Αναρωτήθηκα μήπως η ανατροπή στις Ηνωμένες Πολιτείες του ομοσπονδιακού δικαιώματος στην έκτρωση ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των παγκόσμιων γεγονότων, που μπορούμε να τα αποκαλέσουμε τόσο συγκλονιστικά όσο και απολύτως προβλέψιμα. Είδαμε τις νίκες της Δεξιάς, την πολιτικοποίηση της Ευαγγελικής Εκκλησίας, τη νέα της συνεννόηση με το Βατικανό και την τεράστια επιρροή της στους εκλεγμένους και διορισμένους αξιωματούχους. Είδαμε, επίσης, τους μετριοπαθείς Δημοκρατικούς να χαλαρώνουν την υποστήριξή τους στο δικαίωμα της έκτρωσης -ή να το υποβαθμίζουν- από φόβο μήπως χάσουν ψήφους. Πολύ συχνά πια, τόσο στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης όσο και στη λαϊκή κουλτούρα γίνεται αναφορά στα «αγέννητα παιδιά», πράγμα που δείχνει την επιτυχία της προσπάθειας των συντηρητικών να θεωρηθεί ότι η κατάργηση του δικαιώματος στην έκτρωση όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά και αναγκαία. Δεν συμφωνώ με τους αναλυτές που επιρρίπτουν την ευθύνη για την κατάργηση στις φεμινίστριες, ή στα τρανς άτομα, ή στην αποθανούσα Ρουθ Μπάντερ Γκίνσμπεργκ1. Αυτή η στάση να στρεφόμαστε εναντίον μας είναι πολύ εύκολη και λανθασμένη και μας εμποδίζει να κάνουμε εκείνο που είναι πράγματι απαραίτητο - να αναλύσουμε την ταυτότητα της σκληρής Δεξιάς και να την νικήσουμε. Για να συμβεί αυτό χρειαζόμαστε συμμαχίες που επιτρέπουν ακόμα και έντονες διαφωνίες στο εσωτερικό τους. Μπορούμε να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός με τους αγώνες μας, αλλά για να πετύχουμε τους στόχους μας πρέπει να γυρίσουμε σελίδα.
Tι πρέπει να γίνει κατανοητό στον κόσμο σχετικά με τις κοινωνικές τάσεις και τις δυνάμεις που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, και τι σημαίνει αυτό για την προστασία των δικαιωμάτων για τα οποία το φεμινιστικό κίνημα έχει δώσει σκληρούς αγώνες; Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια δυσμενή διάκριση.
Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι όταν λέμε ότι η άρνηση του δικαιώματος στην έκτρωση είναι διάκριση λόγω φύλου, μπορεί να θεωρηθεί πως λέμε ότι το φύλο παίζει ρόλο στην απόφαση άρσης αυτού του δικαιώματος, κάτι που είναι άδικο και μεροληπτικό. Η διάκριση δεν συμβαίνει εξαιτίας του φύλου. Αναφέρεται στο φύλο με έναν άδικο και προκατειλημμένο τρόπο, και το μόνο "φύλο" που έχει νομική οντότητα είναι αυτό που αναγνωρίζεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης δυσμενούς διάκρισης. Έτσι, ο ισχυρισμός σήμερα κάποιων φεμινιστριών ότι «η πατριαρχική καταπίεση των γυναικών έχει βαθιές ρίζες στα ισχύοντα αναπαραγωγικά συστήματα» μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αιτία της καταπίεσης είναι τα συγκεκριμένα συστήματα αναπαραγωγής. Αυτό δημιουργεί σύγχυση, είναι λάθος και δεν προάγει τους φεμινιστικούς στόχους. Η άποψη αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνονται εκτρώσεις συνδέεται με την κοινωνική οργάνωση της αναπαραγωγής. Το κράτος ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα στη μήτρα, ότι η μήτρα ανήκει στη δικαιοδοσία του και όχι στη δικαιοδοσία εκείνων που πραγματικά την έχουν. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να αντιταχθούμε στις αντιφεμινιστικές δυνάμεις που βλέπουν τη μήτρα με αυτόν τον τρόπο.
Εκφράζοντας την σύμφωνη γνώμη του με την απόφαση ανατροπής της απόφασης Ρόου κατά Γουέιντ, ο δικαστής Κλάρενς Τόμας άφησε να εννοηθεί ότι κάποιες άλλες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που στηρίζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή μπορεί επίσης να κινδυνεύουν, και ανάμεσά τους το δικαίωμα στο γάμο των ομοφυλοφίλων. Η απόφαση για την έκτρωση φαίνεται ότι είναι μια ισχυρή ένδειξη της αντίδρασης στην πρόοδο του φεμινισμού, της έμφυλης ισότητας και των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων. Συμφωνείς;
Νομίζω ότι είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου πολύ σοβαρότερου και επικίνδυνου από μια αντίδραση. Πρόκειται για ένα «σχέδιο παλινόρθωσης» το οποίο έχει ως τελικό στόχο την ανασυγκρότηση μιας τάξης πραγμάτων, που κάποιοι θεωρούν ότι έχει εξαρθρωθεί από την προοδευτική νομοθεσία και τις νέες μορφές έρευνας μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δεν θα γίνει η παλινόρθωση μόνο της πατριαρχίας, αλλά και η λευκή κυριαρχία, καθώς και ο αποκλειστικά ετεροφυλόφιλος γάμος. Ο Τόμας εξέφρασε τις δικές του απόψεις όταν έγραψε ότι πιστεύει πως το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει τώρα να επανεξετάσει τις αποφάσεις που απαγορεύουν την ποινικοποίηση της αντισύλληψης ή της παροχής συμβουλών σχετικά με αυτήν, που απαγορεύουν την ποινικοποίηση των πράξεων «σοδομισμού» ή στηρίζουν το δικαίωμα γάμου των ομοφυλοφίλων. Κατά την άποψή του, τα «δικαιώματα της προσήκουσας διαδικασίας» για την προστασία των ελευθεριών από την κρατική παρέμβαση είχαν ερμηνευθεί κακώς.
Αυτό που ζητά με την παρέμβασή του ο Τόμας είναι περισσότερη κρατική παρέμβαση, τον περιορισμό της ελευθερίας, ή την απόρριψη του δικαιώματος της επιλογής σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις. Ξεκαθαρίζει επίσης ότι με τον περιορισμό αυτών των αξιώσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί η αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων: ο «σοδομισμός» θα γινόταν και πάλι ανεπίτρεπτος∙ καμία γυναίκα δεν θα προσπαθούσε να κάνει έκτρωση∙ ο γάμος θα γινόταν πάλι ένας αποκλειστικά ετεροφυλόφιλος θεσμός.
Αυτό ίσως είναι προφανές, και φαίνεται ότι ένας από τους βασικούς μοχλούς, αν όχι ο κυρίαρχος μοχλός αυτού του "σχεδίου παλινόρθωσης» είναι η εκκλησία. Υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες που πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν την προσπάθεια;
Θα έλεγα ότι οι λευκοί ρατσιστές και οι Ρεπουμπλικάνοι του συνθήματος «Κάνε την Αμερική Μεγάλη Ξανά» διεξάγουν, επίσης, έναν πόλεμο κατά των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια μέχρι και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατηγορώντας τους αριστερούς για προσηλυτισμό στην ιδεολογία τους. Έτσι εξηγείται η επίθεση στα κινήματα για φυλετική δικαιοσύνη, για το δικαίωμα στην έκτρωση, για μια δίκαιη υγειονομική περίθαλψη και για τη νομική προστασία των μεταναστών, καθώς και η υποστήριξη της κατάργησης της απόφασης Ρόου κατά Γουέιντ από το λόμπι της οπλοκατοχής και της πολεμικής βιομηχανίας. Είναι σαφές ότι η στήριξη της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων.
