Δεν λείπουν οι αφορμές για ιστορικούς αναστοχασμούς σχετικά με την έννοια του «ηγέτη» και τον παιδαγωγικό –μεταξύ άλλων– ρόλο του σε σχέση με τους πολίτες. Για την έννοια της «μονιμότητας» στην εξουσία και της αντίληψης του εκάστοτε κατόχου της για το κράτος και τον λαό. Για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του απέναντι στους συνεργάτες του, τη στιγμή της μεγάλης δυσκολίας. Για την προθυμία παραίτησης από αξιώματα, όταν το κοινό καλό το απαιτεί. Για την αποδοχή του από τον κόσμο όχι εξαιτίας της δύναμης που απορρέει από τη θέση ευθύνης του, αλλά λόγω της ικανότητας να πείθει για την υπεροχή του.
Προς τι οι συγκεκριμένες αναζητήσεις, θα αναρωτηθεί κανείς. Η προ ημερών συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στους Sunday Times, είναι η απάντηση. Εξηγούμαι: μια προσεκτική ανάγνωση της συγκεκριμένης συνέντευξης αποκαλύπτει, και στον πιο δύσπιστο, την ευκολία με την οποία ο πρωθυπουργός της χώρας –με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών και την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη– «αδειάζει» με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο κάποιους από τους στενότερους συνεργάτες του. Πώς –στην προσπάθειά του να μείνει, ανεπιτυχώς, εκτός του κάδρου των ευθυνών– δεν διστάζει να πετάξει σαν την τρίχα από το ζυμάρι, τους ανθρώπους που είχαν αναλάβει τη «βρώμικη» δουλειά. «Δεν έχω καταφέρει να ξεκαθαρίσω την υπόθεση. Οι εξηγήσεις δεν ήταν επαρκείς και γι’ αυτό έπρεπε να αποπέμψω δύο άτομα», είπε επί λέξει ρίχνοντας στο… καναβάτσο όχι μόνο τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα –τον οποίο είχε ήδη ρίξει– αλλά και τον ανιψιό και πρώην γενικό γραμματέα του, Γρηγόρη Δημητριάδη, χρεώνοντάς του πλέον ρητά ότι αποπέμφθηκε λόγω «μη επαρκών εξηγήσεων».
Ο σκηνοθέτης στο απυρόβλητο (;)
Τι έχουμε εδώ; Εδώ έχουμε την κλασική αντίδραση μιας εξουσίας που στριμώχτηκε πολύ και προκειμένου να διασωθεί, αναγκάζεται να θυσιάσει τους πιο κοντινούς στον επικεφαλής της ανθρώπους. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Με το φόβητρο των ανταγωνιστών που καραδοκούν, πρέπει η παράσταση να συνεχιστεί. Διορθώνεται η παραφωνία, ελπίζοντας ότι οι θεατές δεν θα αποδοκιμάσουν στο σύνολο το έργο και τους συντελεστές του. Τα θύματα, αν και έπαιζαν πρωταγωνιστικούς ρόλους, οφείλουν να δεχθούν αδιαμαρτύρητα την ταπεινωτική έξοδο από τη σκηνή, για το καλό του θιάσου και της αποστολής του. Και, φυσικά, ο σκηνοθέτης πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο.
Δεν έχουμε, όμως, μόνο αυτό. Έχουμε και την περίπτωση ενός ανθρώπου που ο συνδυασμός εκκωφαντικής αλαζονείας, θορυβώδους δειλίας και ιδιοκτησιακής λογικής, πιθανότατα να αποτελέσει παράγοντα πολιτικής αστάθειας. Ενός πρωθυπουργού που, συνηθισμένος να βρίσκεται στο απυρόβλητο –οι χορηγοί του και η μιντιακή υπεροπλία που απολαμβάνει, φροντίζουν για αυτό– δεν μπορούσε καν να φανταστεί πως μια υπόθεση, όπως οι υποκλοπές, η οποία αγγίζει τον πυρήνα της δημοκρατίας, ήταν δυνατόν να του ξεφύγει και να του προκαλέσει τέτοια ζημιά. Και ήρθαν τα δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο. Και ήρθαν οι ερωτήσεις στην Ευρώπη. Και καταφθάνει στην Ελλάδα –στις 3-4 Νοεμβρίου– η PEGA, η αρμόδια ελεγκτική επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου για τις υποκλοπές, η οποία, όπως αποκάλυψε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ζητά –παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που εκ των υστέρων της ασκούνται από το Μέγαρο Μαξίμου– να δει, εκείνες τις μέρες, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο σκάνδαλο και τα οποία, με ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν κλήθηκαν ποτέ στην εξεταστική επιτροπή της ελληνικής βουλής. Αίτημα που θέτει και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ο οποίος παρέστη την Πέμπτη στο Στρασβούργο, στη συγκεκριμένη επιτροπή (PEGA).
Αρνητικός πρωταγωνιστής
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι τώρα ο ίδιος αρνητικός πρωταγωνιστής. Και αυτό, όσες προσπάθειες και αν κάνει, δεν μπορεί να κρυφτεί. Δικοί του άνθρωποι ήταν αυτοί που είδαν την πόρτα της εξόδου. Πρόσωπα της εμπιστοσύνης του συνδιαλέγονταν με σκοτεινούς κύκλους. Από το στόμα του βγήκαν οι απίθανες δικαιολογίες «δεν γνώριζα, αν γνώριζα, δεν θα το επέτρεπα» ή «να έρθει ο Ανδρουλάκης να ενημερωθεί από μας, που δεν ξέρουμε γιατί δεν πρέπει να ξέρουμε». Για ό,τι όμως συμβαίνει στη χώρα, την πολιτική ευθύνη έχει ο πρωθυπουργός. Δεν γίνεται να πιστώνεται τα καλά και να χρεώνει σε άλλους τα δυσάρεστα –τυπική προσέγγιση στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, πόσο μάλλον στα πρωθυπουργοκεντρικά μοντέλα, όπως είναι το δικό μας μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986. Γιατί μπορεί η αντιστροφή της πραγματικότητας να είναι μια κλασική μέθοδος που χρησιμοποιούν οι εξουσίες για να περιορίσουν τις ζημιές –και όταν λέμε εξουσίες δεν εννοούμε μόνο τις κυβερνήσεις και τους σκληρούς μηχανισμούς τους, αλλά και τις μιντιακές ελίτ που τις υπηρετούν έναντι ανταλλαγμάτων– υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις που η ευθύνη βγάζει μάτι. Και τότε, όσο κι αν προσπαθείς να πεις πως «άλλοι έφταιγαν, εγώ δεν ήξερα», το μόνο που καταφέρνεις είναι να θεωρηθείς ή ψεύτης ή ανόητος.