Στις 14 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Μια άγνωστη πλευρά των αθλητικών δραστηριοτήτων στο Μικρασιατικό Μέτωπο ιχνηλατεί το βιβλίο «Γκολ στα χαρακώματα», του Ανδρέα Οικονόμου (εκδόσεις Belle Epoque). Για τρία δραματικά χρόνια, τα μέλη του εκστρατευτικού σώματος βρήκαν διέξοδο στον αθλητισμό. Στελεχώθηκαν δεκάδες ομάδες, διδάχτηκαν άγνωστα αθλήματα (όπως μπάσκετ και βόλεϊ), διοργανώθηκαν πρωταθλήματα, ακόμη και μεγάλοι ποδοσφαιρικοί αγώνες μεταξύ ελλήνων στρατιωτών και τούρκων χωρικών. Για δυόμισι χρόνια, ο πόλεμος μαινόταν· η επαφή με τον θάνατο ήταν καθημερινή· τα ατελείωτα χιλιόμετρα ποδαρόδρομου και οι μάχες επέφεραν την εξουθένωση του εκστρατευτικού σώματος. Πλέον, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες αναζητούσαν ψήγματα τέρψης, για να ξεχαστούν από τις κακουχίες και την έλλειψη εφοδιασμού. Ο αθλητισμός ήταν η διέξοδός τους.
Την περίοδο εκείνη θα διεξαχθούν δεκάδες ποδοσφαιρικοί αγώνες, παιχνίδια μπάσκετ, βόλεϊ, πυγμαχίας, στίβου. Ρεπόρτερ των αθλητικών αγώνων στο μέτωπο είναι κατά κανόνα οι ίδιοι οι συμμετέχοντες. Όσοι αξιωματικοί και στρατιώτες κατέχουν την τέχνη της γραφής, προμηθεύονται από τα «Σπίτια του Στρατιώτου» χαρτί και μολύβι και είτε στέλνουν τις ανταποκρίσεις των παιχνιδιών στις εφημερίδες της Αθήνας και της Σμύρνης, είτε εκδίδουν τις δικές τους χειρόγραφες εφημερίδες (κάποιες εκ των οποίων φυλάσσονται σήμερα στο αρχείο της ΕΣΗΕΑ).
Στα ρεπορτάζ των πολιτικών εφημερίδων –ειδικά της Σμύρνης–, η λογοκρισία δίνει και παίρνει, για τον προφανή λόγο της μη αποκάλυψης στρατηγικών θέσεων και προσώπων των σχηματισμών. Οι ονομασίες των Μεραρχιών καλύπτονται με αστερίσκους (π.χ. «** Μεραρχία»), ονόματα ανώτερων αξιωματικών διαγράφονται και ενίοτε παραλείπονται ολόκληρες παράγραφοι. Στις εφημερίδες της Αθήνας επικρατεί μεγαλύτερη ελαστικότητα. Έτσι, για τους αγώνες που έγιναν στις 2 Ιανουαρίου 1922, μεταξύ 1ου και 34ου Συντάγματος Πεζικού, ενώ απεστάλη η ίδια ανταπόκριση από τον υπογραφόμενο ως «Αρκά» στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός» και τη σμυρναϊκή «Θάρρος», η τελική δημοσίευση ήταν αρκετά διαφορετική.
Το άρθρο τιτλοφορείται ως εξής: «Η ζωή στο Μέτωπο – Ο στρατός μας διασκεδάζει – Μετά τους αιματηρούς, ειρηνικοί αγώνες». Οι πληροφορίες που αντλούνται, είναι άκρως ενδιαφέρουσες, καθότι μας παρέχουν πολλές λεπτομέρειες από την επιχείρηση τέρψης του εκστρατευτικού σώματος. Τα ονόματα και οι τοποθεσίες που σημειώνονται, μας μεταφέρουν στις περιοχές κάτω από τα χιονόστρωτα όρη Μπουργκάζ Νταγ, όπου είχε στρατοπεδεύσει η ΙΙ Μεραρχία, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Γεώργιου Βαλέττα.
