Πριν λίγες ημέρες πίναμε καφέ σε στέκι του αθηναϊκού κέντρου με σημαντικό εικαστικό της παλιάς φρουράς, από τα ηρωικά χρόνια της ελληνικής αβανγκάρντ στα χρόνια του ’70 και του ’80. Κάποια στιγμή πέρασε από μπροστά μας θορυβώντας ένα τρίκυκλο από τα γνωστά που οδηγούν επαγγελματίες ρακοσυλλέκτες. Ο συνομιλητής μου άδραξε την ευκαιρία για να πει: «Εχω μια ιδέα αλλά μπορώ να αγοράσω ένα από αυτά. Αν το εκθέσω με κάποιο τρόπο, θα το δουν, θα σταθούν ίσως λίγο και θα πάνε παρακάτω. Αν ένας από τους διάσημους και “in” διεθνής καλλιτέχνης σκεφτεί κάτι ανάλογο θα πάρει 100 τέτοια τρίκυκλα και θα δημιουργήσει ένα εικαστικό γεγονός για το οποίο θα μιλήσουν όλοι και θα αποθεωθεί από όλο το σύστημα των μεγάλων γκαλερί, συλλεκτών, Τύπου, ιδρυμάτων, μεγάλων χορηγών κτλ…»

Πέρα από την προφανή ένσταση που υποκρύπτει την πίκρα ή και τον θυμό ενός καλλιτέχνη που έζησε σε μια χώρα της περιφέρειας σε δύσκολα χρόνια και αναγκάστηκε να τα κάνει όλα μόνος, «χειροποίητα», χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος, σε μια ανύπαρκτη σχεδόν αγορά ιδίως για την πρωτοπορία, χωρίς γκαλερί που να μπορούν να επιβάλουν τους καλλιτέχνες τους στον αδιάφορο Τύπο και την ασυγκίνητη κοινή γνώμη. Πέρα από όλα αυτά τα υπαρκτά που όμως παραμένουν αθέατα ακόμη και σήμερα στα μάτια τόσο της νέας γενιάς των καλλιτεχνών, που ονειρεύονται καριέρα στο εξωτερικό γράφοντας τις λεζάντες των έργων τους μόνον στα αγγλικά από την πρώτη τους ομαδική, όσο και στα μάτια του κρατούντος εγχώριου συστήματος των δυο-τριών γκαλερί που έχουν καταφέρει διαύλους με το εξωτερικό και των δυο-τριών ιδρυμάτων που, όχι πάντα αλλά πολλές φορές, λειτουργούν με προσωπικά κριτήρια των υπευθύνων τους και πέρα από τη συνεχιζόμενη κατάσταση αφάνειας που εξακολουθούν να βιώνουν οι «παλιοσειρές» της εικαστικής σκηνής, ακόμη κι από το ΥΠΠΟΑ, το παραπάνω παράδειγμα έχει και υπόσταση και νόημα και άποψη για το δημόσιο debate πάνω στο πώς συγκροτείται πια και πώς λειτουργεί το διεθνές και εγχώριο σύστημα της σύγχρονης τέχνης. Η φαντασία και το ταλέντο του καλλιτέχνη προφανώς πρέπει να υπάρχουν στον υπέρτατο βαθμό αλλά πρέπει και να στηρίζονται από την ανάλογη παραγωγή και τους απαιτούμενους πόρους.

Η προσωπικότητα και η δημιουργικότητα του καλλιτέχνη προφανώς επίσης είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας για την αποδοχή του και την αναγνώριση του έργου του, αλλά χωρίς υποστηρικτικό σύστημα είτε από δημόσιους φορείς και πολιτικές είτε από το χρηματιστήριο της σύγχρονης τέχνης, πιθανόν το έργο αυτό να μείνει στην αφάνεια. Και είναι μια μεγάλη και ατέρμονη συζήτηση για το ποιοι και πώς επικρατούν και ποιοι και γιατί εξαφανίζονται.

Προφανώς, επίσης, όλα αυτά δεν είναι ούτε καινοφανή ούτε πρωτότυπα, όσο βέβαια δεν είναι ψέμα και το ότι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο ΥΠΠΟΑ στη χώρα μας, δεν ευτύχησε καν πολιτικών περί τον πολιτισμό και ιδίως για τη σύγχρονη τέχνη πέραν των δύο εξαιρέσεων της Μελίνας Μερκούρη λόγω του εκρηκτικού ταμπεραμέντου, της πληθωρικής προσωπικότητας και του κοσμοπολιτισμού της, και του Θάνου Μικρούτσικου λόγω της οργανωμένης και αποδοτικής αρχικά μίμησης του αντίστοιχου γαλλικού μοντέλου. Πέραν τούτων, ψήγματα ανεπαρκή, προσωπικές πολιτικές ατελέσφορες και χρηματοδοτήσεις που διανέμουν τη φτώχια σε πολλούς και αφήνουν το παιχνίδι στα μεγάλα ιδρύματα και τις συνήθως προσωποπαγείς πολιτικές και επιλογές τους.

