Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πίττας
Είναι η Ασλί Ερντογάν, η συγγραφέας που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε Πληροφορική Μηχανική στο Πανεπιστημίου του Βοσπόρου. Πήρε υποτροφία στο CERN, ενώ ερεύνησε επί δύο χρόνια στη Γενεύη τη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων. Με το μάστερ της ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο για διδακτορικό, αλλά το εγκατέλειψε για χάρη της γραφής. Εκδίδει από το 1994, τα βιβλία της κυκλοφορούν σε πάνω είκοσι γλώσσες. Αφορμή για τη ζωντανή συζήτησή μας, το τελευταίο της, εδώ, βιβλίο, «Το πέτρινο κτίριο» σε μετάφραση Θάνου Ζαράγκαλη απ’ τις εκδόσεις Ποταμός, όπως και τα υπόλοιπα έργα της: «Ο θαυμαστός μανδαρίνος», «Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου», «Κοκκινοσκουφίτσα πόλη», όλα σε μετάφραση Ανθής Καρρά.
Η Ερντογάν συνελήφθη λίγο μετά το πραξικόπημα του 2016 μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους. Όντας ακτιβίστρια και δεινή χρονικογράφος είχε δημοσιεύσει κριτικά άρθρα για την πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν. Πρόκειται για κείμενα στη φίλα προσκείμενη στους Κούρδους, δίγλωσση εφημερίδα «Özgür Gündem» («Ελεύθερο προσκήνιο της επικαιρότητας»). Την φυλάκισαν ένα μήνα μετά την απόπειρα των στρατιωτικών με την κατηγορία πως ήταν «όργανο προπαγάνδας της τρομοκρατικής οργάνωσης PKK». Η Ερντογάν, ως σύμβουλος στην εφημερίδα, δεν είχε καμιά νομική ευθύνη. Αιτία για τη φυλάκισή της –με την κατηγορία για συμμετοχή σε «τρομοκρατική οργάνωση» και «δραστηριότητες που απειλούν την ακεραιότητα του κράτους» – ήταν τέσσερα κείμενά της. Στη φυλακή έμεινε ως το τέλος του 2016, ελευθερώθηκε υπό όρους, πήρε πίσω το διαβατήριό της και βγήκε στην Ευρώπη όπου έκτοτε διαμένει. Την ρωτάμε για αυτά τα γεγονότα αλλά βεβαίως και για το εξαιρετικό Πέτρινο κτίριο.
Μιλήστε μας για το Πέτρινο κτίριο, «ένα κείμενο καταδικασμένο να μείνει δίχως αρχή και τέλος, χωρίς μέση, ανολοκλήρωτο».
Υπάρχει παραπάνω από ένα νόημα. Είναι μεταφορά της ανθρώπινης ζωής. Η οποία δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος, ένας κύκλος που μοιάζει με λαβύρινθο. Για το τραύμα, τη μνήμη και την ιστορία. Ένα βιβλίο γεμάτο κενά, κενούς χώρους, αδιέξοδα. Δεν είναι γραμμική η αφήγηση όπως γραμμική δεν είναι και η ζωή, είναι χάος. Ο αναγνώστης μπορεί να μπει και να βγει από διαφορετικές εισόδους και εξόδους στο βιβλίο. Υπάρχει ένα κεφάλαιο που ονομάζεται αρχή αλλά είναι αυθαίρετη, ενώ έχει τρία διαφορετικά τέλη, οπότε μπορείς να διαλέξεις όποιο θέλεις. Υπάρχει το τέλος των επιζώντων που βγαίνουν από το Πέτρινο Κτίριο, υπάρχει το τέλος του Αγγέλου και υπάρχει το τέλος του συγγραφέα που ολοκληρώνει το βιβλίο ως κείμενο.
Το 2017 σε μια συνέντευξή σας δηλώνατε πως «δεν περνά ούτε μια μέρα που να μη σκέφτομαι τη φυλακή. Κάθε νύχτα ξυπνάω από τους εφιάλτες».
Το 2017 ήταν η δυσκολότερη ίσως χρονιά με καθημερινούς εφιάλτες. Ξυπνούσα το πρωί και το κρεβάτι μου ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Με το πέρασμα του χρόνου αυτό άλλαξε, διαγνώστηκα με μετατραυματικό στρες λόγω της φυλακής. Σιγά - σιγά συνειδητοποίησα την κατάστασή μου, οπότε αυτή η αποδοχή ηρεμεί τα πράγματα αλλά η φυλακή είναι πάντα εκεί και επανέρχεται, ο καιρός δεν θεραπεύει τα πάντα καθώς οι αντοχές μου είναι αδύνατες, ένας μικροκαυγάς στην τράπεζα μπορεί να φέρει ξανά πολύ δύσκολες μνήμες. Επίσης, η μεταφορά μου με το περιπολικό κατά τη σύλληψή μου έχει διαγραφεί εντελώς από τη μνήμη.