Ο «Αρκάς» γράφει ότι «δεκαπέντε καλομαθημένα και ευγενικά παιδιά του Συντάγματος του Βασιλέως και άλλα τόσα εις έκαστον των δύο άλλων Συνταγμάτων της Μεραρχίας Αθηνών» σχημάτισαν τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες, αφού πρώτα συγκέντρωσαν χρήματα, για να αγοράσουν μπάλες. Οι 45 αυτοί ποδοσφαιριστές δίδαξαν τα μυστικά του σπορ στους συμπολεμιστές τους, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε πλέον «εις την Μεραρχίαν μας και ο εκ του ασημοτέρου χωρίου καταγόμενος στρατιώτης είναι δεινός φουτμπολιστής, όπως είναι και αήττητος μαχητής». Οι ομάδες εκείνες απέκτησαν φανατικό κοινό· οι αντεγκλήσεις στους αγώνες τους ήταν συχνές, ενώ «ήρχισαν να απειλούντο συρράξεις». Ο μέραρχος Γεώργιος Βαλέττας αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στις διαφορές μεταξύ των ομάδων και προκήρυξε επίσημους αγώνες.
«Συγκίνησις και σκέψεις σοβαραί επήλθον εις πάντας, οι αρχηγοί εκάλεσαν έκτακτον συνεδρίασιν εις ην έλαβον αυστηρά μέτρα, ίνα μετά την υπηρεσίαν των διπλοσκοπών, των επιθετικών αναγνωρίσεων, των περιπολιών, των ενεδρών, του καθαρισμού των όπλων και των πολυβόλων και των τόσων άλλων υπηρεσίων, που έχει να κάνη ο στρατιώτης εις το μέτωπον, να μη χάνεται ούτε λεπτό.
Η εξάσκησις ήρχισε πλέον συστηματική και ενδελεχής, παύουν τ’ αστεία πλέον, ο στρατηγός διέταξεν αγώνας. Δεν ήτο μόνον αυτό, αλλά κατ’ αυτούς θα παρίστατο και ο ίδιος ο επιτελάρχης μας, οι αρχηγοί μας, οι συνταγματάρχαι μας και όλοι οι ανώτεροί μας, που μας θαυμάζουν και μας καμαρώνουν».
«Το πλήρωμα του χρόνου έφθασε», τονίζει ο «Αρκάς», και το πρωί της Πρωτοχρονιάς, άνθρωποι της δικής του ομάδας (του 1ου Συντάγματος Πεζικού) καλούν τηλεφωνικώς την ομάδα «των νικητών του Τουλού Μπουνάρ» (δηλαδή του 34ου Συντάγματος Πεζικού) και τους προσκαλούν στους προκηρυχθέντες αγώνες της επόμενης ημέρας. Πέντε λεπτά αργότερα φτάνει τηλεγραφικώς η αφοπλιστική απάντηση: «Εάν ο καιρός δεν απειλήση βροχήν, ημετέρα ομάς θα απειλήση διά νίκης την ομάδα του Συντάγματος Μαρούλη».
«Μια οργή αδελφική εσκίασε τα ηρωικά μέτωπα των νικητών του Μπαλ-Μαχμούτ και του Τσαλ, ήτις εξέσπασε εις αδημονίαν και εναγώνιον αναμονήν και εις ευχάς υπέρ της μετρήσεως του καιρού, ίνα δυνηθούν και τιμωρήσουν την εκστομίσασαν την βαρείαν φράσιν ομάδα».
Ο καιρός δεν χάλασε τα σχέδια των δύο ομάδων και ο διαιτητής, ανθυπολοχαγός Πέτρος Πρόκος, σφύριξε την έναρξη της «φιλικής εχθροπραξίας» στις τρεις παρά τέταρτο το μεσημέρι. «Ουδέποτε ποδοσφαιρισμός διεξήχθη μετά τόσου πείσματος και μετά τόσης λύσσης. Τα αιλουροειδή σώματα, τα γυμνασμένα μέλη εις το ύπαιθρον και εις την φυσικήν ζωήν, τα άκαμπτα πόδια, που διήνυσαν χιλιάδες χιλιόμετρα, τα ζωηρά και εκφραστικά μάτια κινούνται αστραπιαίως και δαιμονιωδώς», σχολιάζει με γλαφυρότητα ο «Αρκάς». Το τελικό αποτέλεσμα 1-1 αφήνει ένα γλυκόπικρο αίσθημα στους συμμετέχοντες και σίγουρα ανεκπλήρωτες τις ένθεν κι εκείθεν υποσχέσεις για «ποδοσφαιρικές απαντήσεις».