Οι ακτιβίστριες προειδοποιούν ότι η διαδικτυακή δραστηριότητα θα μπορούσε να θέσει στον κίνδυνο τα άτομα που αναζητούν υπηρεσίες έκτρωσης. Μήπως πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά την ιδέα της ελευθερίας, και κυρίως των δικαιωμάτων, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης τεχνολογίας;
Η επιτήρηση μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ένα σοβαρό ζήτημα αν οι αμερικανικές πολιτείες που απαγορεύουν τις εκτρώσεις προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι καμία γυναίκα δεν θα περάσει τα σύνορα για να κάνει έκτρωση αλλού. Αλλά, όπως ξέρουμε, η επιτήρηση γίνεται τόσο από το κράτος όσο και από εταιρικά συμφέροντα, και ίσως η τελευταία είναι εξίσου επικίνδυνη. Κατά την άποψή μου, το επιχείρημα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων της αναπαραγωγικής ισότητας και δικαιοσύνης. Πρέπει να δείξουμε τους δεσμούς μεταξύ των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων σε όλα τα θέματα υγειονομικής περίθαλψης, όπως έκαναν οι φεμινίστριες της Λατινικής Αμερικής. Αντιλαμβάνομαι ότι ο νόμος δεν μπορεί πάντα να λειτουργεί με την ίδια ευελιξία όπως η κοινωνική θεωρία, αλλά είναι σίγουρα καιρός να επανατοποθετήσουμε το δικαίωμα στην έκτρωση στο πλαίσιο ενός ισχυρού κινήματος για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη.
Από πού μπορεί να υπάρξει κάποια ελπίδα στο μέλλον;
Ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα είναι να κάνουμε συμμαχίες που παλιότερα δεν πιστεύαμε ότι ήταν εφικτές. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό θα είναι εύκολο. Όμως στη σημερινή εποχή κατά την οποία τόσο ο φεμινισμός όσο και οι προοπτικές των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων λογοκρίνονται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου δικαιώματα που κατακτήθηκαν με κόπο καταργούνται και όπου η υγειονομική περίθαλψη περιορίζεται ή αποκλείεται, τόσο λόγω της κοινωνικής πολιτικής όσο και λόγους κόστους. Η επίθεση κατά της «ιδεολογίας των κοινωνικών φύλων» σε όλο τον κόσμο επικεντρώνεται στο κλείσιμο κλινικών οι οποίες πραγματοποιούν εκτρώσεις∙ κάποιες φεμινίστριες αποκαλούνται «δολοφόνοι»∙ γίνονται επιθέσεις εναντίον της διδασκαλίας στα σχολεία της ζωής των ομοφυλόφιλων και των λεσβιών- και επιθέσεις στην παροχή υπηρεσιών υγείας στα τρανς παιδιά. Η επίθεση στις κριτικές, φυλετικές σπουδές δεν είναι παρά μια μόνο περίπτωση της λευκής φυλετικής υπεροχής που ξαναχτυπά, κατηγορώντας τους ιστορικούς και όσους/ες ασχολούνται με την κριτική θεωρία πως ακολουθούν επικίνδυνες μεθόδους και αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια.Μια καλά συντονισμένη Δεξιά μάς έχει βάλει στο στόχαστρο, οπότε ίσως κι εμείς πρέπει να αποφασίσουμε με ποιο τρόπο θα συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας και ποιος είναι ο στόχος μας. Φυσικά, πρέπει να αγωνιστούμε για το δικαίωμα στην έκτρωση, αλλά από την στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι αυτό είναι ένα από τα πολλά δικαιώματα που εντάσσονται στην αναπαραγωγική δικαιοσύνη, και ότι και η αναπαραγωγική δικαιοσύνη είναι μέρος του πολύπλοκου και δυναμικού αγώνα για τη δικαιοσύνη εν γένει, τότε βρισκόμαστε σε καλό δρόμο για να σκεφτούμε τη δημιουργία μιας μετασχηματιστικής δύναμης που θα έχει στόχο την ισότητα και θα νικήσει τις δυνάμεις που προωθούν το μίσος και τις ανισότητες.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο βρετανικό περιοδικό New Statesman
1 ΣτΜ: Η Γκίνσμπεργκ (1933-2020) ήταν μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου, που είχε επιφυλάξεις για την απόφαση Ρόου κατά Γουέιντ, θεωρώντας ότι αυτή περιόριζε την ελεύθερη πρόσβαση στην έκτρωση, περιορίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα των γυναικών στην ιδιωτική τους ζωή.