Αναφέρετε πάλι στο βιβλίο: «σήμερα θα μιλήσω για το Πέτρινο Κτίριο το οποίο αποφεύγει η λογοτεχνία». Εσείς, όμως, μεταμορφώνετε την κάθοδο στην κόλαση σε ποίηση.
Αναφέρομαι στην τρέλα. Σιγά - σιγά βλέπουμε στο βιβλίο μια μεταφορά στον ενεστώτα του ήρωα που είναι το πρόσωπο της τρέλας το οποίο μιλάει. Είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τα βασανιστήρια και την τρέλα, απλά τα πλησιάζουμε διαγράφοντας κύκλους ολόγυρα τους ενώ παραμένει ένα πυρήνας ανείπωτος. Η προσπάθεια να το εκφράσεις αυτό είναι ο πυρήνας της λογοτεχνίας. Αυτό αποπειράται το βιβλίο.
Μιλήστε μας για τους έγκλειστους του Πέτρινου Κτιρίου.
Σκιαγράφησα ένα ζευγάρι, τον προδότη και τον προδομένο, και μια κρυφή ιστορία αγάπης – υπάρχει και ένα παιδί και ένας τρελός. Σχεδίαζα μια σκηνή όπου θα είναι όλοι μαζί για να διευκολύνει τον αναγνώστη αλλά ο εκδότης μου είπε καλύτερα να μην το δώσω έτσι, να είναι λίγο πιο αφηρημένο. Ταυτόχρονα μπορεί κάποια από τα πρόσωπα, π.χ. το παιδί ή τη γυναίκα, να τα φαντάστηκε απλά ο τρελός ή ανάποδα, η γυναίκα να έχει φανταστεί τους υπόλοιπους. Δεν έχουν τόση σημασία τα πρόσωπα τα οποία δεν είναι ρεαλιστικά. Δεν έχουν ιστορία. Μιλούν στο πρώτο ενικό πρόσωπο και κυρίως σχηματίζουν έναν χορό, όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Τραγουδούν τα λόγια τους και μεταφέρουν μια ιστορία. Εδώ υπάρχουν οι επιζώντες και οι νεκροί. Ποιοι είναι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχει, όπως είπαμε, ο προδότης και ο προδομένος, ο άγγελος και ο τρελός. Περισσότερο από χαρακτήρες είναι καταστάσεις. Είναι οι μάσκες που φοράνε κάθε φορά τα μέλη του χορού για να μιλήσουν. Αν το επεκτείνουμε αυτό είναι και η πλευρά κάθε ανθρώπου. Όλοι έχουμε ένα κομμάτι νεκρό και ένα ζωντανό, ένα που προδίδει και ένα που προδίδεται – ένα κομμάτι αγγέλου και ένα κομμάτι τρελού. Είναι μέρη του εαυτού. Αλλά δεν αφουγκράζονται το ένα το άλλο, τραγουδάνε όλοι το ίδιο τραγούδι αλλά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.
Γράφετε για το «μουρμουρητό ανάμεσα στα γεγονότα».
Είναι η αρχική φράση του βιβλίου καθώς δεν ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία γεγονότων αλλά ψιθύρων, μουρμουρητών. Εκεί, ακριβώς, έγκειται η δύναμη του, στη γλώσσα. Γι’ αυτό και δεν ξέρω αν η ουσία του κειμένου αποδίδεται σε οποιαδήποτε μετάφραση. Είναι σαν η μία λέξη να ψιθυρίζει στην άλλη, μικρές χορεύτριες που σπρώχνει η μία την άλλη. Βουτάω στον βυθό και έρχομαι στην επιφάνεια με άδεια χέρια. Και ό,τι φαινόταν λαμπερό εκεί κάτω, επάνω είναι σκέτη άμμος.
Κάπου αναφέρεστε στην καρδιά του λαβύρινθου, μέσα στο Πέτρινο Κτίριο.
Είναι πολλά και διαφορετικά κέντρα. Το κέντρο που παραλλάσσεται είναι η αντίληψη της εικόνας του εαυτού σου. Είναι μια κεντρική εικόνα όταν ένας από τους χαρακτήρες βλέπει το πρόσωπό σε κάποιον βρόμικο καθρέφτη. Το κέντρο είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, η ελευθερία, η αυτοκτονία, η κόλαση, ο θάνατος, η μοναξιά, η αιωνιότητα του αέρα. Όλα αυτά συντείνουν στη συνάντηση με την ίδια σου την εικόνα. Αυτό συνέβη στο αστυνομικό τμήμα όπου σε μια στιγμή αντίκρισα το δικό μου πρόσωπο και είδα την εικόνα μιας γριάς γυναίκας.
Μιλήστε μας για το χρονικό της σύλληψής σας και την απίστευτη καταδίκη σας για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και υπονόμευση της εθνικής ταυτότητας.
Η σύλληψή μου ήταν εξαιρετικά βίαιη και είχε σκοπό να τρομοκρατήσει όλη την αντιπολίτευση. Ήταν η πρώτη φορά που οργανώθηκε τέτοια αστυνομική κινητοποίηση και έγινε μόνο στην περίπτωσή μου και στου Οσμάν Καβάλα. Ήρθαν 40 αστυνομικοί, από την αντιτρομοκρατική, από τις ειδικές δυνάμεις μέχρι και ελεύθεροι σκοπευτές με πολυβόλα και αυτόματα. Απέκλεισαν όλο το τετράγωνο, έψαχναν το διαμέρισμα επί 7 ώρες, κάθε βιβλίο, σελίδα - σελίδα, με ακινητοποίησαν σε μια καρέκλα και δεν με άφησαν ούτε να ντυθώ – φορούσα μόνο ένα σορτσάκι και από πάνω ένα τισέρτ με μια μεγάλη μαύρη γάτα. Ήταν πολύ ειρωνικό να είναι γύρω μου όλοι αυτοί οπλισμένοι σαν αστακοί και εγώ να φοράω αυτό το αστείο τισέρτ. Η σύλληψη έγινε ένα μήνα μετά το αποκαλούμενο πραξικόπημα του 2016. Ήταν μια εποχή μαζικών συλλήψεων, κλίμα χούντας, οι φυλακές και τα δικαστήρια ήταν γεμάτα κόσμο. Στο δικαστήριο υπήρχαν εκατοντάδες νέοι άνδρες, κοντοκουρεμένοι γιατί ήταν στρατιώτες, δεμένοι με χειροπέδες μάλιστα, κάποια στιγμή τελείωσαν οι κλασικές και τους έδεναν με πλαστικές. Έμοιαζε σαν ένα τεράστιο εργοστάσιο συλλήψεων, στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήμασταν μόνο δυο γυναίκες, η άλλη ήταν έγκυος 7 μηνών και έδωσαν προτεραιότητα σε μας. Ήταν προνόμιο να σε συλλάβουν γρήγορα ώστε να περάσεις τη νύχτα στη φυλακή και να μην περιμένεις επί πολλές ώρες όπως οι υπόλοιποι. Αυτό που με τρόμαξε και με σόκαρε ήταν ότι μου απεύθυναν την πιο βαριά κατηγορία, αυτήν της υπονόμευσης του έθνους, η οποία επιφέρει τη θανατική ποινή. Ουσιαστικά δεν περίμενα να συλληφθώ. Σε αυτές τις περιπτώσεις σε κρατούσαν μόνο τρεις μέρες και σε άφηναν ελεύθερη. Αυτό πίστευαν και οι δικηγόροι μου. Απ’ έξω είχαν μαζευτεί καμιά εκατοστή συγγραφείς για να με συνοδεύσουν πίσω σπίτι. Ήμουν απλά μέλος –επί πέντε χρόνια– στο διοικητικό συμβούλιο μιας καθ’ όλα νόμιμης εφημερίδας. Όταν ο εισαγγελέας ζήτησε τη σύλληψή μου με τη συγκεκριμένη κατηγορία, λιποθύμησα.
Τι γίνεται με αυτούς που είναι στις φυλακές σήμερα;
Πολύ σημαντική ερώτηση. Αυτή την εποχή προσπαθώ να οργανώσω συζητήσεις για τη σοβαρότητα αυτού του θέματος γιατί η Ευρώπη εννοεί να μην ασχολείται με το τι συμβαίνει στην Τουρκία. Η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Υπολογίζονται περί τους 40.000 πολιτικούς κρατούμενους. Από τον περασμένο Δεκέμβριο έχουμε έναν νεκρό κάθε εβδομάδα, ενίοτε και δύο. Τουλάχιστον 4 με 5 άνθρωποι τον μήνα χάνουν τη ζωή τους στις φυλακές. Είναι περίεργοι θάνατοι. Οι περισσότεροι είναι Κούρδοι και πεθαίνουν είτε από καρδιά είτε αυτοκτονούν. Δεν υπάρχει ιατρική γνωμάτευση. Πρόκειται για πολύ νέους και υγιείς ανθρώπους και οι συγγενείς τους το αρνούνται κατηγορηματικά. Γνωρίζω, μάλιστα, το περιστατικό ενός Κούρδου, μέλους του PKK, ο οποίος ζήτησε απ’ τους συγγενείς του τηλεφωνικά να τον επισκεφθούν την επόμενη εβδομάδα γιατί είχε σημαντικά πράγματα να τους πει. Δυο ημέρες μετά οι αρχές ανακοίνωσαν την αυτοκτονία του.
Όταν με συνέλαβαν οι κρατούμενοι ήταν 180.000 και μέχρι να βγω στους τέσσερις μήνες είχαν φθάσει τους 240.000. Σήμερα στις υπερφορτωμένες φυλακές είναι γύρω στους 300.000. Χτίζουν νέες φυλακές συνεχώς και θέλουν να επεκτείνουν τις συλλήψεις στις 500.000. Οι καινούριες είναι πολύ χειρότερες από τις σημερινές διότι έχουν κελιά απομόνωσης και κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει γύρω του.
Πάλι σε μια συνέντευξή σας πριν λίγα χρόνια είπατε πως η Κωνσταντινούπολη είναι μια τεράστια φυλακή. Παρ’ όλα αυτά σας λείπει;
Την νοσταλγώ γιατί εκεί γεννήθηκα. Όταν είσαι στην εξορία δημιουργείς μια φανταστική εικόνα του παρελθόντος και της πόλης. Όπως ισχύει και με κάθε μνήμη, συγκρατείς μόνο τα καλά. Μου λείπει η νεκρή γάτα μου αλλά, θα σου κάνει εντύπωση, μου λείπει και η φυλακή. Η φυλακή δεν είναι μόνο τραγωδία, έχει, επίσης, καλές μνήμες. Εκεί δεν ήμουν μόνη. Είχα σχηματίσει μια μεγάλη οικογένεια από 22 γυναίκες με δυνατούς δεσμούς και αλληλεγγύη που δεν συναντάς μεταξύ των κρατούμενων ανδρών. Τέτοιους δεσμούς φιλίας δεν βρήκα στον έξω κόσμο. Συνάντησα, μάλιστα, μια συγκρατούμενή μου στη Γερμανία αλλά δεν ήταν το ίδιο διότι μέσα στη φυλακή είναι διαφορετικά, οι καταστάσεις είναι ακραίες. Η ζωή μετά τη φυλακή είναι πολύ στεγνή.
Φυσικά μου λείπει η ένταση και η κίνηση της Κωνσταντινούπολης. Η ζωή είχε ένα νόημα στην πόλη ενώ τώρα το χάνει. Έχει αλλάξει πάρα πολύ. Η νυχτερινή ζωή για την οποία ήταν διάσημη, δεν υπάρχει πια. Με την πανδημία επέβαλαν το κλείσιμο στη 1 το βράδυ και τώρα το έχουν κρατήσει. Τώρα είναι μια βαρετή πόλη. Το πνεύμα των σίξτις, της ελευθερίας έκφρασης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, όλη αυτή η μεγάλη αλλαγή ήρθε αργά στην Τουρκία γιατί υπήρχαν οι διάφορες χούντες. Όλο αυτό ξεκίνησε το 2000. Ξαφνικά έβλεπες γκέι και τρανς μπαρ, ταυτόχρονες μαζικές διαδηλώσεις για την κοινωνική απελευθέρωση, μέχρι και για τα δικαιώματα των ζώων, ένα φοβερό αίτημα αλλαγής το οποίο εξέφρασε το πάρκο Γκεζί – ο Ερντογάν το έπαιξε πάρα πολύ καλά, έβλεπε αυτήν τη μεταμόρφωση και τη συνέθλιψε. Δεν υπάρχει περίπτωση τώρα να βγει κόσμος μαζικά στον δρόμο και να διαδηλώσει. Αναρωτιέμαι τι να έγινε αυτή η γενιά. Σήμερα στην Τουρκία μια γυναίκα δεν μπορεί να βγει έξω μόνη της και να πιεί ένα κρασί, δεν μπορεί να ντυθεί όπως θέλει και να κυκλοφορήσει. Συνέβη και σε εμένα όταν ένας νεαρός έφτασε μέχρι την εξώπορτά μου κατηγορώντας με για την αμφίεσή μου. Τότε αναγκάστηκα να κλειστώ μέσα.
Σε αυτό το σημείο νιώθουμε, πλέον, πως έφθασε η στιγμή να αφήσουμε στην άκρη το κινητό και να συνεχίσουμε χωρίς αυτό την έντονη πολιτική συζήτηση...
Τη μετάφραση για τη συνέντευξη έκανε ο Σπύρος Γιανναράς.