Δημήτρης Παναγιωτάτος «Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο;», εκδόσεις Καστανιώτη, 2022
Αρκετά πρωτότυπο είναι το βιβλίο του Δημήτρη Παναγιωτάτου «Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο;». Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο ή μάλλον σύνολο μικρών κειμένων με θέμα τις λογοτεχνικές, τις κινηματογραφικές και άλλες απόψεις του συγγραφέα. Αυτά τα κείμενα δεν έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα ούτε είναι κριτικές για βιβλία και ταινίες, απλώς έχουν αρέσει στον Παναγιωτάτο, ο οποίος υπήρξε από παιδί φανατικός αναγνώστης και κινηματογραφόφιλος. Το σημαντικό είναι πως κάποια βιβλία και κάποιες ταινίες τον έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα, και μάλιστα επηρέασαν καθοριστικά την πορεία του στη ζωή. Ακριβώς γι’ αυτό ο υπότιτλος του βιβλίου συμπληρώνει τον τίτλο: «50 ταινίες και βιβλία που άλλαξαν τη ζωή μου για πάντα».
Σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και καθηγητής κινηματογράφου στο New York College της Αθήνας, ο Παναγιωτάτος έχει σπουδάσει κινηματογράφο στο Παρίσι, στο πανεπιστήμιο Paris 8. Ως σκηνοθέτης και παραγωγός έχει γυρίσει εφτά ταινίες μεγάλου μήκους και πολλές τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες. Γνωστή σε μας είναι η ταινία του –ένα ερωτικό νουάρ– «Η νύχτα με τη Σιλένα» του 1986, βασισμένη σε ένα διήγημα του Βασίλη Βασιλικού.
Στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας σημειώνει «απλά αλλά και απόλυτα» πως «η τέχνη μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων». Άλλαξε τη δική του και είναι βέβαιος πως το ίδιο συνέβη με πολλούς άλλους. Το βιβλίο, λοιπόν, είναι η προσωπική του μαρτυρία για το συγκεκριμένο θέμα. Αφού τονίσει πως «η τέχνη έχει τους δικούς της κανόνες» και πως «δεν είναι αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά αντανάκλαση της πραγματικότητας», ο συγγραφέας εξομολογείται πως κάποιες ταινίες και βιβλία μπήκαν βαθιά μέσα του και τον επηρέασαν, αφού του αποκάλυψαν κρυφές και ανομολόγητες πλευρές του εαυτού του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τριάντα κεφάλαια που συνθέτουν εννέα θεματικές ενότητες: τον έρωτα, την επιθυμία, τη δημιουργία, την παιδική ηλικία, την αμφισβήτηση του κόσμου, τα πολύ προσωπικά, την επιστήμη, το παρελθόν και την απώλεια-θάνατο. Το πρώτο θέμα, ο έρωτας, το κυρίαρχο αίσθημα που επηρεάζει καθοριστικά τη ζωή των ανθρώπων, έχει βασική θέση στο βιβλίο. Ειδικά για τον απαγορευμένο έρωτα, ο συγγραφέας σημειώνει πως έτρεφε πάντα μεγάλη αδυναμία στους απαγορευμένους έρωτες, δηλαδή σ’ εκείνους που δεν υπολογίζουν ομορφιά, ηλικία, φύλο, γλώσσα, χρώμα, κοινωνική τάξη και σεξουαλική ιδιαιτερότητα. Τονίζει πως ορισμένες κοινωνίες υπήρξαν πιο σκληρές «από τους ιούς και τις αρρώστιες που μας απειλούν σήμερα».
Δύο, γράφει, είναι οι μαγικές ταινίες που τον συγκίνησαν και αναφέρονται στο ταμπού της ηλικιακής διαφοράς, η Μικρή ερωτική ιστορία του Κριστόφ Κισλόφσκι, όπου ένας έφηβος είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με μια πολύ μεγαλύτερή του γυναίκα με συχνές ερωτικές εμπειρίες, και η άγνωστη στην Ελλάδα Noce blanche του Ζαν-Κλοντ Μπρισό με θέμα τον σκανδαλώδη έρωτα ανάμεσα σ’ έναν παντρεμένο καθηγητή και μια 17χρονη μαθήτρια. Ωστόσο, ο Δημήτρης Παναγιωτάτος, λάτρης της νουάρ λογοτεχνίας και του αντίστοιχου κινηματογράφου, έχει εντυπωσιαστεί από μια κλασική νουάρ ταινία, όπου κυριαρχεί η ερωτική εκδίκηση: πρόκειται για την Sudden fear του Ντέιβιντ Μίλερ.
Το ερωτικό πάθος, η ερωτική προδοσία και η εκδίκηση υπάρχουν σε δύο σύγχρονα ερωτικά δράματα, το Νυκτόβια πλάσματα και το Τραγούδι του Φοίνικα. Ο συγγραφέας καταλήγει σε λόγια παρηγοριάς προς τον αναγνώστη του βιβλίου του –κι αυτό είναι στοιχείο πρωτοτυπίας. «Ναι, όσοι νιώσατε ερωτευμένοι και προδομένοι, κάντε τον πόνο σας λέξεις, τον πόνο σας μουσική». Και συνεχίζει: «Κάντε την εκδίκηση τέχνη». Ταυτόχρονα, συμβουλεύει: «παραιτηθείτε από την εκδίκηση, αν σας αναγκάζει να πέσετε τόσο χαμηλά όσο δεν σας ταιριάζει. Κάντε την υπέρβαση. Την έχω κάνει κι εγώ, και δεν μετάνιωσα ποτέ…»
Αυτή είναι η γοητεία των κειμένων του βιβλίου του Δημήτρη Παναγιωτάτου, η ενσωμάτωση εξομολογήσεων και αυτοβιογραφικών στιγμών στην παράθεση των ταινιών και των βιβλίων που τον σημάδεψαν. Μια από αυτές τις ταινίες που τον σημάδεψαν την είδε στην Αθήνα το 1964, μια μέρα που χιόνισε, όταν ήταν μαθητής στο Λεόντειο Λύκειο των Πατησίων, έμενε στην Πλατεία Βικτωρίας. Από μια μυστική παρόρμηση, μπήκε στον κινηματογράφο Άττικα της πλατείας Αμερικής και είδε το Vertigo («Δεσμώτης του ιλίγγου») του Άλφρεντ Χίτσκοκ και τρία χρόνια αργότερα έζησε ο ίδιος την εμπειρία του ήρωα, του Τζέιμς Στίουαρτ που ερωτεύτηκε την Κιμ Νόβακ. Γνώρισε και έσμιξε παθιασμένα με μια γειτονοπούλα – η σχέση τους είχε άδοξο τέλος.
Θέλοντας να δικαιολογήσει τον τίτλο του βιβλίου του, ο Παναγιωτάτος, ο οποίος σπούδασε Νομικά που δεν τον ενδιέφεραν, αλλά ήταν ο διακαής πόθος των δικών του, ενώ αυτός ήθελε να σπουδάσει κινηματογράφο, μιλάει για την ταινία που άλλαξε τη ζωή του. Ήταν ο Μπίλι ο ψεύτης του Τζον Σλέσιντζερ. Εκεί, ο ήρωας θέλει πάση θυσία να γίνει σεναριογράφος και ζει βυθισμένος στις φαντασιώσεις του. «Είμαι κι εγώ ένας Μπίλι», σημειώνει ο Παναγιωτάτος, ο οποίος λίγους μήνες μετά πήρε το αεροπλάνο για το Παρίσι για να σπουδάσει κινηματογράφο. Τέρμα τα Νομικά, λοιπόν. Και ναι, τα κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Σε τούτο το εξαιρετικό βιβλίο, –για το οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε επί ώρες– το οποίο ενδιαφέρει όλους τους αναγνώστες και τους κινηματογραφόφιλους, ανεξάρτητα από ηλικία, καρπός των ποικίλων βιωμάτων του Δημήτρη Παναγιωτάτου, υπάρχει πλούσιο οπτικό υλικό που καλύπτει όλα τα αναφερόμενα βιβλία και κινηματογραφικά έργα (εξώφυλλα, φωτογραφίες, αφίσες, ντοκουμέντα από το προσωπικό του αρχείο). Μπορούμε να πούμε πως αναμφίβολα ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτό πολλά κοινά σημεία με τον συγγραφέα, δηλαδή να νιώσει παρόμοια συναισθήματα με αυτόν, κυρίως να αισθανθεί συγκίνηση. Τι άλλο να ζητήσουμε από ένα βιβλίο;