Η έκτρωση χωρίς φυλετική δικαιοσύνη
δεν είναι «επιλογή»
της Σάρα Ματάισεν
Το 1981, δημοσιεύτηκε το πρωτοποριακό βιβλίο της πανεπιστημιακού και ακτιβίστριας Άντζελα Ντέιβις Women, Race & Class [Γυναίκες, φυλή και τάξη], ένα από τα κεφάλαια του οποίου είχε τον τίτλο “Racism, Birth Control and Reproductive Rights” [Ρατσισμός, έλεγχος των γεννήσεων και αναπαραγωγικά δικαιώματα]. Το βιβλίο θεωρείται ένα κλασικό κείμενο για τη θεωρητική θεμελίωση της μεταβαλλόμενης θέσης των μαύρων γυναικών στην ιστορία των ΗΠΑ και για την παρουσίαση της λευκής μυωπίας και του ταξικού ελιτισμού που αποδυναμώνουν το φεμινιστικό κίνημα. Το προαναφερθέν κεφάλαιο γράφτηκε στον απόηχο της τροπολογίας Χάιντ του 1977, η οποία απαγόρευε τη χρήση ομοσπονδιακών κονδυλίων για την πληρωμή μιας έκτρωσης (εκτός αν γίνεται για τη διάσωση της ζωής της μητέρας), καθιστώντας ουσιαστικά την ιατρική διαδικασία διαθέσιμη μόνο σε όσες γυναίκες μπορούσαν να την πληρώσουν επί τόπου. Ταυτόχρονα, το ομοσπονδιακό πρόγραμμα Medicaid συνέχισε να καλύπτει την πολύ πιο δαπανηρή διαδικασία της στείρωσης. Η Ντέιβις υποστήριξε ότι αυτός ήταν ένας καταναγκασμός που συνδέεται με την ιστορική κακοποίηση των φτωχών έγχρωμων γυναικών, την οποία θεωρούσε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει κάθε κίνημα για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα στην προσπάθειά του να πετύχει τους στόχους του.
Η Ντέιβις πρόβλεψε από τότε την κατεύθυνση που θα έπαιρναν οι νομικές επιθέσεις κατά των εκτρώσεων, που θα έπλητταν πρώτα τα δικαιώματα των πιο ευάλωτων και λιγότερο ισχυρών γυναικών. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ντέιβις έγραψε αυτό το δοκίμιο ήταν για να προειδοποιήσει το «σχεδόν ολόλευκο λιλιπούτειο» κίνημα για το δικαίωμα στην έκτρωση ότι η ανάλυσή του ήταν εντελώς λανθασμένη. Οι ακτιβίστριες για το δικαίωμα στην έκτρωση δεν είχαν καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο η νόμιμη έκτρωση -όπως και άλλες μορφές ελέγχου των γεννήσεων- θα μπορούσε, αν δεν αμφισβητούνταν ο ρατσισμός και η ταξική εκμετάλλευση, να υπονομεύσει την αναπαραγωγική αυτονομία «των μαύρων, των πορτορικανών, των μεξικοαμερικανίδων, και των ιθαγενών Αμερικανίδων, καθώς και των φτωχών λευκών αδελφών τους».
