Φέτος, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, πραγματοποιούνται πολλές εκδηλώσεις μνήμης για το σημαντικό αυτό γεγονός του ελληνισμού. Υπάρχει όμως και ο Πρώτος Διωγμός, κατά το 1914-15, στον οποίο δεν αναφερόμαστε τόσο, αν και ήταν εξίσου σκληρός και προϊδέαζε για τα μελλούμενα. Και τότε ήρθαν πρόσφυγες στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και στη στεριανή Ελλάδα. Μόνο που αρκετοί επέστρεψαν στα πατρογονικά τους εδάφη το 1919, με την εγκατάσταση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.

Την εγκατάσταση και παραμονή μιας οικογένειας προσφύγων στο σπίτι που διέμεινε, παρουσιάζει ο Στράτης Μυριβήλης, το 1915, στο χρονογράφημα «Προσφυγική επιδρομή στο σπίτι μου», στην εφημερίδα της Λέσβου «Σάλπιγξ» (17&18.1.1915). Πληροφορούμαστε ότι στο σπίτι αυτό κατοίκησαν κατά περιόδους οι δημοσιογράφοι Θεόδωρος Θεοδωρίδης, Κώστας Τσελέπης, ο τυπογράφος Μανώλης Βουλαλάς, ο ποιητής Βάσος Ελεγάς, ο λόγιος Νίκος Πασαλής κ.ά. Η διαμονή όλων ήταν ήσυχη. Κάποια μέρα γράφει ο Μυριβήλης «η διπλανή μου κάμαρη του πάνω πατώματος νοικιάστηκε από τον κυρ-Μανώλη εις μίαν οικογένειαν προσφύγων. Ήταν ένας παπάς, συνοδευόμενος από την παπαδιάν του, την παπαδοπούλαν του και τα σχετικά παπαδόπουλα, τρία τον αριθμόν. Ο πρώτος μήνας προπληρωμένος, πήγε καλά. Όταν όμως τέλειωσε το νοίκι ο παπάς εδήλωσε μίαν ωραίαν πρωίαν τηλεσιγραφικώς ότι “δεν εννοεί να πληρώσει ούτε πεντάρα πια, χωρίς και να έχει σκοπό να το κουνήσει το παράπαν από το σπίτι”. Αυτή ήταν η είδησις η οποία έπεσε ως οβίδα των σαράντα δύο από το πρώτο πάτωμα εις το δεύτερο. Έκτοτε αι σχέσεις μεταξύ νοικοκύρη και νοικατόρων οξύνθηκαν επιφόβως». Ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και στους πρόσφυγες ενοικιαστές άρχισαν διάφορες τριβές, τόσο που ο χρονογράφος γράφει «εκηρύχθη ο πόλεμος μεταξύ του πρώτου και δευτέρου πατώματος, αι εχθροπραξίαι ήρχισαν ραγδαίαι και με ίσην έντασιν και από τα δύο μέτωπα. Η ζάχαρη εκοπανίζετο συχνότερα και θορυβοδέστερα. Τα παπαδόπουλα ανεβοκατέβαιναν περισσότερες φορές, ο Στρατήγους εκυλούσεν αδιακόπως τους βόλους του, και εις τον κυρ-Μανώλην εδηλώθη επισήμως ότι αν ξαναπατήσει εις το επάνω πάτωμα με διαθέσεις εχθρικάς θα τον εκατέβαζαν πυξ και λαξ. Ο κυρ-Μανώλης εσκέφθη ωρίμως επί του ζητήματος και απέφευγε πράγματι ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Διότι η νίκη ήτο εξησφαλισμένη σχεδόν από το επάνω πάτωμα όπου υπήρχε σωστή Τριπλή συμμαχία και επιμαχία, του παπά, της παπαδιάς και της παπαδοπούλας, μιας πολύ ευρώστου και σφριγηλούς ανατολίτισσας της οποίας οι γρόνθοι ελογάριαζαν πολύ εις μίαν πιθανήν εμπλοκήν, ενώ ο κυρ-Μανώλης δεν είχε ως