Στη συζήτηση για τον ρόλο του δημοσίου συχνά συγχέονται διαφορετικές έννοιες: δημόσιος πλούτος, δημόσια περιουσία, δημόσιο συμφέρον. Ο δημόσιος πλούτος (ορυκτός, φυσικός, περιβαλλοντικός και κοινωνικός) αποτελεί «κοίτασμα» που οφείλουμε να διαχειριστούμε σε όφελος των επόμενων γενεών. Η δημόσια περιουσία αφορά στα περιουσιακά δικαιώματα του κράτους επί του δημόσιου πλούτου (υλικού, αλλά και άυλου). Το κράτος οφείλει να ασκεί τα δικαιώματα αυτά με φρόνηση, διαφάνεια και τη μέγιστη δυνατή λογοδοσία. Τέλος, το δημόσιο συμφέρον αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και για την αξιολόγηση των πεπραγμένων από τη διαχείρισή της.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό να προσδιορίσουμε ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Είναι, για παράδειγμα, η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων ενέργειας ή ύδρευσης ή διαχείρισης λιμένων, δικτύων κλπ, ή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των πόρων που διαχειρίζονται και η συμμετοχή τους στον σχεδιασμό πολιτικών προς όφελος της κοινωνίας;
Δικαίωμα και προϋπόθεση λειτουργίας της κοινωνίας
Η πρόσφατη εμπειρία των διαδοχικών κρίσεων έδειξε ότι εκτός από το νερό και άλλα αγαθά, όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, αποτελούν κρίσιμα δικαιώματα και προϋποθέσεις λειτουργίας της κοινωνίας (διαρκής συζήτηση για έλεγχο των τιμών, δωρεάν ή με συμβολικό τίμημα εισιτήριο στα ΜΜΕ κοκ).
Σκοπός της διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου πλούτου, και η υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο.
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας δεν είναι εύκολη υπόθεση:
-
Στο μεταπολιτευτικό κράτος οι μηχανισμοί ελέγχου και λογοδοσίας δεν αναπτύχθηκαν, ενώ η κορπορατίστικη λογική ενίσχυσε τις πελατειακές πρακτικές.
-
-
Ο κατακερματισμός του ελέγχου σε διαφορετικά υπουργεία και φορείς δυσχέρανε όχι μόνο τον έλεγχο και τη διαφάνεια, αλλά και τον συντονισμό του σχεδιασμού.
-
-
Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις το χρονικό διάστημα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης 1991 – 2007 έφεραν την Ελλάδα στην 5η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις να ανέρχονται στο 13,82% του ΑΕΠ και συνέβαλαν στη χρεοκοπία.
-
-
Όπως αποδείχθηκε, οι επιλογές αυτές δεν δημιούργησαν αξία για το κοινωνικό σύνολο και επιδείνωσαν τα προβλήματα. Το βιώνουν όσοι έχουν διακοπές ρεύματος, αυξημένα τέλη επικοινωνιών και καθυστερήσεις στην αποκατάσταση βλαβών, αυξημένα κόστη στις μεταφορές χωρίς βελτίωση της ποιότητας των υποδομών.
-
-
Έτσι βλέπουμε, ανάλογα την αγορά, αλλού να δημιουργούνται καρτέλ που διατηρούν τεχνητά ψηλά τις τιμές (π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια) και αλλού ο κατακερματισμός της αγοράς εμποδίζει την προσπάθεια συντονισμού και σχεδιασμού π.χ. τις στρατηγικές συνδυασμένων μεταφορών, ευφυών δικτύων κοκ.
Η εξέλιξη του ΤΑΙΠΕΔ
Τον Ιούλιο του 2015, η τότε κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε με την πλάτη στον τοίχο μια νέα συμφωνία. Η πρόταση που αντιμετώπισε ήταν η εξέλιξη του ΤΑΙΠΕΔ σε ένα νέο Ταμείο, με έδρα στο εξωτερικό, ξένη διοίκηση, διορισμένη από τους θεσμούς και δίχως κανέναν έλεγχο από το ελληνικό Δημόσιο. Ενάντια στις προβλέψεις, η διαπραγμάτευση απέδωσε σημαντικά οφέλη:
-
Επιστροφή των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων στον έλεγχο του ελληνικού Δημοσίου.
-
-
Διοικήσεις οριζόμενες μέσω του Εποπτικού Συμβουλίου (μέρος του συμβιβασμού), αλλά με κομβικό ρόλο του ελληνικού Δημοσίου στη λήψη αποφάσεων, τη στρατηγική και στόχους που τίθενται.
-
-
Για πρώτη φορά δίνονταν η δυνατότητα συντονισμού των δημοσιών επιχειρήσεων μεταξύ τους, αλλά και με το κράτος μέσω του Μηχανισμού Συντονισμού.
-
-
Ενίσχυση της διαφάνειας και της ροής της πληροφορίας (με σκιές στην περίπτωση του ΤΑΙΠΕΔ).
-
Βέβαια, πολλά προβλήματα παρέμειναν. Οι φορείς έπρεπε να μπουν σε πορεία μετασχηματισμού για να απαντήσουν στις προκλήσεις των πολλαπλών μεταβάσεων (ψηφιακή, πράσινη, κλιματική κλπ). Ωστόσο: Οι διαδικασίες οργανωσιακής αλλαγής χρειάζονται χρόνο και πόρους. Έλλειπε το τεχνολογικό υπόβαθρο και η αφομοιωτική ικανότητα. Έλλειπε μια εξειδικευμένη και επαρκώς στελεχωμένη δημόσια υπηρεσία που να μπορεί να «εποπτεύει» τη δραστηριότητα του Ταμείου και να αξιοποιεί τον Μηχανισμό Συντονισμού. Έλλειπε, τέλος, η δυνατότητα στενότερης συνεργασίας του υπουργείου Οικονομικών με τη διοίκηση του Ταμείου λόγω της εμμονής των θεσμών να μην επιτρέπουν ουσιαστικά την επικοινωνία.
Τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα
Η διεθνής (και κυρίως η ευρωπαϊκή) εμπειρία δείχνει ότι οι χώρες επενδύουν στην ανάπτυξη των δημοσίων επιχειρήσεων με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για μία σειρά από λόγους: Διατηρούν τον έλεγχο των κρίσιμων δικτύων (ενέργεια, νερά, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές). Συντονίζουν την ανάπτυξή τους, αξιοποιώντας συνέργειες της ψηφιακής μετάβασης, για την απάντηση στις προκλήσεις της περιβαλλοντικής κρίσης. Επενδύουν στην Ε&Α μέσα στις ίδιες τις ΔΕ, καθιστώντας τες τεχνολογικές ναυαρχίδες στις αλυσίδες αξίας. Προγραμματίζουν μεσο-μακροπρόθεσμα συστημικές αλλαγές, όπως η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ και των μέσων μαζικών μεταφορών συντονίζοντας και απορροφώντας το κόστος μετάβασης πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι ιδιωτικοποιημένοι φορείς που συχνά αποτελούν παρελκυστικό παράγοντα. Σχεδιάζουν την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι με κριτήριο την τιμή εκποίησης (συχνά προσχηματικό και αυτό).
Τι κάνει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ; Αποδυναμώνει τον δημόσιο έλεγχο σε διοίκηση, προμήθειες και προσλήψεις, κατακερματίζοντας τις αρμοδιότητες, υπονομεύει τα εργασιακά δικαιώματα και τα δικαιώματα των πολιτών ως χρηστών των υπηρεσιών. Διαχειρίζεται τη δημόσια περιουσία με τη λογική των golden boys: να πουληθεί ή παραχωρηθεί το σύνολο και οι ίδιοι να λειτουργούν ως διαχειριστές επενδυτικού ταμείου (fund), επενδύοντας κυρίως σε ξένα χρηματιστήρια κλπ. Η λογική αυτή συγχέει τις ΔΕ με τα κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων που διαθέτουν μερικές χώρες –λίγες από τις οποίες έχουν καταφέρει να τα επενδύσουν αποτελεσματικά, αλλά σπάνια σε όφελος των λαών τους. Το πάθημα από τα δικά μας συνταξιοδοτικά ταμεία δεν έγινε μάθημα. Βέβαια οι μόνοι που δεν ζημιώθηκαν ήταν τα golden boys και οι «επενδυτές». Με λίγα λόγια, έννοιες όπως το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό (common good) είναι άγνωστες λέξεις για τους ταλιμπάν της αγοράς.
Ποια είναι η εναλλακτική; Η εποχή μας απαιτεί φιλόδοξους και ρηξικέλευθους στόχους που μόνο ένας ενιαίος δημόσιος φορέας μπορεί να υπηρετήσει: Επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, με στήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων με δημόσια δίκτυα. Ενίσχυση των δημοσίων συγκοινωνιών και μεταφορικών δικτύων και υποδομών. Συμμετοχή της ελληνικής παραγωγής στον τεχνολογικό μετασχηματισμό.
Η εξέλιξη του Υπερταμείου σε δημόσιο φορέα ανάπτυξης της δημόσιας περιουσίας (π.χ. όπως η αντίστοιχη Γαλλική APE) προσφέρει –πέρα από τη συμμόρφωση με τη συνταγματική επιταγή– και την ευκαιρία για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Δεν έχει νόημα η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των παραγωγών ή διανομέων ενέργειας όταν παράγεται ενεργειακή φτώχεια και περιβαλλοντική υποβάθμιση και αυξάνεται το ενεργειακό κόστος της παραγωγής, ούτε των ΔΕΥΑ με υποβάθμιση του υδατικού δυναμικού, ούτε των μεταφορών δίχως να μειώνεται το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και να μειώνεται το ενεργειακό μεταφορικό κόστος για τους πολίτες και την οικονομία.
Απαιτούνται βέβαια και σημαντικές βελτιώσεις, που πλέον η συγκυρία επιτρέπει.
-
Διορισμό του ΔΣ και του ΕΣ του Υπερταμείου από το ελληνικό Δημόσιο, χωρίς τη συμμετοχή των θεσμών.
-
-
Κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ και μεταφορά των περιουσιακών του στοιχείων στο Υπερταμείο για ολιστική διαχείριση στη βάση της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής και με στόχο τη διατήρηση του δημόσιου ελέγχου τους.
-
-
Ενίσχυση της λογοδοσίας στη Βουλή και την κοινωνία.
-
-
Ενίσχυση της διαφάνειας και της κοινωνικής διαβούλευσης.
-
-
Αυστηρό πλαίσιο δημόσιων προμηθειών.
-
-
Διαφανείς διαδικασίες ορισμού των διοικήσεων και του προσωπικού των εταιρειών, σε σύνδεση με το μισθολογικό πλαίσιο του δημόσιου τομέα.
-
-
Καθορισμός κοινωνικο-οικονομικών στόχων του Υπερταμείου και των θυγατρικών του για την αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών με συγκεκριμένους στόχους απόδοσης, αντίστοιχους με τους χρηματοοικονομικούς.