«Ο Μακιαβέλι μετά τον Μακιαβέλι» συλλογικό έργο, εκδόσεις angelus novus, 2022
Τα έργα του Μακιαβέλι, πέντε αιώνες μετά τη δημοσίευσή τους, εξακολουθούν να προσομοιάζουν με διφορούμενο χρησμό και γρίφο που πλείστες όσες ερμηνείες εξακολουθούν να πασχίζουν για την επίλυσή τους. Κοινός τόπος θεωρείται πλέον ο δισυπόστατος χαρακτήρας της σκέψης του Μακιαβέλι, που παρομοιάζεται με Κένταυρο. Ο Ηγεμόνας, που εν πολλοίς εκλαμβάνεται ως οδηγός χρήσης προς τους ηγέτες για την με κάθε κόστος και μέσο εδραίωση της ηγεμονίας τους, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τις Διατριβές: το δημοκρατικό, επαναστατικό μανιφέστο με παραλήπτη τον λαό. Αν ο Ηγεμόνας απευθύνεται στον καταπιεστή, οι Διατριβές είναι η φωνή του καταπιεσμένου. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, να ισχύει το αντίστροφο; Ο Ηγεμόνας να συνιστά εν τέλει μια ανατομία της εξουσίας ζωογονώντας τον αυτο-αναστοχασμό των λαών; Ένας εκ των συντελεστών του τόμου, ο Αουγούστο Ντόλφο, μας θυμίζει μια επισήμανση του Καρλ Σμιτ σε ένα άρθρο του, δημοσιευμένο σε εφημερίδα του 1927. Γράφει εκεί ο Σμιτ:
«Με τον ίδιο τρόπο που ένας μακρύς κατάλογος ονομάτων έχει περιγράψει [τον Μακιαβέλι] ως ένα ανήθικο τέρας, μια εξίσου αχανής βιβλιογραφία τον έχει υπερασπιστεί». [1]
Πράγματι, η σκέψη του Μακιαβέλι στοιχειώνει όχι μόνο τη φιλοσοφική γραμματεία του 17ου και 18ου αιώνα αλλά και την πολιτική θεωρία του 20ού. Ο Σπινόζα στην Πολιτική Πραγματεία επαινεί τον Μακιαβέλι ως «οξυδερκέστατο» [2] «οπαδό της ελευθερίας» που «έδωσε τις πλέον σωτήριες συμβουλές για τη διαφύλαξή της»[3] και ο Ρουσό στο Κοινωνικό Συμβόλαιο υποστηρίζει ότι ο Ηγεμόνας «έδωσε μεγάλα μαθήματα στους λαούς». [4] Τον 20ό αιώνα, η σκέψη του Μακιαβέλι εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο διασταυρούμενων πυρών, που υπαγορεύονται από ριζικά διακριτά πολιτικά προτάγματα και ιδεολογικά επίδικα. Αν για τον Λέο Στράους, ο Μακιαβέλι είναι «ένας ανήθικος και άθρησκος», ένας «διαβολικός και ο ίδιος ο διάβολος» [5], ο Γκράμσι και ο Αλτουσέρ αναγιγνώσκουν τον Ηγεμόνα ως το επαναστατικό προσκλητήριο που απευθύνεται στους λαούς, ενώ ερμηνευτικά σχήματα που κυοφορούνται κυρίως στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, όπως αυτά των Κουέντιν Σκίνερ και Φίλιπ Πέτιτ, αποκαθαίρουν τη σκέψη του Μακιαβέλι από τη μομφή του «δασκάλου του κακού» αναγιγνώσκοντάς την με τις διόπτρες του ρεπουμπλικανισμού ή/και του κλασικού φιλελευθερισμού.