 

 

Οι παραπάνω σκέψεις μπορεί να μην είναι λοιπόν πρωτότυπες είναι ωστόσο επίκαιρες και αντλούν την αφορμή τους από την έκθεση με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Dream οn» που o NEON οργάνωσε και χρηματοδότησε και μπορεί ακόμα να δει κανείς και να απολαύσει στον ιδανικό χώρο του καπνεργοστασίου της οδού Λένορμαν που ανήκει στην Ελληνική Βουλή και εν μέρει ανακαίνισε ο ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου.

Πρόκειται για έργα καλά, καλύτερα και εξαιρετικά, διάσημων ξένων καλλιτεχνών και κάποιων γνωστών Ελλήνων, που εκτίθενται με βασικό κριτήριο επιλογής την αξία αλλά και το μέγεθος τους, ένα μέγεθος που επιβάλλεται στον χώρο και στον θεατή αλλά και που εξ αυτού δύσκολα επιτρέπει την έκθεση τους. Επιπλέον πρόκειται για έργα τεράστιας δαπάνης, τόσο ως προς την κατασκευή τους όσο και ως προς τη δυνατότητα κτήσης και χρήσης τους. Πρόκειται όντως για έργα διάσημα που ενσαρκώνουν το άπειρο της καλλιτεχνικής φαντασίας των σημαντικών δημιουργών τους -όπως σημειώνει και το επιμελητικό κείμενο του Δημήτρη Παλαιοκρασσά- αλλά που χωρίς την εξίσου τεράστια χρηματοδότηση της κατασκευής τους, η φαντασία των δημιουργών ενδεχομένως «θα έμενε από καύσιμα». Πρόκειται τέλος για μια έκθεση επετειακή λόγω του ότι τα συγκεκριμένα έργα αποτελούν κομμάτι της μεγάλης δωρεάς του συλλέκτη τους Δ. Δασκαλόπουλου προς τα τέσσερα γνωστά Μουσεία που ο ίδιος επέλεξε και μετά το πέρας της θα ταξιδέψουν στους τελικούς προορισμούς τους.

Πρόκειται τέλος για μια έκθεση που αποθεώνει πέραν της φαντασίας και της δημιουργικότητας των καλλιτεχνών, τη μεγάλη αφομοιωτική δύναμη του καπιταλισμού -ιδιαίτερα στη σύγχρονη μορφή του. Τουτέστιν, στη συγκεκριμένη έκθεση δύσκολα θα βρει ο επισκέπτης έργο που να μην επικρίνει δριμύτατα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ζωής και τις συνέπειες του είτε στη φύση είτε στον άνθρωπο. Η περίφημη φράση «ο καπιταλιστής είναι ικανός να πουλήσει ακόμη και το σκοινί που θα τον κρεμάσουν» -που αποδίδεται από άλλους στον Μαρξ και από άλλους στον Λένιν- στην εποχή μας πια προφανώς δεν εννοεί μόνον τη βουλιμία του κέρδους αλλά (και) τη μεγάλη προσαρμοστικότητα και αφομοιωτική δύναμη του συστήματος που μπορεί να χρηματοδοτεί τις πιο επι-κριτικές εναντίον του ιδέες αρκεί να μεταπωλούνται επικερδώς στο χρηματιστήριο της τέχνης ή στο ταμπλό της υστεροφημίας.

Για την ιστορία, στην εντυπωσιακή έκθεση «Dream οn» παρουσιάζονται 18 εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας από τους καλλιτέχνες John Bock, Helen Chadwick, Abraham Cruzvillegas, Μάρθα Δημητροπούλου, Peter Fischli & David Weiss, David Hammons, Thomas Hirschhorn, Damien Hirst, Michael Landy, Μαρία Λοϊζίδου, Paul McCarthy, Annette Messager, Μάρω Μιχαλακάκου, Wangechi Mutu, Paul Pfeiffer, Matthew Ritchie, Άννα-Μαρία Σαμαρά, Αλέξανδρο Ψυχούλη. Όλα τα έργα προέρχονται από τη Συλλογή Δ. Δασκαλόπουλου και αποτελούν μέρος της δωρεάς της προς τα μουσεία ΕΜΣΤ, Tate και από κοινού σε Guggenheim και MCA Chicago.

Επίσης, σε νέα ανάθεση από τον ΝΕΟΝ, ο Κώστας Ιωαννίδης δημιουργεί ένα εμπνευσμένο ηχητικό κομμάτι μεγάλης κλίμακας που αποδίδεται με τη Σφυριχτή γλώσσα. Η έκθεση συμπληρώνεται από 20 σχέδια έργων της έκθεσης που δείχνουν ακριβώς την προέλευση τους ξεκινώντας από τη σκέψη και το ατελιέ του καλλιτέχνη.

Εν αρχή ην το (ταπεινό) σχέδιο και η ιδέα του δημιουργού. Έπειτα έρχεται και ο μαικήνας και άνευ τούτου κανείς δεν ξέρει τι θα υπήρχε για να δείξουν τα μεγάλα μουσεία , οι μεγάλες συλλογές και οι μεγάλοι καλλιτέχνες ανά τους αιώνες κι από την άλλη ποιος μπορεί να αντισταθεί στα μεγάλα παραδείγματα ενός Βαν Γκογκ που δεν πούλησε ούτε ένα έργο εν ζωή ή των σπουδαίων της Ρωσικής πρωτοπορίας που βρέθηκαν γυμνοί στα παγωμένα κεραμίδια του σταλινισμού…

Δημήτρης Τρίκας Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet