Η απώλεια του Ζαν Λυκ Γκοντάρ την προηγούμενη εβδομάδα μάς βάζει πολύ περισσότερο μπροστά σε αυτά που κερδίσαμε παρά σε αυτά που χάνουμε. Γιατί ο Γκοντάρ δεν ήταν απλώς ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφους. Ήταν ταυτόχρονα και ένας από τους πιο ριζικούς αναμορφωτές του, ένας δημιουργός- τομή στην τέχνη την οποία χειρίστηκε και μαζί ένας ανατόμος της υφής και της υπαρξιακής διάστασης της κινηματογραφικής διαδικασίας. Όλες οι ταινίες του παρελθόντος και του μέλλοντος κουβαλούν την αφή του μεγάλου μετρ.
Είναι όμως πολύ εύκολο να περιορίσουμε την σημασία του Γκοντάρ στις ριζοσπαστικές αλλαγές που έφερε στην φόρμα και στη γλώσσα του κινηματόγραφου. Τα jump cuts, τη χρήση του μοντάζ και της κάμερας στο χέρι, τα τράβελινγκ, την σπασμένη αφήγηση κτλ. Αν θα θέλουμε να τονίσουμε ακόμα περισσότερο τη σημασία του μπορούμε να περιλάβουμε τη σημασία της επιρροής του στους σκηνοθέτες των επόμενων γενεών. Το πρόβλημα με τους δημοσιογραφικούς επικήδειους αυτού του τύπου, είναι πως δεν περιλαμβάνουν την ουσιαστική κατάθεση. Την καλλιτεχνική κατάθεση που περιλαμβάνει το βίωμα, την αντίληψη, την θέση και την συγκεκριμένη στάση. Ο κινηματογράφος του Γκοντάρ είναι ακατανόητος χωρίς να συμπεριλάβουμε την προσωπική του δέσμευση. Την υπαρξιακή θέση, την αισθητική πρόθεση, την πολιτική ταύτιση. Σε μια εποχή βομβαρδισμένη από τη γραμμή παραγωγής φτηνής εικόνας το παράδειγμα του Γκοντάρ μοιάζει ακατανόητο. Με τον ίδιο τρόπο που μοιάζουν ακατανόητα τα βιβλία του Μπολάνιο σε μια εποχή εύπεπτου μυθιστορηματικού αναχωρητισμού.
Ο Γκοντάρ είναι μια από τις σπάνιες αυτές περιπτώσεις καλλιτεχνών που ταυτίζονται σε απόλυτο βαθμό με την τέχνη την οποία υπηρέτησαν. Με την βεβαιότητα πως καμία άλλη τέχνη δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί τις ιστορίες, τους προβληματισμούς ακόμα και τις αστοχίες τους. Γιατί η τέχνη του Γκοντάρ ήταν και είναι (με έμφαση στον διαρκή ενεστώτα) ο κινηματογράφος ως συνολική στάση. Ο κινηματογράφος και όχι τα παράγωγά του. Η εικόνα ως αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο και όχι ως παραπλάνηση. Ο κινηματογράφος ως τέχνη και όχι ως μέσο.
Η βόμβα του Γκοντάρ -και κατ επέκταση της νουβέλ βαγκ- έχουν σημασία γιατί εμπεριέχει τον κινηματογράφο όχι μόνο ως συνθήκη δημιουργίας και ύπαρξης αλλά και τον κινηματογράφο στο σύνολό του. Αυτά που προηγήθηκαν και αυτά που έπονται. Τα γουέστερν του Φορντ και τις πολεμικές ταινίες του Φούλερ και μαζί τον κινηματογράφο του Γουονγκ Καρ Γουάι και του Ταραντίνο. Είναι η τέχνη ειπωμένη ταυτόχρονα ως λεξιλόγιο και ως προοπτική.
Έχοντας δει τις περισσότερες ταινίες του, -ακόμα και αυτές που δεν καταλαβαίνω γιατί τις γύρισε- νομίζω πως σέβομαι περισσότερο τον Γκοντάρ στις αποτυχίες του. Στις στιγμές που ένιωσα πως με έχασε τελείως. Είναι αυτές οι στιγμές που αναδεικνύουν το τρομαχτικό εύρος του. Το οποίο είναι ταυτόχρονα κα το εύρος του ίδιου του κινηματογράφου ως φόρμα έκφρασης. Ο Γκοντάρ είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται πως ο κινηματογράφος μπορεί να είναι (ή διεκδικεί να είναι) τέχνη του υψηλού. Χωρίς να αποφεύγει να αναμετρηθεί με το πλαστικό, το άμεσο, το ποπ, το κοινά αποδεκτό.
Πάνω απ όλα, ο Γκοντάρ θα είναι για πάντα αυτό που διεκδίκησε πάντοτε να είναι: οι εικόνες του. Η εξέγερση και τα παρισινά καφέ, η περιπλάνηση στις πόλεις, η Άννα Καρίνα και ο Μπελμοντό, η λογοτεχνία ως βίωμα, το αδιέξοδο των σχέσεων, ένας τρελός με γαλάζιο πρόσωπο, το κορίτσι και το πιστόλι, ο κινηματογραφημένος κινηματογράφος.
Ο θάνατος του Γκοντάρ δεν είναι η απώλεια ενός μεγάλου και καθοριστικού καλλιτέχνη που πεθαίνει . Είναι η επικύρωση της αμετάκλητης απώλειας ενός κόσμου που χάνεται.