Η Ντέιβις απέδωσε τα υψηλότερα ποσοστά εκτρώσεων μεταξύ των φτωχών μαύρων και λατίνων γυναικών που ζούσαν στη Νέα Υόρκη, τόσο πριν όσο και αμέσως μετά την υπόθεση Ρόου κατά Γουέιντ, «όχι τόσο στην επιθυμία τους να απαλλαγούν από την εγκυμοσύνη τους, αλλά κυρίως στις άθλιες κοινωνικές συνθήκες που τις αποτρέπουν από το να φέρουν νέες ζωές στον κόσμο». Αυτή η εξαθλίωση θα μπορούσε να κάνει τις γυναίκες να «παραιτηθούν από το δικαίωμα σ’ αυτήν την ίδια την αναπαραγωγή». Η Ντέιβις υποστήριξε ότι το κίνημα για το δικαίωμα στην έκτρωση επαναλάμβανε τη ζημιά που έκαναν στις αρχές του 20ού αιώνα οι συνήγοροι του ελέγχου των γεννήσεων, όταν με μεγάλη ευκολία συνιστούσαν την έκτρωση στις φτωχές γυναίκες και την μητρότητα σε όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Το δοκίμιο της Ντέιβις παραμένει ένα επίκαιρο, ζωτικής σημασίας μάθημα που εξηγεί με ποιον τρόπο ο ρατσισμός και ο ελιτισμός που υπάρχουν στο εσωτερικό των φεμινιστικών κινημάτων κάνουν αναξιόπιστους τους ισχυρισμούς τους για καθολική δικαιοσύνη. Η καταγγελία της μάς βοηθά να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο ο ρατσισμός και η εκμετάλλευση παράγουν καθημερινές μορφές εξαναγκασμού οι οποίες αναγκάζουν τους ανθρώπους να τερματίσουν μια εγκυμοσύνη, μια πράξη που αν τα πράγματα ήταν αλλιώς δεν θα ήθελαν να κάνουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να καλύψουμε την τεράστια απόσταση που υπάρχει σήμερα μεταξύ του επισφαλούς νομικού δικαιώματος που εγγυάται η απόφαση για την υπόθεση Ρόου κατά Γουέιντ και της δυνατότητας, από πρακτική άποψη, να τερματιστεί μια εγκυμοσύνη. Αλλά πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε πόσο πραγματική ήταν η επιλογή των οικογενειών για τις οποίες ανησυχούσε περισσότερο η Ντέιβις με την παραπάνω απόφαση, και να αναλογιστούμε τους τρόπους με τους οποίους συσσωρεύτηκαν τεράστιες ανισότητες που για έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων καθιστούν την αναπαραγωγική επιλογή περισσότερο μύθο παρά πραγματικότητα. Αν δεν υπάρχουν επαρκείς πόροι ώστε να είναι δυνατές πολλές επιλογές, τότε η όποια επιλογή δεν έχει νόημα και προορίζεται μόνο για τους πιο προνομιούχους και εύπορους.
Σε ένα οικοσύστημα ελάχιστης κρατικής χρηματοδότησης, τα ιδιωτικά συντηρητικά φιλανθρωπικά δίκτυα τα πήγαιναν καλύτερα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η επιτυχία των κέντρων εγκυμοσύνης υπέρ της ζωής, που σήμερα αποκαλούνται «κέντρα αντιμετώπισης των κρίσεων εγκυμοσύνης». Όπως έχουν επισημάνει εδώ και καιρό οι ακτιβίστριες για το δικαίωμα στην έκτρωση, αυτά τα κέντρα χειραγωγούν όσες προσφεύγουν σ’ αυτά, προπαγανδίζοντας την αποφυγή των εκτρώσεων, συντηρητικές χριστιανικές αξίες και προάγοντας μια ρατσιστική ρητορική που στιγματίζει την αναπαραγωγή των μαύρων γυναικών. Αλλά συνδυάζουν αυτήν την βλαβερή πρακτική με την αναγκαία -αν και περιορισμένη- βοήθεια που οι έγκυες γυναίκες και οι οικογένειες συχνά δεν μπορούν να βρουν αλλού.
Από τότε που έγινε δυνατή η αναπαραγωγική «επιλογή», που τόσο συχνά παρουσιάζεται ότι συμβολίζει η υπόθεση Ρόου κατά Γουέιντ, αυτό που δεν έκανε το κράτος για τις οικογένειες σήμαινε ότι η συγκεκριμένη επιλογή αφορά ολοένα και λιγότερες γυναίκες. Αν δεν διατίθενται επαρκείς πόροι ώστε να υπάρχει μία αφθονία επιλογών, τότε η επιλογή καθαυτή δεν έχει νόημα, αφορά αποκλειστικά τις πιο προνομιούχες γυναίκες, δηλαδή εκείνες που έχουν επαρκείς οικονομικούς πόρους. Για όλες τις άλλες, η επιλογή παραμένει μια αφηρημένη και πολύ μακρινή ιδέα.