Ο Χρήστος Μαρκίδης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ζωγράφου. Την ώρα που ο κόσμος διακατέχεται από τη νεύρωση του καινούργιου, την εμμονή του νέου και τη λατρεία του μετά, αυτός ανασκάπτει το παρελθόν που αγαπά, βυθίζεται και αναβαπτίζεται στα ιαματικά νερά του ουτοπικού μοντερνισμού και αναδεύει με υπομονή τα σπαράγματα της γενιάς του τριάντα περί ελληνικότητας, ήτοι του μοντερνισμού της καθ΄ ημάς ανατολής. Ο Μαρκίδης είναι ένας ζωντανός αναχρονισμός που, σαν τον σαλό του χωριού, ψάχνει το νόημα στα χρόνια της απομάγευσης, τις σταθερές στην εποχή της αποδόμησης, τη μνήμη στο ρευστό, μεταμοντέρνο σήμερα. Μάχεται ανεμόμυλους και αναφωνεί τα ύστατα χαίρε στους τιμημένους νεκρούς του. Τον «ευπατρίδη» Μόραλη, τον «σεμνό δάσκαλο» Τέτση, τον Λορεντζάτο Ζήσημο και τον ποιητή Χρήστο Μπράβο… Είναι ένας Δον Κιχώτης που δεν μυρίζει ναφθαλίνη γιατί καταφέρνει να σώζει την πίστη του και να διακονεί τη ρίζα κάθε δημιουργικότητας, το σχέδιο δηλαδή, με τη δύναμη του ηρωικού παρελθόντος της μεγάλης ζωγραφικής του τελάρου.
Στέκει μόνος, μακριά από τη ζωγραφική με το κιλό ή με το στρέμμα καλύτερα, των ξεπουπουλιασμένων ακαδημαϊκών που γήτεψαν τους ακμάζοντες –στην προ κρίσης περίοδο της νεοελληνικής αφασίας– νεόπλουτους αγοραστές και συλλέκτες και παραμένει ορκισμένος εχθρός της «κεσσανλικής εποχής», όπως την ονοματίζει ο ίδιος στη συλλογή μικροδοκιμίων του με τον τίτλο «Κατάματα» από τις εκδόσεις Αρμός, και των επιγόνων της που τους αποκαλεί «τσακάλια» που «αργότερα θα έπαιρναν τα κλειδιά της Ακαδημίας (βλ. της ΑΣΚΤ) από τους ιερείς». Κοντολογίς στέκει παράταιρος με το πνεύμα της εποχής, ένας μάγος του σχεδίου –αλήθεια ποιος σχεδιάζει έτσι σήμερα; – στην ιαματική σκιά των γιγάντων (του).
Ο Μαρκίδης έχει σταθερά σημεία αναφοράς τους Φράνσις Μπέικον και Αλμπέρτο Τζακομέτι, τους μύστες του τέλους της παραστατικής τέχνης. Του τέλους με τη χεγκελιανή αντίληψη. Με την έννοια δηλαδή του ανώτερου επιπέδου εξέλιξης πέραν του οποίου ουδέν νεότερο θα συμβεί. Μαθητεύει δε εμμονικά στη σκέψη του Μπρακ και στο δημιουργικό μεγαλείο του Πικάσο. Αυτό είναι το ηρώο του.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ το σχετικό απόσπασμα για τους Μπέικον και Τζακομέτι από το «Κατάματα» όπου τους αποκαλεί ως τους δύο τεράστιους υπαρξιακούς της όρασης στον αιώνα που έφυγε. Γράφει λοιπόν: «Η κεφαλαιώδης διαφορά τους συνίσταται στο ότι ενώ ο πρώτος τραβάει προς τη μεριά του θηρίου, ο δεύτερος φέρει την απουσία, θύμα εξιλαστήριο και μάρτυρας. Θα έλεγα άκακος, θεωρεί εαυτόν ως μόνιμο υπαίτιο, και σ’ αυτό το προσωπικό πεδίο μόνιμα και παράφορα θυσιάζεται. Η αγωνία τον οδηγεί στο σημείο μηδέν της ακρίβειας: ανθρώπινη μορφή και φιγούρα σε λύπης απαντοχή και άκρα ταπείνωση. Έρημη χώρα, τέφρα της αγρύπνιας, πάθος της φωτιάς, περιουσία του γνόφου».