σύμμαχον την κυρα-Ακινδύναν, της οποίας η πολεμική δράσις περιορίζετο μόνον εις φρικιαστικάς κατάρας και θρήνους απελπισίας». Τότε από τον ιδιοκτήτη «απηγορεύθη εις την οικογένειαν των επιδρομέων η άντλησις από το πηγάδι. Τους έκοψαν το νερό. Αλλά αυτό δεν μετέβαλε ποσώς την κατάστασιν διότι η μπρατσωμένη παπαδοπούλα εκουβαλούσε νερό από την βρύση, και η λαγήνα ήτανε φτερό στα χέρια της». Τότε ο ενοικιαστής πρόσφυγας αντεπετέθηκε «εις επίμετρον ο παπάς έκανε άλλο ένα πραξικόπημα, το οποίον ξεφρένιασε τον ιδιοκτήτην και έκαμε την συμβίαν του να τίλλει τας λευκάς τρίχας της, και να χύνει Δουνάβεις δακρύων από την απελπισίαν. Στο οξάτο του επάνω πατώματος κάθηται ένας γυμνασιόπαις ο οποίος ήλθε μετά την εγκατάστασιν του παπά, ο οποίος παπάς είχε νοικιάσει μαζί με την κάμαρη και το οξάτο. Εζήτησε λοιπόν ο παπάς το νοίκι του γυμνασιόπαιδος να πληρώνεται εις αυτόν ως κάτοχον του οξάτου. Βλέπετε οι επιδρομείς ενικούσαν καθ’ όλην την γραμμήν, και επολέμουν εντός του εχθρικού εδάφους». Για την επίλυση του προβλήματος ο ιδιοκτήτης κατέφυγε σε μεσολαβητές: «επήγε στη Διοίκηση, στο Δεσπότη και στην Αστυνομία. Αλλά από παντού εβεβαιώθη πως είναι αδύνατον να εξωσθεί ο παπάς ως πρόσφυξ. Τότε ανέλαβε να εύρει του παπά μια κάμαρη και να του πληρώσει ένα μηνιάτικο εκείνος, και έτσι να υπογραφεί μία έντιμος οπωσούν ειρήνη. Επεσκέφθησαν λοιπόν την κάμαρη. Αλλά συνέβη να μην του αρέσει του παπά, και η πρότασις απερίφθει παμψηφεί υπό της οικογενείας. Τα πράγματα έφθασαν εις το απροχώρητον». Επιχείρησε «να τους μανταλώσει έξω από την πόρτα του σπιτιού του και μα μην τους αφήσει να ξαναπατήσουν μέσα. Αλλά το σχέδιον είχε μαντευθεί από το αντίθετον στρατόπεδον και οσάκις ο παπάς έβγαινε έξω εφύλαγαν βάρδια ως άγρυπνοι οπλοσκοποί η παπαδιά με την παπαδοπούλαν με επικουρικά αποσπάσματα από τα τρία παπαδόπουλα». Ακολούθησαν ξυλοδαρμοί, βρισιές, τραυματισμοί, φωνές, αντεγκλήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι ο Μυριβήλης βρέθηκε να εκτελεί «χρέη ειρηνοποιού πρέσβεως μεταξύ των δύο αντιμαχομένων μερών προσπαθών να καταπείσω τον παπά να μετοικήσει πληρώνοντος του κυρ-Μανώλη το νοίκι ενός μηνός, ως πολεμικήν αποζημίωσιν του ηττημένου. Εν τούτοις αν εσείς γνωρίζεται καλυτέρα λύση, σας παρακαλώ να με φωτίσετε εν ονόματι της οικογενειακής σας ειρήνης». Μπορεί τα παραπάνω να είναι χρονογράφημα, αλλά παρουσιάζουν μέρος της σκληρής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε με τους διωγμούς των Μικρασιατών προσφύγων. Διαπιστώνουμε ότι αυτά τα γραπτά μάς δίνουν πληροφορίες που δεν βρίσκουμε σε άλλες γραπτές πηγές.

 

Αριστείδης Καλάργαλης Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet