«Democracy matters», «Η Δημοκρατία μετράει», έγραφε την προηγούμενη βδομάδα ο Αντώνης Λιάκος στη σελίδα του – και έχει δίκιο. Αλλά, μήπως πρέπει να βάλουμε ένα μελαγχολικό ερωτηματικό;
Μερικές αυτονόητες παρατηρήσεις, σκόρπιες (ή μπορεί και όχι) για τις (χτεσινές) ιταλικές εκλογές.
Η πρώτη: «Για πρώτη φορά στην ιστορία της ιταλικής δημοκρατίας, λιγότερο από το 70% των εχόντων δικαίωμα ψήφου συμμετείχε στις εκλογές», γράφουν σήμερα οι ιταλικές εφημερίδες. Η συμμετοχή έφτασε στο 63,9% (το 2018 ήταν 72,9%). Αλλά, αν το δούμε από πιο κοντά, συμμετοχή αρκετά πάνω από τον μέσο όρο είχαν μόνο οι πιο ευημερούσες παραδοσιακά περιφέρειες του Βορρά (της Εμίλια Ρομάνια, της Λομβαρδίας και του Βένετο), ενώ κάτω από τον μέσο όρο της συμμετοχής βρίσκονται η Καλαβρία, η Καμπανία και η Σαρδηνία. Η αποχή έχει και ταξικά χαρακτηριστικά, τα οποία στην Ιταλία έχουν ιστορικά και σαφή «γεωγραφική» εκδοχή: στον Βορρά, τα «Αδέλφια της Ιταλίας» πήραν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά. Οι φτωχοί, οι παραμελημένοι, όσοι μένουν πίσω από το τρένο της «ανάπτυξης», οι τσαλαπατημένοι, όσοι δεν πιστεύουν ότι μια τέτοια διαδικασία τους αφορά, ότι σχετίζεται με τη ζωή τους, γιατί να συμμετάσχουν; Κι αν συμμετέχουν, το κάνουν για να τιμωρήσουν ή για να υποκλιθούν στον κάθε Ζορό που (υποκρίνεται ότι) μιλάει για αυτούς. Η ζωή είναι πάνω από τις λέξεις και τις ιδέες.
Η δεύτερη: Τα «Αδέλφια της Ιταλίας» μέσα σε τέσσερα χρόνια εξαπλασίασαν το ποσοστό τους (από 4,4% σε 26%), κυρίως εις βάρος της συμμάχου των, της Λέγκας του Βορρά, ενώ το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα παρέμεινε σχεδόν σταθερό σε ποσοστά (19%), αλλά μειώθηκε ο πραγματικός αριθμός ψήφων του.
Η τρίτη: Στις οθόνες των ιταλικών καναλιών διαβάζαμε όλη νύχτα τη λεκτική αποτύπωση της (έστω, δήθεν) μονομαχίας: «Centrodestra» – «Centrosinistra»: Κέντροδεξιά – Κεντροαριστερά. Μα, είναι αλήθεια «κεντροδεξιός» αυτός ο συνασπισμός; Κάποια στιγμή, στο Rainews οι εκφωνητές αναφέρθηκαν σε τίτλους ξένων εφημερίδων, οι οποίοι μιλούσαν για «νίκη της ακροδεξιάς στην Ιταλία», «για πρώτη φορά μετά το 1945» κ.λπ. –και όλοι εξανέστησαν, κυρίως ένα καθηγητής Πολιτειολογίας: «Αυτό μαρτυρεί προκατάληψη, πλήρη άγνοια της ιταλικής ιστορίας, άγνοια της σημερινής πολιτικής σκηνής της Ιταλίας»– και όλοι συμφώνησαν ότι δεν τρέχει τίποτα, ότι όλα εξαρτώνται «από το πώς αύριο η Μελόνι θα θέσει την πολιτική της στην Ευρωπαϊκή Ένωση», και συνέχισαν να μιλούν για ποσοστά.
Τι έγινε; Έγιναν ακροδεξιοί, φασίστες οι Ιταλοί; Όχι, αν μιλάμε για τον παλαιό τρόπο του Φασισμού (και σ’ αυτό έχει δίκιο ο καθηγητής). Αλλά, οι κοινωνίες εκπαιδεύονται. Ακόμα περισσότερο, οι κοινωνίες της ρευστότητας, οι σημερινές μας κοινωνίες. Στην Ιταλία (όπως κι εδώ, σε μας) η Ακροδεξιά έχει αποενοχοποιηθεί δεκαετίες τώρα: ο απόλυτος πολιτικός αμοραλισμός των εποχών του Μπερλουσκόνι, η μακρά επιθετική πολιτική και ηθική χυδαιότητα του λόγου της Λέγκας του Βορρά, η συμμετοχή ακροδεξιών στις κυβερνήσεις της μπερλουσκονικής (και όχι μόνο) «Κεντροδεξιάς», ο φοβικός λόγος της Κεντροαριστεράς και η προσαρμογή της σε μία πλαδαρή «κεντρώα κοινωνία», η απροσχημάτιστη επιβολή των τεχνοκρατών, με πλήρη αδιαφορία για τους συμβατικούς, έστω, κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, η ανάδειξη των εξωτερικών εχθρών που απειλούν το κάστρο της πατρίδας (στην Ιταλία, κυρίως το θέμα των προσφύγων, το οποίο χειρίστηκε για χρόνια ο ακροδεξιός Σαλβίνι, της Λέγκας)… Αλλά, όχι μόνο: είναι επιπλέον η όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία της περίφημης Ευρωπαϊκής Ένωσης (που έχει αναχθεί σε παλλάδιο και λυδία λίθο της Δημοκρατίας), στο όνομα της σταθερότητας και των αγορών (κάτι ξέρουμε κι εμείς απ’ αυτά), η όλο και μεγαλύτερη απίσχνανση των θεσμών, η ιλιγγιώδης πλέον απόσταση των κοινωνιών από τα κέντρα εξουσίας, η όλο και μεγαλύτερη διάδοση-επιβολή μιας συνείδησης ογκούμενης ανασφάλειας και φτώχειας, που απειλεί τους πάντες, κυρίως τις νεότερες ηλικίες (ο όρος precariato φτιάχτηκε στην Ιταλία) – όλα αυτά χτίζουν το κάστρο της αδιαφορίας, το κάστρο του αυτοεγκλεισμού των ατομικοποιημένων κοινωνιών: είναι ο δρόμος της αποτυχίας της Δημοκρατίας, στρωμένος καλά, περίκλειστος από έναν ορίζοντα φόβου που μας τυλίγει όλους.
Σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό της Ρώμης, στις αρχές του 2016, θυμάμαι πόσο άσχημα ένιωσα διαβάζοντας το editorial της κεντροαριστερής «Repubblica», γραμμένο από τον τότε διευθυντή της, τον γηραιό και σεβαστό Eugenio Scalfari, ο οποίος αναφερόμενος στην Ελλάδα, έγραφε δίχως περιστροφές ότι ίσως η καλύτερη λύση (λύση για ποιον, όταν την ίδια στιγμή με το άλλοθι της Ελλάδας επιβάλλονταν κι εκεί αντίστοιχης λογικής πολιτικές;) θα ήταν να διωχτεί η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασυναίσθητα, κοίταξα γύρω μου να δω αν οι άλλοι καταλάβαιναν πως είμαι Έλληνας, τόσο ντράπηκα… Ναι, οι κοινωνίες εκπαιδεύονται. Και η Κεντροαριστερά συνέβαλε καταλυτικά σε αυτό.
Πριν από πολλά χρόνια ένας φίλος Τοσκάνος, παλαιότερα μέλος του ΚΚ και τότε μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, μου εξηγούσε τις αιτίες της πτώσης των ποσοστών τους: «Δεν παρακολουθήσαμε την κοινωνία που άλλαζε». Για πολύ καιρό πίστευα ότι είχε δίκιο. Αλλά, όχι πια – ή πάντως, όχι με τον ίδιο τρόπο. Πιστεύω ότι επρόκειτο για μια μάχη που η πάσης φύσεως Αριστερά δεν την έδωσε: ούτε εκεί ούτε στην Ελλάδα. Θα ήταν η μάχη μιας Αριστεράς που θα πίστευε ότι ο ρόλος της θα ήταν όχι να προσαρμοστεί στις διαλυμένες, ατομικοποιημένες κοινωνίες που έχτιζε η Θάτσερ (ή με άλλον τρόπο, αργότερα, οι δικοί μας «μεταρρυθμιστές» του Χρηματιστηρίου), όχι να προσαρμοστεί στο ψέμα της ευμάρειας, του ατομισμού και της σταδιακής υπονόμευσης της Δημοκρατίας, όχι να θέλει να γίνει αρεστή στον απολίτικο ρευστό μέσο όρο που διαμόρφωνε το κυρίαρχο πολιτικό (οικονομικό, μη γελιόμαστε) κατεστημένο, όχι να θέλει να πάρει την ψήφο του ραγδαία συντηρητικοποιούμενου «εκλογικού σώματος», αλλά να προσπαθήσει να καταλάβει πώς θα εκπαίδευε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στην υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών, που ήδη υποτιμούνταν, πριν φτάσουμε στο σημείο του απροκάλυπτου χλευασμού τους.
Ο διορισμένος σωτήρας της ιταλικής πολιτικής, ο πανταχόθεν επευφημούμενος «super Mario», δήλωσε πρόσφατα ότι «δεν θα έρθει το τέλος του κόσμου αν εκλεγεί η Μελόνι». Ακριβώς! Ναι, δεν έγιναν φασίστες οι Ιταλοί, αλλά ποιος πιστεύει στη δημοκρατία; Στο ψωμί δηλαδή και στην αξιοπρέπεια. Ναι, Democracy matters. Αλλά, θα δει, έστω τώρα η (πάσης φύσεως) Αριστερά την ευθύνη της;
Το κείμενο αποτέλεσε ανάρτηση του γράφοντος σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.