Ο Μαρκίδης συνεχίζει το ρετρό παραλήρημα του, που όμως έχει δυναμική και γοητεία γιατί είναι ειλικρινές και πηγαίο, και προτρέπει/προσθέτει: « Προσπάθησε να εννοήσεις αυτό που οι μεγάλοι καλλιτέχνες κομίζουν. Όλοι αγγίζουμε κάποτε το όριο στο οποίο κάθε τι κεκτημένο εξανεμίζεται. Ο Τζακομέτι διείδε με τη σειρά του το τέλος του μύθου, η Δύση πληρώνει τη συγκεκριμένη στέρηση χρόνια. Και σαν αντίβαρο γεννάει υποκατάστατα κύρους και μνημεία των προσωπικώς και εναγωνίως πασχόντων». Σε άλλο δοκίμιο τελεσιδικεί για μία ακόμη φορά υπέρ του μοντερνισμού contre temps στην εποχή της παγκοσμιοποίησης: «Ο μοντερνισμός ορθώνεται ως η έσχατη αναλαμπή της οικουμενικής ουτοπίας στην τέχνη. Κι εμείς οι κατοπινοί –του παγκοσμιοποιημένου πια τόπου– συλλέκτες της αγωνίας όσων ορυκτών μας απόμειναν».
Να λοιπόν πως εξηγείται και γίνεται κατανοητό το έργο, αλλά και η στάση ζωής του Χρήστου Μαρκίδη, σε μια εποχή που σκέπτεται και δρα τελείως διαφορετικά και το κυριότερο σε μια εποχή που η ζωγραφική τελάρου και το σχέδιο έχουν περάσει στο περιθώριο ή εν πάση περιπτώσει σε δεύτερη μοίρα με τις εγκαταστάσεις και τα νέα μέσα να έχουν την πρωτοκαθεδρία και όπου υπάρχει ζωγραφική αυτή να κυριαρχείται από μια neo-pop αισθητική με χαρακτηριστικά διακόσμησης.
Ο Μαρκίδης στη γκαλερί 7 εκθέτει 32 επιλεγμένα σχέδια της τελευταίας δεκαετίας, μολύβια, κάρβουνα, μελάνια και παστέλ, και επανεκδίδει στον Αρμό, εμπλουτισμένο, τον μικρό τόμο με τα περί ζωγραφικής και όχι μόνο, δοκίμια του και με τον τίτλο «Κατάματα».
Το ανθρώπινο σώμα αποθεώνεται αλλά και γειώνεται, έγκλειστο, φθίνον και συστρεφόμενο, σε στάση μετανοίας ή προσευχής, σε μια αέναη επι-στροφή προς τα κάτω. Αναπαύεται πριν τη μεγάλη εκτίναξη; Ρέπει προς την αδράνεια και την ακύρωση της επιθυμίας; Αναστοχάζεται στην υπαρξιακή μοναξιά του ή αγαπάει το μεγάλο ύπνο; Φοβάται ή θλίβεται; Όλα αυτά μαζί ή τίποτα απ’ αυτά; Ποιος μπορεί να ξέρει και τι σημασία έχει άραγε η όποια απάντηση. Σημασία έχουν οι σκέψεις και τα ερωτήματα, σημασία έχουν αυτές οι μικρές εκρήξεις σχεδίου, οι μικρές αλλά δυναμικές μολυβένιες χειρονομίες στο χαρτί και οι ανθρώπινες φιγούρες που διαλύονται και επανασυντίθενται στο διηνεκές.
Ο ίδιος εξομολογείται ότι κάνει φιγούρες που πέφτουν, προσκυνούν, στοχάζονται ή απλώς λυγίζουν. «Ίσως από την ουσιώδη στέρηση γεννηθούν τα μέσα μου, όπως άλλοτε στις νεκρές φύσεις, όπως στο Ιαπωνικό Μπούτο ή τον δικό μας Επιτάφιο που κουβαλάει ακίνητος το αρχαίο φαρμάκι»…
Φινάλε εδώ, με μια προσωπική αναφορά καταληκτική και ακροτελεύτια σαν χαιρετισμός από την απέναντι όχθη…
Χαίρε Μαρκίδη από καιρούς ξεχασμένους!