Τούτων δοθέντων, ο ανά χείρας τόμος, που έρχεται να καλύψει ένα κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία περί Μακιαβέλι, εμφορείται από μια θέση που διατυπώνει ο Κλοντ Λεφόρ και μας θυμίζει στο κείμενό του ο Σωτήρης Σιαμανδούρας, σύμφωνα με την οποία, το μακιαβελικό έργο συνιστά «ενεργό κόμβο» μιας αέναης συζήτησης που το υπερβαίνει παρωθώντας τον αναγνώστη-ρια να ανα-στοχαστεί τη φύση της ίδιας της ερμηνείας και την πολιτική ατζέντα που εγκλείει η τελευταία. [6]
Ως πρώτο κείμενο του τόμου, επελέγη αυτό του Ετιέν Μπαλιμπάρ, που επικεντρώνεται στην αινιγματική φράση του Μακιαβέλι για «την πραγματική αλήθεια του πράγματος» η οποία, τέμνοντας την επιστημολογία με την πολιτική, αποτελεί καθοδηγητικό μίτο στα κείμενα που ακολουθούν. Υποδηλώνοντας τη χειραφέτηση, τόσο από πλατωνικής κοπής ουτοπίες, που γίνονται η προκρούστεια κλίνη του τυφλού βολονταρισμού του ηγεμόνα επί της οποίας τοποθετούνται η ιστορία και η πολιτική, όσο και από θεόπνευστες τελεολογίες που προεξοφλούν το αίσιον τέλος της ιστορίας, «η πραγματική αλήθεια του πράγματος» εγκαινιάζει μια νεωτερική φιλοσοφία της πράξης πριν την έλευση της νεωτερικότητας. «Η πράξη», γράφει ο Μπαλιμπάρ, δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά παρουσιάζεται ως μια υπόθεση, ως μια διακινδύνευση αλληλένδετη με την προσπάθεια αλλαγής των συνθηκών και αντίστασης στην τύχη».[7]
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τα κείμενα των Ιγκ Πολτιέ, Μιχάλη Μπαρτσίδη, Σωτήρη Σιαμανδούρα, Αλμπέρτο Πίνα και Μαρί Γκάιγ, και αφορά την έννοια της διχόνοιας, που κυρίως στις Διατριβές του Μακιαβέλι, γίνεται καταλύτης της ιστορίας και καύσιμο υλικό της ελευθερίας. Oι κοινωνικές αναταραχές και εκρήξεις γίνονται η μαγιά του νόμου όχι απέναντι στην ελευθερία αλλά ως αδήριτη προϋπόθεσή της. Οι λαϊκές εξεγέρσεις δεν υπονομεύουν, υποστηρίζει ο Μ. Μπαρτσίδης, αλλά αντίθετα, ζωογονούν τη δημοκρατία[8] και έχουν εν τέλει ταξικό πρόσημο. Ο Μακιαβέλι «μετατοπίζει τον τόπο της πολιτικής προβληματικής [...] από τη μορφή του πολιτεύματος στις ταξικές σχέσεις».[9]
Η δεύτερη ενότητα του τόμου αφορά τις ιδεολογικές χρήσεις της μακιαβελικής έννοιας της ηγεμονίας τον 20ό αιώνα, κυρίως από μια μεγάλη σχολή θεωρητικών του μαρξισμού, που εκτείνεται από τον Γκράμσι στους Αλτουσέρ, Αμπενσούρ και Λεφόρ. Τα κείμενα των Παναγιώτη Σωτήρη και Βιτόριο Μορφίνο επικεντρώνονται στην ερμηνεία του μακιαβελικού Ηγεμόνα από τον Γκράμσι και τον Αλτουσέρ δείχνοντας περίτεχνα πώς η συνάντηση του Αλτουσέρ με τον Μακιαβέλι είναι την ίδια στιγμή η συνάντηση και συνομιλία του με τη σκέψη του Γκράμσι. Ο Μακιαβέλι του Αλτουσέρ «είναι ο Μακιαβέλι του Γκράμσι».[10]
Η Βίκυ Ιακώβου εξετάζει τα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της μετάβασης του Λεφόρ από τον Μαρξ στον Μακιαβέλι. Ο Μακιαβέλι ως ο «άλλος» του Μαρξ είναι για τον Λεφόρ ένας Μαρξ αποκαθαρμένος από τις νομοτέλειες που του απέδιδαν τα κομματικά ιερατεία των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στο τρίτο μέρος του τόμου με τίτλο «Δίκαιο», ο Γιώργος Στείρης φωτίζει πτυχές του έργου του Μακιαβέλι που καθίστανται ερμηνεύσιμες με τα εννοιολογικά εργαλεία του νομικού θετικισμού. Η χειραφέτηση του νόμου από τη θεία βούληση, η συσχέτισή του με τη βούληση του ηγεμόνα και η ταύτισή του με την ισχύ καθιστούν τον Μακιαβέλι προάγγελο των ιδεών του νομικού θετικισμού πολλούς αιώνες πριν τον Κέλσεν. Στην ίδια προβληματική εντάσσεται το κείμενο του Γιώργου Βασιλάκου που εξετάζει τη δυνατότητα συνάρθρωσης μιας ενιαίας θεωρίας του δικαίου στον Μακιαβέλι.
Το κείμενο της Αγγελικής Παπαθανασίου, στο οποίο επιστρατεύει την ανάλυση του Κοσμά Ψυχοπαίδη για τον Μακιαβέλι ως απάντηση στην κριτική του Φουκό στον Μακιαβέλι, θα ήταν ενδιαφέρον να αναγνωσθεί παράλληλα με το κείμενο του Νικόλαου Τσίρου, που εντάσσεται στην τέταρτη ενότητα, και αναφέρεται στην ερμηνεία του Μακιαβέλι από τον Π. Κονδύλη. Και τούτο διότι οι αντιτιθέμενες ερμηνείες του Μακιαβέλι από τους Ψυχοπαίδη και Κονδύλη οδηγούν σε δύο αντίπαλες συλλήψεις της σύστασης της πολιτικής. Αν για τον Κονδύλη, κανόνες και αξίες έχουν πολεμική διάσταση και υποκρύπτουν κυριαρχικές αξιώσεις, για τον Ψυχοπαίδη η θεωρία οφείλει να ερμηνεύει τους κανόνες ως λειτουργικούς όρους της αναπαραγωγής της κοινωνίας.
