Σε ηλικία 91 ετών πέθανε την περασμένη Τρίτη ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο σκηνοθέτης ο οποίος σημάδεψε με το έργο του τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Και είναι τόσο βαθύ το αποτύπωμα που άφησε, ώστε από το 1960 που προβλήθηκε η πρώτη του ταινία «Με κομμένη την ανάσα», κάποιοι θεωρητικοί και ιστορικοί του σινεμά να μιλούν για σινεμά πριν και μετά τον Γκοντάρ. Πρωτοπόρος στην τέχνη του, βάδισε επάνω στην αμφισβήτηση της μέχρι εκείνη τη στιγμή πορείας του γαλλικού κινηματογράφου και θέλησε να την αλλάξει. Ριζοσπαστικοποίησε την οπτική και την αισθητική των ταινιών του, φέρνοντας μια αληθινή επανάσταση, στον κινηματογράφο, αλλάζοντας μέχρι και τον τρόπο θέασής του, κάνοντας τους θεατές συμμέτοχους στα όσα συνέβαιναν επί της οθόνης, βάζοντάς τους στη διαδικασία αποκωδικοποίησής των εικόνων. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «φυσικά και πιστεύω ότι κάθε ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση, και τέλος αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά», δίνοντας με τον τρόπο αυτό το στίγμα της διαφοροποίησης από τη μέχρι εκείνη τη στιγμή συμβατική αφήγηση.
Ο επονομαζόμενος και «πάπας της νουβέλ βαγκ», δηλαδή του «νέου κύματος» στον γαλλικό κινηματογράφο, ο Γκοντάρ δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί του τους συναδέλφους του κριτικούς στα Καγιέ ντε Σινεμά (Κινηματογραφικά Τετράδια), Φρανσουά Τριφό, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Κλοντ Σαμπρόλ αλλά και άλλους κινηματογραφιστές όπως η Ανιές Βαρντά, ο Αλέν Ρενέ, ο Ζακ Ντεμί, ο Κρις Μαρκέρ, ο Ανρί Κολπί, ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ, ο Λουί Μαλ. Η ομάδα αυτών των καλλιτεχνών, με πρωτοπόρο τον Γκοντάρ, ο οποίος έμεινε πιστός στο νέο κύμα μέχρι τέλους, ήταν ιδιαίτερα επιδραστική και άσκησε μεγάλη επιρροή στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Ξεκινώντας με το «Με κομμένη την ανάσα», πρώιμο δείγμα της νουβέλ βαγκ, ταινία η οποία μαζί με τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και το «Χιροσίμα αγάπη μου» του Ρενέ, θεωρείται πως «άνοιξαν» τον δρόμο στο νέο κύμα, ο Γκοντάρ συνέχισε με προσήλωση στον δρόμο της αμφισβήτησης και της ανανέωσης των εκφραστικών του μέσων. Η κάμερα έγινε για αυτόν εργαλείο καλλιτεχνικής αλλά και πολιτικής παρέμβασης. Μαρξιστής και βαθιά πολιτικοποιημένος, επηρεασμένος από το μαοϊσμό, την περίοδο 1967-1970, δεν έχανε την ευκαιρία τόσο με τις ταινίες του όσο και με τη ζωή και με τις δηλώσεις του, να «ενοχλεί» κάθε λογής κατεστημένο, τόσο στον καλλιτεχνικό χώρο όσο και στην κοινωνία. Ανυπόταχτος, αγωνιστής, ταγμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομουνισμού, δεν σταμάτησε ποτέ να βλέπει τον κόσμο από την «αριστερή όχθη». Ποιος μπορεί να ξεχάσει, πως το Μάη του 1968, ο Γκοντάρ και η παρέα του, μια παρέα «ταραχοποιών», σταμάτησαν το Φεστιβάλ των Κανών, το οποίο διεξαγόταν εκείνες τις μέρες της μεγάλης παρισινής εξέγερσης. Σε μια ταραχώδη συνέλευση, ο Ζαν-Λικ πήρε το μικρόφωνο και είπε: «Δεν υπάρχει ούτε μια ταινία που να δείχνει τα προβλήματα των εργατών και των φοιτητών. Ούτε η ταινία του Φόρμαν, ούτε η δική μου, ούτε του Πολάνσκι ή του Φρανσουά (Τριφό). Βρισκόμαστε πίσω από την εποχή μας». Και απευθυνόμενος σε όσους είχαν αντιδράσει, βροντοφώναξε: «Εμείς μιλάμε για αλληλεγγύη στους φοιτητές και τους εργάτες κι εσείς μου μιλάτε για το πώς πρέπει να κινείται η κάμερα και για κλόουζ απ. Είστε μαλάκες».
Ο Γκοντάρ σκηνοθέτησε πάνω από 100 ταινίες, επιλεκτικά αναφέρω τις: «Ζούσε τη ζωή της» (1962), «Η περιφρόνηση» (1963), «Αλφαβίλ» (1965), «Ο τρελός Πιερό» (1965), «Δυο, τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτή» (1967), «Η Κινέζα» (1967), «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (1980), «Όνομα Κάρμεν» (1983), «Ιστορία (-ες) του σινεμά» (1989), «Στο σκοτάδι του χρόνου» (2001), «Σοσιαλισμός» (2010) κ.ά. Για το Σοσιαλισμό, έγραφα στην Εποχή (17/7/2011) «Παρασυρόμαστε στην γκονταρική κινηματογραφική γραφή η οποία δεν γνωρίσει φόρμες και συμβάσεις. Η αφήγηση δεν ακολουθεί τη γραμμικότητα, αποτελείται από μικρές σκηνές και σεκάνς, από αφηγηματικά θραύσματα, είναι απρόβλεπτη, ιδιόμορφη και άνευ κανόνων. (...) στοχάζεται επάνω στην ευρωπαϊκή Ιστορία και στην αδυναμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς να παρέμβει. Η μεγάλη Ουτοπία ενός κόσμου όπως τον οραματιστήκαμε έπεσε θύμα προδοσιών και αγκυλώσεων. Και μέσα σε έναν καταρρέοντα κόσμο, σε μια Ευρώπη σήψης και αποσύνθεσης, το πολιτικό πρόβλημα απλώνεται, γίνεται υπαρξιακό. Αποσπασματικές εικόνες, τσιτάτα, διακοπτόμενη μουσική, φυσικοί ήχοι, κάμερα στο χέρι, “ερασιτεχνικές” λήψεις κι όλα αυτά μαζί σε ένα σύνολο γκονταρικής έμπνευσης και αντίληψης».
Η τελευταία του ταινία ήταν «Το βιβλίο της εικόνας», το 2018.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, γεννήθηκε το 1930. Στα 91 του χρόνια, και ενώ αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας, ο αγαπημένος μας σκηνοθέτης, ο άνθρωπος τις ταινίες του οποίου βλέπαμε κάποτε με θαυμασμό αλλά και αμηχανία, προσπαθώντας να τις αποκωδικοποιήσουμε, επέλεξε να φύγει από τον κόσμο, με αξιοπρέπεια. Επέλεξε την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, σκηνοθετώντας ακόμη και τον θάνατό του, ως μια συμβολική πράξη προσωπικής επιλογής, δικαίωμα το οποίο αμφισβητείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, της Γαλλίας αλλά και της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένων.