Τις τελευταίες ημέρες η πρόεδρος της Κομισιόν Φον Ντερ Λάιεν δέχτηκε τη συντονισμένη πίεση του ευρωκοινοβουλίου και 15 κρατών για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την τιθάσευση των εκρηκτικών τιμών ενέργειας και την επιβολή μέγιστου και διευρυμένου ορίου τιμών (price cap) του φυσικού αερίου. Η χαλαρή αντίσταση της στη μονομερή απόφαση της Γερμανίας να επενδύσει 200 δισ. για τη στήριξη της οικονομίας και των νοικοκυριών, εκτός ευρωπαϊκής συμφωνίας, δυσχέρανε περαιτέρω τη θέση της, οδηγώντας την εσπευσμένα να ανακοινώσει ότι η Κομισιόν επεξεργάζεται δυο κατηγορίες πλαφόν τιμών.
Η πρώτη αφορά το φυσικό αέριο (ΦΑ) που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, οπου η διαφορά μεταξύ ανώτατης τιμής και τιμής αγοράς θα καλύπτεται από κρατικές παρεμβάσεις (επιδοτήσεις). Η δεύτερη πρόταση αφορά ένα μέγιστο όριο τιμών στις ενεργειακές συναλλαγές των κρατών μελών.
Η πρόεδρος της Κομισιόν αναγνωρίζει πλέον, με πολύμηνη καθυστέρηση, την αποτυχία του συστήματος διαμόρφωσης τιμών ΦΑ στην υβριδική αγορά του Άμστερνταμ TtF (Title Transfer Facility): «το σύστημα βρίσκεται εκτός ελέγχου και η κομισιόν εργάζεται για τη ριζική αναθεώρηση του». Σε σχετική επιστολή προς τους 27 διευκρινίστηκε ότι οι προτάσεις αφορούν μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, ενώ παραμένουν πολλές ασάφειες και αοριστίες για την εφαρμογή τους. To όλο θέμα επρόκειτο να συζητηθεί στο άτυπο ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Πέμπτης, που προηγείται της συνάντησης της νεοφυούς Πολιτικής Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Πράγα, στην οποία θα συνευρεθούν οι 27 και αλλα 17 κράτη.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτωσεις στην ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια, ανέδειξαν σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Οι ενεργειακές πηγές, το ενεργειακο μείγμα, καθώς και το μοντέλο διαμόρφωσης τιμών, όξυνε τις ενεργο - οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ασία), δημιουργώντας μια ομάδα ωφελημένων και μια ευρεία ομάδα ζημιωμένων.
Αναμφισβήτητα οι ΗΠΑ είναι ο μεγάλος κερδισμένος γιατί «κλήθηκε» να καλύψει το ενεργειακο έλλειμα της ΕΕ με το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), προσπορίζοντας ουρανοκατέβατα κέρδη από τον συνδυασμό αυξημένων όγκων και τιμών. Η ανακοίνωση της περικοπής της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου του OPEC+ κατά 2 εκ. βαρέλια (διπλάσια ποσότητα από ό,τι είχε αρχικά ανακοινωθεί), πλήττει σοβαρά τις ΗΠΑ που είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν τη λιανική τιμή στα πρατήρια βενζίνης. H αντίδραση των ΗΠΑ στην απόφαση του OPEC+ ήταν άμεση και λεκτικά σκληρή στην προσπάθεια να ανακληθεί η απόφαση, η οποία σαφώς ευνοεί την Ρωσία, τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο που θα απαγορευτούν πλήρως οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στην ΕΕ.
Η Νορβηγία είναι ο δεύτερος μεγάλος ωφελημένος, που μετά τις πολλαπλές κυρώσεις και τον περιορισμό εισαγωγών του ρωσικού αερίου έχει καταστεί ο κύριος προμηθευτής φυσικού αερίου της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία βρίσκεται στο στόχαστρο πολλών για τη μονομερή απόφαση της να στηρίξει με 200 δισ. τις βιομηχανίες της που βρίσκονται σε δυσκολία λόγω του ενεργειακού κόστους, ενώ ταυτόχρονα, από κοινού με την Ολλανδία, αντιτίθενται στην υιοθέτηση κοινής ευρωπαϊκής αντιμετώπισης, μέσω ενός Ταμείου Ενέργειας (ανάλογου του Ταμείου Ανάκαμψης για τη μετα-πανδημική ανασυγκρότηση).
Με κοινή ανακοίνωση οι επίτροποι Τιερί Μπρετόν (εσωτερική αγορά) και Πάολο Τζεντιλόνι (οικονομία) ζητούν ενιαίους μηχανισμούς αντιμετώπισης της κρίσης (δανειοδότηση σε χώρες που βρίσκονται σε κρίση με εγγυήσεις που θα προσφέρονται από κοινού). Ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ ζητά την υιοθέτηση ενός προγράμματος αντίστοιχου με το SURE του 2020, που διέσωσε, μέσα στην κρίση της πανδημίας, 31 εκ. θέσεις εργασίας και 2,1 εκ. επιχειρήσεις από την πτώχευση. Η απάντηση της Γερμανίας, μέσω του υπουργού Οικονομικών Κριστιάν Λίντνερ, ήταν αρνητική: «Ένα νέο πρόγραμμα SURE δεν δικαιολογείται, γιατί τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε έλλειψη προσφοράς και όχι ζήτησης, δηλ. κρίση διαφορετική από αυτή την πανδημίας».
H βεβιασμένη και σπασμωδική αναζήτηση ορυκτών πηγών ενέργειας σε υποκατάσταση των ρωσικών, έχει υποβαθμίσει και θέσει σε δεύτερη μοίρα το θέμα της ενεργειακής μετάβασης και τους στόχους μείωσης των εκπομπών CO2, προκειμένου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου και να επιτευχθεί η απανθρακοποίηση το 2050.
Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο (World Economic Outlook), του ΔΝΤ στα επόμενα 8 χρόνια η παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να μειώσει κατά 25% τις εκπομπές CO2 σε σχέση με το 2022, προκειμένου να αποφευχθούν καταστροφικές κλιματικές αναταράξεις. Κάθε καθυστέρηση στην μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων και αύξηση του ποσοστού των ΑΠΕ, θα επιβαρύνει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης από 0,15% έως 0,25% της ετήσιας αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή στην οκταετια 1,1 έως 1,9 τρισ. δολάρια. Στην ανακοίνωση επισημαίνεται η ανάγκη εφαρμογής φορολογικών ελαφρύνσεων στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, που θα υποστούν τις μεγαλύτερες συνέπειες της μετάβασης «carbon pricing».
Η ΕΕ αντί να τροφοδοτεί τον πόλεμο με αποστολές όπλων οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες για τον άμεσο τερματισμό του και την αναζήτηση ειρηνικής λύσης.
Ισχυρή προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρέχουσας πολυσύνθετης κρίσης (ενεργειακής, οικονομικής, περιβαλλοντικής) και ανάχωμα στην επαπειλουμένη κλιματική καταστροφή θα ήταν μια πολιτική ειρήνης.