Για τον Ψυχοπαίδη, η «εύτακτη πολιτεία» του Μακιαβέλι, υιοθετεί μια κανονιστική έννοια του λαού, «που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη φιλίας μεταξύ των μελών του […] και μετατρέπει το κατακτητικό και εξουσιαστικό πράττειν σε συνειδητή και ελευθεριακή πολιτική».[11]
Η τέταρτη ενότητα με τίτλο, «Αρετή» περιλαμβάνει το κείμενο του Ευθύμιου Κατσούλη που αναφέρεται στις όψεις του αντιμακιαβελισμού στην Ιβηρική Χερσόνησο, το κείμενο του Αουγούστο Ντόλφο, που επικεντρώνεται στην ανάγνωση του Μακιαβέλι από τη Σχολή του Κέιμπριτζ, του Νικόλαου Τσίρου σχετικά με την ερμηνεία του Μακιαβέλι από τον Π. Κονδύλη, του Αλέξανδρου Σχισμένου που φωτίζει τα μακιαβελικά δίπολα, αρετή και τύχη, καιρός και χρόνος, και του Γιώργου Φαράκλα που εξετάζει την προαιώνια διαμάχη Λόγου και παθών καθώς και τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αρετής και συμφερόντων, αξίας και αποτελεσματικότητας στην πολιτική.
Η τελευταία ενότητα με τίτλο, «Τέχνες» περιλαμβάνει το κείμενο της Μαριλένας Καρρά που συνιστά κόμβο διασταύρωσης της προοπτικής του Λεονάρντο Ντα Βίντσι με την απροσδιοριστία στη μακιαβελική πολιτική και το κείμενο του Ηλία Παπαγιαννόπουλου που συσχετίζει το θεατρικό έργο «Ο Μανδραγόρας» με μια ιδιότυπη πολιτική επιτέλεση.
Εν κατακλείδι, ο ανά χείρας τόμος δεν είναι μόνο συμβολή πολύτιμη στις ανθρωπιστικές σπουδές την εποχή της άλωσής τους από τη λογική της αγοράς που διαβρώνει και μεταλλάσσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο, αλλά επιπλέον απευθύνεται σε κάθε ενεργό πολίτη δείχνοντας ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο πολίτευμα και ιδεώδες, αλλά γίγνεσθαι, κίνηση και αέναος αγώνας για την πραγμάτωσή της.
Σημειώσεις
1. Ο Μακιαβέλι μετά τον Μακιαβέλι, επιμ. Χρυσάνθη Αυλάμη, Βίκυ Ιακώβου, Σωτήρης Σιαμανδούρας, Γιώργος Φαράκλας, Αθήνα, angelus novus, 2022, σ. 271.
2. Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, μτφρ. Α. Ι. Στυλιανού, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 134.
3. Στο ίδιο, σ. 135.
4. Ζ. Ζ. Ρουσσώ, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο,μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου και Α.Σταϊνχάουερ, Αθήνα, Πόλις, 2006, σ. 131.
5. Leo Strauss, Thoughts on Machiavelli, University of Chicago Press, Σικάγο, 1958, σ. 9-10, σ. 11-13, σ. 175.
6. Σωτήρης Σιαμανδούρας, «Τα όρια της ερμηνείας του Μακιαβέλι από τον Λεφόρ: το δημοκρατικό παράδοξο και η φυσικοποίηση της ανισότητας», στο Ο Μακιαβέλι μετά τον Μακιαβέλι, ό.π., σ. 90.
7. Etienne Balibar, “’La verita effetuale della cosa’ Praeter Mathesin,” στο ίδιο, σ. 28.
8. Μιχάλης Μπαρτσίδης, «Διχόνοιας Εγκώμιο»: η δημοκρατία ως ενεργητική ισορροπία δυνάμεων στον Μακιαβέλι», στο ίδιο, σ. 70.
9. C. Lefort, Le travail de l’ oeuvre Machiavel, Παρίσι, Gallimard, 1986, σ. 471.
10. Vittorio Morfino, «Ο Ηγεμόνας μεταξύ Γκράμσι και Αλτουσέρ», Ο Μακιαβέλι μετά τον Μακιαβέλι, ό.π., σ. 182.
11. Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Κανόνες και Αντινομίες στην Πολιτική, Πόλις, Αθήνα, 1999, σ. 88-89.