιοι ήταν οι παράγοντες που το δεύτερο τρίμηνο έφεραν αυτή τη μεγέθυνση. Οι τρεις βασικοί λόγοι είναι ο τουρισμός, οι επιδοτήσεις που έχει δώσει η κυβέρνηση μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού και ο τρίτος είναι η αύξηση της απασχόλησης. Οι επιδοτήσεις, θυμίζω, είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ αλλά ταυτόχρονα εγείρουν και το πρώτο ερωτηματικό για το μέλλον της μεγέθυνσης. Η φθίνουσα εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται, παρότι αυξήθηκε με τα μέτρα της κυβέρνησης το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα, εντούτοις στο ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, υπολογίζοντας τον πληθωρισμό, το πρώτο τρίμηνο πέρασε σε αρνητικό πεδίο, στο –2,4% ύστερα από τέσσερα θετικά τρίμηνα και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα είναι και το δεύτερο. Αυτό δικαιολογεί, σε μεγάλο βαθμό, να πούμε ότι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού –το πρώτο τρίμηνο είχαμε μέσο πληθωρισμό 6,4%, ενώ στο δεύτερο 10,4% και Ιούλιο-Αύγουστο 11,4%– είναι ένας σημαντικός παράγοντας μείωσης της αγοραστικής δύναμης, άρα και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Βεβαίως, είναι γεγονός ότι ο τουρισμός είναι μια σπουδαία μεταβλητή. Σωρευτικά, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα αν θα έχουμε μια συνέχιση αυτού του ρυθμού μεγέθυνσης εφόσον, όπως είδαμε, αυτό εξαρτάται κατά βάση από τις επιδοτήσεις της κυβέρνησης, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συνεχιστούν σ’ αυτό το ύψος, και κατά δεύτερο λόγο από τον τουρισμό, ο οποίος δεν είναι δυνατό να έχει αυτή την επίδοση όλο το έτος. Για το 2023 μπορούμε να πούμε ότι η μεγέθυνση θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, σημαντικά κατώτερη με δεδομένο την κατάσταση του ενεργειακού τομέα που δεν φαίνεται να βελτιώνεται. Το αντίθετο μάλιστα.
Να δούμε, λοιπόν, το ευρωπαϊκό τοπίο μέσα στο οποίο κινείται η ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση, ουσιαστικά, λέει ότι η οικονομία μας μπορεί να κινείται αντίθετα από τις διεθνείς τάσεις. Γίνεται αυτό; Ιδίως αν συνεχιστεί η άνοδος του ευρωπαϊκού πληθωρισμού πώς αυτό θα επιδράσει σε μια αδύναμη οικονομία, υπερχρεωμένη;
Είναι αλήθεια ότι εμπειρικά και ιστορικά η ελληνική οικονομία έχει μια χρονική υστέρηση, ένα lag σε σχέση με την ευρωπαϊκή. Όπως τώρα που η άνοδος του ΑΕΠ το 2022 πιθανόν προσεγγίσει το 5% ενώ στην ΕΕ μπορεί να είναι και 0 αν όχι σε ύφεση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πολλά πράγματα διότι λόγω του τουρισμού και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας πάντοτε υπήρχε μια διαφορετική χρονικότητα η οποία όμως το επόμενο διάστημα εμφανίζεται αρνητικά. Άρα, δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι η οικονομία, σε ένα διεθνές περιβάλλον χειρότερο και από δυσμενές, θα έχει μια διαφορετική πορεία. Εντέλει, με ενδεχόμενες διακυμάνσεις, θα ακολουθηθεί η τάση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Εν τω μεταξύ, το ισοζύγιο πληρωμών, με την επιδείνωσή του, συνιστά πάντα πρόβλημα και καθρέφτη, ταυτόχρονα, του παραγωγικού ελλείμματος της οικονομίας.
Ναι, αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, δηλαδή η εξωτερική θέση της χώρας η οποία παραμένει δυσμενής. Το έλλειμμα του ισοζυγίου το 2021 διαμορφώθηκε στο 5,9%. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 παρουσίασε αύξηση κατά 3,5 δισ. σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021 και πήγε στο 10,8 δισ. ευρώ. Οφείλεται στη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Δείχνει αυτό ότι σε κάθε μεγέθυνση του ΑΕΠ έχουμε αύξηση των εισαγωγών δεδομένης της στενής παραγωγικής βάσης της οικονομίας και λόγω του ότι οι επιχειρήσεις, για να παράγουν, χρειάζονται ημικατεργασμένες πρώτες ύλες, ενέργεια κ.τ.λ. Η κυβέρνηση προβάλλει την αύξηση των εξαγωγών, που όντως υπάρχει, αλλά αυτή οδηγεί και σε άνοδο εισαγωγών.
Η κυβέρνηση προβάλλει και το νούμερο για τις επενδύσεις, για να δείξει ότι πάει καλά.
Ναι πάει, έχουμε μια μικρή αύξηση αλλά αν υπολογίσουμε την αύξηση αυτή ως προς το ΑΕΠ η Ελλάδα όχι μόνο είναι τελευταία στην ΕΕ αλλά είναι και από τις τελευταίες στον κόσμο. Το δεύτερο που είναι σημαντικό είναι ότι όλες αυτές οι ακαθάριστες επενδύσεις –δεν γνωρίζω πού βρίσκονται οι καθαρές– γίνονται με βάση το παλιό υπόδειγμα: κατοικίες, τουρισμό, real estate, στεγαστικά και σε άλλες κατηγορίες που δεν ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία. Αυτό είναι και το σημαντικότερο πρόβλημα της οικονομίας μας, η χαμηλή ποιοτική (;) μεγέθυνσή της. Είναι μικρές οι επενδύσεις, από το σύνολο, που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες. Αυτό συμπαρασύρει και την παραγωγικότητα όλης της οικονομίας. Όλοι οι οργανισμοί, ως συνέπεια, προβλέπουν ότι την προσεχή δεκαετία ο ρυθμός μεγέθυνσης δεν θα υπερβεί το 1,3-1,5% του ΑΕΠ. Είναι συνταρακτικό αυτό για μια οικονομία που έχασε το 25% του ΑΕΠ τα τελευταία 10 – 12 χρόνια.
Τι θα έλεγες για τα δημοσιονομικά μας μεγέθη;
Τα δημοσιονομικά είναι το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης με δεδομένο ότι έχει στόχο, το 2023, η οικονομία να πάρει την επενδυτική βαθμίδα. Σημειωτέον, οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψη πολύ τα δημοσιονομικά. Έχω την εντύπωση, επομένως, ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να φθάσει στο 2% πρωτογενές έλλειμμα το 2022. Όμως, ακολουθεί μια πολιτική που συνδέεται με τον πληθωρισμό, κυρίως στα ενεργειακά και όχι μόνο προϊόντα που επί της ουσίας την εξυπηρετεί στο δημοσιονομικό σκέλος της πολιτικής της επειδή ο ΦΠΑ, οι φόροι ειδικής κατανάλωσης, οι φόροι στα καύσιμα κ.ά. είναι με σταθερά ποσοστά φορολόγησης. Όταν αυξάνονται οι τιμές λόγω πληθωρισμού, τα έσοδα του κράτους μεγαλώνουν.
Μιλάμε για το λεγόμενο Fiscal Drag που είχε εμφανισθεί κατά κόρον τη δεκαετία 1970 και 1980 με τον πολύ υψηλό πληθωρισμό;
Ακριβώς. Επομένως, η κυβέρνηση εισπράττει έτσι πολύ υψηλότερα έσοδα τα οποία επιχειρεί να δείξει ότι πάνε καλύτερα και τα δημοσιονομικά της. Διότι δεν τα δαπανά όλα, αλλά μέρος τους. Βεβαίως, αυτή η πολιτική δεν μπορεί να διαρκέσει όταν η ποσότητα των πωλούμενων προϊόντων πολλαπλασιαζόμενη με τις τιμές δίνουν ένα έσοδο στις επιχειρήσεις που θα είναι μικρότερο απ’ αυτό που τους δίνει αυξημένος ο ΦΠΑ της κυβέρνησης. Λόγω ακρίβειας μειώνονται οι ποσότητες, αυξάνονται οι τιμές άρα το έσοδο μεγαλώνει μέχρι του σημείου που η μικρότερη ποσότητα και η μεγαλύτερη τιμή θα συνεχίσει να αυξάνεται. Όταν αυτή δεν αυξάνεται μοιραία και τα έσοδα θα μειωθούν. Υπολογίζεται ότι σε κάθε ένα δισ. αυξημένου ΑΕΠ τα 200 – 300 εκ. είναι έσοδα του κράτους. Άρα η πολιτική της κυβέρνησης να μην παρεμβαίνει στην αγορά, στις τιμές κτλ πέρα από το ιδεολογικό, ταξικό της πρόσημο έχει και σαφή δημοσιονομική διάσταση.
Υπάρχει όμως αύξηση του δημόσιου χρέους. Αυτό μπορεί να αγνοείται;
Ναι, εφόσον αυξάνονται τα ελλείμματα αυτά προστίθενται στο χρέος. Είναι δύσκολο να τεθεί το θέμα από την Αριστερά, αλλά εντούτοις πρέπει: μέχρι τίνος σημείου θα συνεχίσει να δαπανά επιδοματικά η κυβέρνηση; Επίσης, πώς θα τα χρηματοδοτεί; Διότι μια χώρα με υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ είναι σε μεγάλο κίνδυνο για περαιτέρω προβλήματα. Δεν έχει βαθμούς ελευθερίας. Άρα η αύξηση του χρέους λειτουργεί δυσμενώς και στην αξιολόγηση των οίκων. Βέβαια, ο πληθωρισμός “τρώει” χρέος, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα τελευταία δυο χρόνια έχει αυξήσει τον αριθμητή του λόγου, δημόσιο χρέος / ΑΕΠ. Αυτό πρέπει να λάβουμε υπόψη σοβαρά. Αν λάβουμε υπόψη μας και την άνοδο των επιτοκίων - η τελευταία χθες ήταν- καταλαβαίνουμε ότι η αναχρηματοδότηση του χρέους δυσκολεύεται.
Αυτός είναι και ο λόγος που το υπουργείο Οικονομικών ανέβαλε πρόσφατα την έξοδο για δανεισμό στις αγορές.
Ναι, την ανέβαλε. Υπάρχει, βέβαια, η βοήθεια από την ΕΚΤ έως τώρα αλλά δεν ξέρουμε μέχρι πότε θα ισχύει. Οι αποδόσεις έχουν, ήδη, περάσει το 4% ή το 4,5% άρα αρχίζει και από εκεί να υπάρχει ένα πρόβλημα. Μ’ άλλα λόγια, επειδή η κατάσταση είναι σύνθετη, δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο στην άνοδο του ΑΕΠ. Το άλλο, το σημαντικότερο, που πρέπει να το θέσουμε εδώ, είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης συνεχίζει, για ιδεολογικούς λόγους, να αποδιαρθρώνει οποιοδήποτε φορέα και θεσμό δημόσιας πολιτικής: αγορά εργασίας, δημόσιο τομέα, κοινωνικά δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση κτλ. Αυτό περνά στα κρυφά, έχουμε επικεντρωθεί όλοι στην ακρίβεια, στο χρέος κ.ά. Στην ουσία, τα τελευταία τρία χρόνια έχει γίνει μια νεοφιλελεύθερη στροφή στη δομή της οικονομίας με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις. Εκεί, καταρχάς, πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας, στην εργασία, τα δημόσια αγαθά.
Αναφέρθηκες στην αρχή στη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος. Να δούμε λοιπόν και το πώς μοιράζεται αυτό το αυξημένο ΑΕΠ;
Σαφέστατα. Είναι ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα. Η κατανομή του εισοδήματος που μέχρι τώρα λειτουργούσε σε βάρος της εργασίας, συνεχίζει να λειτουργεί έτσι. Η Εργάνη μάς πληροφορεί ότι ο μέσος μισθός είναι κάτω από 700 ευρώ μικτά. Ο κόσμος, δηλαδή περίπου το 50%, υποφέρει, έχει μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης. Και δεν εννοώ μόνο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Να σημειώσουμε ότι ο επίσημος μέσος πληθωρισμός 11,4%, γι’ αυτά τα στρώματα είναι τουλάχιστον διπλάσιος, λόγω του ότι η δαπάνη τους πάει σε κατηγορίες προϊόντων – πχ ενέργεια, στέγαση, τρόφιμα – όπου ο πληθωρισμός είναι υπερδιπλάσιος! Πραγματικά, αυτός ο κόσμος υποφέρει. Το αίτημα των συνδικάτων, που απαιτούν αναπλήρωση της χαμένης αγοραστικής τους δύναμης, δεν μπορεί να προέλθει από νέο δανεισμό. Πρέπει να προέλθει η αύξηση από μια ανακατανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογίας.