Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας άνοιξε και παλιές πληγές. Σε αυτές ανήκουν οι επανορθώσεις της Γερμανίας στις χώρες που είχε υπό την κατοχή της κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το σχετικό αίτημα των τελευταίων, που ήταν το κύριο αντικείμενο της συμφωνίας του Λονδίνου για τα γερμανικά πολεμικά χρέη το 1953, «θάφτηκε» κυριολεκτικά με την συνθήκη «2+4» για την επανένωση της Γερμανίας το 1991 (το «2» αναφέρεται στα δυο τότε υπάρχοντα γερμανικά κράτη Δυτική και Ανατολική Γερμανία, το «4» στις νικήτριες χώρες του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου (Ηνωμένες Πολιτείες, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση). Από τότε οι πρώην κατεχόμενες χώρες δεν έχουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν επανορθώσεις, δεδομένου ότι η συνθήκη «2+4» δεν φέρει το όνομα «σύμφωνο ειρήνης» – και χωρίς αυτό, σύμφωνα με τη συμφωνία του Λονδίνου, δεν υφίσταται νομικό «πάτημα» για την έγερση τέτοιου αιτήματος.
Με την επιδρομή της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέρρευσε ωστόσο η παλιά τάξη πραγμάτων. Το λεγόμενο αντιφασιστικό μέτωπο, που συγκροτούσαν ακόμα και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου οι τέσσερις νικητήριες δυνάμεις, έγινε συντρίμμια και θρύψαλα. Το πολιτικό θεμέλιο της συνθήκης «2+4» έχει λοιπόν εκλείψει, οι πρώην σύμμαχοι βρίσκονται τώρα σε καθεστώς ενός νέου, πολύ ψυχρότερου του παλιού Ψυχρού Πολέμου, που θα μπορούσε τάχιστα, λόγω της αφειδούς οπλικής, κ.λπ. υποστήριξης της Ουκρανίας από την τριανδρία Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και ΗΠΑ, να μετατραπεί σε θερμή σύρραξη.
Έτσι ανατρέπεται και το διπλωματικό υπόβαθρο της συνθήκης. Όχι τυπικά. Τυχόν αμφισβήτηση της ενότητας και κυριαρχίας του σημαντικότερου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη θα εκλαμβανόταν ως casus belli από τη βορειοατλαντική συμμαχία – κάτι που δεν είναι φυσικά προς το συμφέρον του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ένα αίτημα όμως για μερική αναθεώρησή της, όπως στο θέμα των επανορθώσεων, που δεν θίγει την ακεραιότητα της Γερμανίας, πλήττει εντούτοις τα οικονομικά συμφέροντά της, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αλλά και χωρίς αυτό, η συνθήκη δεν είναι πλέον αυτή που ήταν, αφού έχει χάσει έναν εκ των τεσσάρων υποστηρικτών της – ως ενιαία προστατευτική ομπρέλα έχει γίνει πλέον κουρέλι.
Έτσι ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο στην ιστορία των επανορθώσεων. Το αν θα γραφτεί προς όφελος των χωρών που τις διεκδικούν, είναι αμφιλεγόμενη υπόθεση. Η τυφλή δυναμική της ρωσικής εισβολής προσφέρει από τη μια ανέλπιστες ευκαιρίες, από την άλλη πρόσθετα εμπόδια για την καταβολή τους. Όσοι/όσες κατατρίβονται με το θέμα καλούνται να λύσουν μια εξίσωση με αναρίθμητους αγνώστους Χ.
Το προκείμενο σημείωμα κάνει καταρχάς αναφορά στη ρίζα του κακού: τη «συνθήκη 2+4». Συνεχίζει με την περιγραφή της λειτουργίας των πεδίων διεκδίκησης των επανορθώσεων από ελληνικής πλευράς μέχρι την έκρηξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, διερευνά την αναδιαμόρφωση αυτών των πεδίων υπό την επήρεια του ίδιου πολέμου και καταλήγει με σκέψεις σχετικά με τα καθήκοντα της Αριστεράς στο νέο άναρχο περιβάλλον.
Η συνθήκη δυο συν τέσσερις: Ταφόπετρα στις επανορθώσεις
Οι γερμανικές κυβερνήσεις έλεγαν ανέκαθεν «Nein» (Όχι) στις αξιώσεις των κατεχόμενων χωρών. Το επιχείρημά τους μέχρι το 1991 ήταν ότι αυτές θα ρυθμιστούν μετά την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνης, όπως αυτό προβλεπόταν από τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953. Μετά το 1991 η επιχειρηματολογία αντιστράφηκε: Επανορθώσεις δεν μπορούν να καταβληθούν, επειδή η «συνθήκη 2+4» δεν είναι, ή για την ακρίβεια δεν ονομάζεται, «σύμφωνο ειρήνης». Ως εκ τούτου οι ξένες αξιώσεις χάνουν κάθε υλική υπόσταση, εξαερώνονται.
Στη γερμανική Wikipedia περιγράφεται επακριβώς το γλωσσικό τρικ της εξαέρωσης:
«Ένα σύμφωνο ειρήνης δεν είναι η μοναδική δυνατότητα για τον τερματισμό του πολέμου: Αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω μονομερών δηλώσεων, διαβαθμισμένων μερικών ρυθμίσεων, ή, απλώς της εκ νέου ανάληψης των ειρηνικών σχέσεων». Οι συμβαλλόμενες χώρες, συνεχίζει, συμφώνησαν να βάλουν στη θέση του «συμφώνου ειρήνης» την έκφραση: «αντί ενός συμφώνου ειρήνης». Το τέχνασμα αυτό επελέγη, για να αποφευχθεί μ.α. η ικανοποίηση «των μέχρι τότε ατακτοποίητων αξιώσεων για επανορθώσεις από τρίτες χώρες. Αυτό αναφερόταν ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι αξιώσεις της οποίας είχαν αποκρουσθεί στο παρελθόν με παραπομπή σε ένα μελλοντικό «σύμφωνο ειρήνης». Ένα τέτοιο σύμφωνο, σύμφωνα με τον τότε υφυπουργό Φρίντριχ Φος, «θα κινητοποιούσε αναπόφευκτα όλους τους πρώην πολεμικούς εχθρούς του γερμανικού Ράιχ», κάτι το οποίο «δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα ούτε των τεσσάρων δυνάμεων, ούτε των δυο γερμανικών κρατών» (de.wikipedia.org/wiki/Zwei-plus-Vier-Vertrag).
Συνοπτικά: Η «συνθήκη 2+4» είναι ένα σύμφωνο «αντ΄αυτού», ένα άτυπο σύμφωνο ειρήνης, που πήρε τέτοια μορφή ακριβώς για να μηδενίσει τις αξιώσεις για επανορθώσεις.
Τα νομικά επιχειρήματα εναντίον της παραπάνω συλλογιστικής είναι πολλά. Ένα από τα βασικότερα: Κάθε χρέος (στο οποίο υπάγονται και οι επανορθώσεις), αποτελεί σχεσιακή έννοια, εμπερικλείει δηλαδή την ισότιμη σχέση όλων των δανειστών (εφόσον υπάρχουν περισσότεροι από ένας). Η διαγραφή του δεν μπορεί συνεπώς να γίνει μονομερώς, ήτοι μόνο από τα έξι κράτη που υπέγραψαν την συνθήκη του 1991, αλλά από όλους μαζί τους πολεμικούς αντιπάλους«-δανειστές» της χιτλερικής Γερμανίας (συνολικά 63). Με άλλα λόγια: Η συμφωνία μιας ομάδας κρατών δεν είναι υποχρεωτική για άλλα «τρίτα» κράτη, ιδίως όταν αυτή γίνεται εις βάρος τους (Vienna Convention 1969, Art.34).
Τέτοια επιχειρήματα δεν είναι λόγια του αέρα. Τουναντίον, σε νομικό πεδίο έχουν βαρύνουσα σημασία. Η δύναμή τους ωστόσο ωχριά ενόψει της υπεροπλίας των νικητριών δυνάμεων στο πολιτικό πεδίο. Γι’ αυτό και αδυνατούσαν μέχρι τώρα να δώσουν τον τόνο στη διαμάχη για τις επανορθώσεις. Το «Όχι» των πρωτοστατών της συνθήκης βάραινε κυριολεκτικά σαν ταφόπλακα πάνω τους.
Τα πεδία διεκδικήσεων
Με αυτό το φόντο, η Ελλάδα επικέντρωνε τις διεκδικήσεις της μέχρι την έναρξη του ρωσσοουκρανικού πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022 στα εξής πεδία:
α) στις διμερείς σχέσεις με τη Γερμανία. Η ελληνική πλευρά είχε εξ αρχής καθαρή θέση υπέρ των επανορθώσεων. Αρχής γενομένης το 1960, όταν στο περιθώριο της υπογραφής της συμφωνίας για παροχή αποζημιώσεων ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων από τη Δυτική Γερμανία σε θύματα της κατοχής στην Ελλάδα, η ελληνική αντιπροσωπεία κατέθεσε γραπτή δήλωση, με την οποία τόνιζε την αξίωσή της για την περαιτέρω «ικανοποίηση των νόμιμων αξιώσεων ελλήνων υπηκόων» και επιφυλάχθηκε παράλληλα να θέσει, μετά την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνης, αιτήματα για επανορθώσεις στη βάση του άρθρου 5, παρ. 2, της συμφωνίας του Λονδίνου.[1] Ακολούθησε πλήθος ρηματικών διακοινώσεων και συνομιλιών με τη γερμανική κυβέρνηση που είχαν πάντα ατυχή κατάληξη. Το ίδιο συνέβη και με τη ρηματική διακοίνωση που επιδόθηκε τον Ιούνιο του 2019 και περιείχε την απόφαση της ολομέλειας της ελληνικής Βουλής για επανορθώσεις, αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο συνολικού ύψους 289 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το τελευταίο διάβημα αυτού του είδους έγινε κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου του υπουργού εξωτερικών Νίκου Δένδια με τη γερμανίδα ομόλογό του Αναλένα Μπέρμποκ τον Ιούλιο του 2022 στην Αθήνα. Αλλά ούτε κι αυτό απέδωσε – παρά τη θέση των γερμανών Πράσινων, μέλος των οποίων είναι η Μπέρμποκ, υπέρ μερικών επανορθώσεων.
β) στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Το θέμα τίθεται συχνά υπόψη των ξένων διπλωματών, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στο περιθώριο διεθνών διασκέψεων (του ΟΗΕ, της ΕΕ, κλπ.), λόγω όμως της εγνωσμένης κοινής θέσης των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων – με τη Ρωσία τώρα στη θέση της Σοβιετικής Ένωσης – κατά των επανορθώσεων δεν ανήκε ποτέ στις πρώτες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής.
γ) στο γερμανικό εσωτερικό μέτωπο (ΜΜΕ, κόμματα, κοινωνία πολιτών, κ.λπ.). Εδώ επικρατούσε ανέκαθεν άπνοια. Οι διπλωμάτες αδυνατούν εξ αντικειμένου να το επηρεάσουν. Και τα κόμματα παρέλειψαν διαχρονικά να ασκήσουν επιρροή σε αυτό. Η Νέα Δημοκρατία, επειδή το θέμα τής είναι ξένο, το ΠΑΣΟΚ, επειδή της είναι αδιάφορο, το ΚΚΕ, επειδή η Γερμανία τού είναι ξένη, ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δεν αντιλήφθηκε ποτέ τη σημασία του συστηματικού διαφωτισμού και περιορίστηκε σε περιστασιακές «πλαγιοκοπήσεις» της Linke, των Πράσινων και φιλικών μέσων ενημέρωσης.
Ηθική της ευθύνης
Αυτό ήταν όμως μοιραίο λάθος. Ακόμα και αν η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανίδων/Γερμανών είναι μόνιμα κατά των επανορθώσεων (είτε επειδή επηρεάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, που ακολουθούν κατά κανόνα την κυβερνητική πολιτική, είτε επειδή ξέρουν ότι η καταβολή τους θα γίνει εις βάρος της τσέπης τους), το «όχι» τους δεν είναι για πάντα δεδομένο. Μια συστηματική ενημέρωση θα άλλαζε πολλά στη στάση τους. Τα ελληνικά κόμματα, και ιδίως τα αριστερά, δεν αντιλήφθηκαν ότι ενόψει της άκαμπτης στάσης της γερμανικής κυβέρνησης και των διεθνών υποστηρικτών της, η γερμανική κοινωνία των πολιτών ήταν η μοναδική μεταβλητή στο θέμα αυτό. Έτσι έχασαν την ευκαιρία να την επηρεάσουν επεκτείνοντας τον αγώνα τους από το διπλωματικό στο εσωτερικό γερμανικό πεδίο.
Το εγχείρημα δεν είναι ουτοπικό. Μέσα στη γερμανική κοινωνία δρουν αναρίθμητες πολιτικοποιημένες ομάδες, πολλά μέλη των οποίων εμφορούνται από τη βεμπεριανή ηθική της ευθύνης – της αντίληψης, ότι δεν αρκεί να λέει κανείς το σωστό, αλλά πρέπει να το κάνει και πράξη. Αυτά θα έτειναν ευήκοο ους σε διαφωτιστικά μηνύματα. Σε συνδυασμό με μια συστηματική πληροφόρηση των φίλιων κομμάτων και μέσων ενημέρωσης, των συνδικάτων, των (πολλών) αριστερόστροφων εκκλησιαστικών οργανώσεων, των πολυποίκιλων κινημάτων, κ.λπ., θα μπορούσε έτσι να δημιουργηθεί ένα, έστω και ισχνό, εσωτερικό μέτωπο υπέρ των επανορθώσεων. Το ότι αυτό δεν έγινε, αποτελεί ασυγχώρητη παράλειψη που μπορεί να διορθωθεί μόνο με ένα πολλαπλάσιο των προσπαθειών, που απαιτούνταν παλιά.
Νέοι κίνδυνοι, νέες ευκαιρίες
Ο πρώτος αποδέκτης των αιτημάτων για επανορθώσεις είναι φυσικά η γερμανική κυβέρνηση. Αυτή είναι που έχει την πολιτική ευθύνη και τα χρηματικά μέσα για την καταβολή τους. Η ίδια συνεχίζει βέβαια να επιμένει στο «Όχι». Αλλά η άρνησή της δοκιμάζεται πλέον σοβαρά υπό το βάρος των πρόσφατων εξελίξεων. Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει σμπαραλιάσει, όπως ειπώθηκε ήδη, το μεταπολεμικό αντιφασιστικό μέτωπο των τεσσάρων δυνάμεων, ένα ύστερο προϊόν του οποίου ήταν η «συνθήκη 2+4». Το ερώτημα είναι έτσι, αν το εναπομείναν τριαδικό μέτωπο (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία) την θωρακίζει έναντι των επανορθώσεων όσο και το τετραδικό.
Έως ότου δοθεί η απάντηση σαυτό όμως η κατάσταση θα παραμένει θολή. Κι από αυτήν αναδύονται δυο εξίσου πιθανά σενάρια: Από τη μια, η σκλήρυνση της γερμανικής πολιτικής έναντι των επανορθώσεων, από την άλλη η άμβλυνσή της. Η σκλήρυνση μπορεί να προκύψει από την «παλλαϊκή» συσπείρωση που προκαλεί καταρχάς ένας πόλεμος στο εσωτερικό της Γερμανίας καθώς και από τη διατράνωση της ισχύος της συνθήκης εκ μέρους της τριάδας – κάτι που θα προκαλέσει, δίπλα στις παλιές, και νέες αδικίες. Η άμβλυνση από τις αβεβαιότητες που προξενεί η κατάρρευση μιας πάλαι ποτέ άτρωτης συμμαχίας που μπορεί να εξωθήσει το Βερολίνο σε μέχρι τούδε απροσδόκητους συμβιβασμούς.
Είναι προφανές ότι η ελληνική διπλωματία πρέπει να είναι προετοιμασμένη και για τα δυο σενάρια κατά το μότο: Όλα παίζονται, όλα είναι δυνατά (ή και αδύνατα). Μια ενδεχόμενη εξέλιξη προς την κατεύθυνση της σκλήρυνσης θα ήταν το Βερολίνο να απειλήσει με κυρώσεις τις χώρες που επιμένουν σε επανορθώσεις. Μια δεύτερη, προς το παρόν λίγο πιθανή και με αντίθετο πρόσημο, η Ρωσία να ανακινήσει το ίδιο θέμα ζητώντας, ως η κύρια παθούσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πρόσθετες επανορθώσεις. Μια τρίτη, πιο ακραία, να μπει στον χορό των διεκδικήσεων και η Ουκρανία επιδιώκοντας καταρχάς με αυτό να πάρει μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια από τη Γερμανία. Μια τέταρτη, και σήμερα η πιο απίθανη, να υποκύψει το Βερολίνο στις παραπάνω πιέσεις και να ενδώσει μερικά στο αίτημα για επανορθώσεις.
Σε κάθε περίπτωση τα πεδία διεκδίκησης βρίσκονται πλέον υπό αναμόρφωση. Με την κατάρρευση της τετραμερούς συμμαχίας τέθηκε de facto και πολιτικά εν αμφιβόλω η λογική του «συμφώνου ειρήνης» ως φρένου στην παροχή επανορθώσεων. Εκείνο που προέχει τώρα, σε διμερές ελληνογερμανικό επίπεδο, είναι η αξιοποίηση της νέας δυσμενούς για τη Γερμανία εξέλιξης, και διεθνώς ο συντονισμός των κινήσεων με τα κράτη που διεκδικούν (Πολωνία) ή θα μπορούσαν να διεκδικήσουν επανορθώσεις (Ουκρανία) – όχι φυσικά με τη Ρωσία του Πούτιν.
Η παρέμβαση στο εσωτερικό γερμανικό μέτωπο είναι, αντίθετα, προς το παρόν άχαρο εγχείρημα, αν ληφθεί υπόψη ότι το ενδιαφέρον του ακροατηρίου είναι τώρα αποκλειστικά στραμμένο προς την Ουκρανία. Όμως έχει ο καιρός γυρίσματα. Άθελά τους, οι γερμανοί πολιτικοί προετοιμάζουν την αντιστροφή του πνεύματος του καιρού, όταν ζητούν από τη Ρωσία, ως την υπαίτιο του ρωσοουκρανικού πολέμου, να αναλάβει εξ ολοκλήρου τα έξοδα για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Και ξεχνούν έτσι ότι στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης λειτουργούν στο θέμα των επανορθώσεων με αντίστροφα μέτρα και σταθμά.
Η ώρα της αλήθειας
Το πώς θα πορευθεί η ελληνική διπλωματία στο νέο δύσκολο περιβάλλον είναι βέβαια δική της υπόθεση. Εδώ ενδιαφέρει κυρίως η πορεία της Αριστεράς. Η άποψή του υπογράφοντα: Με αφετηρία πάντα την κατάρρευση της τετραμελούς συμμαχίας, τα αριστερά κόμματα θα πρέπει να αξιοποιήσουν, έστω και υπό τις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες σήμερα, τον πολυτιμότερο δυνητικό τους σύμμαχο – το προοδευτικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει πολλά: οργανωμένη παρουσία στο εσωτερικό της με πολιτικά στελέχη, ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, τακτική επαφή με κόμματα, κινήματα, συνδικάτα, πολιτικά και πολιτιστικά ιδρύματα, πανεπιστήμια, κ.λπ., καθώς και πολλές διαφωτιστικές καμπάνιες. Το εγχείρημα θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντίστοιχα ισχυρά επιτελεία στην Ελλάδα. Η κεντρική ιδέα πίσω από όλα αυτά είναι ότι ο αγώνας για τις επανορθώσεις είναι πολιτικός αγώνας με ευρωπαϊκές διαστάσεις που περιλαμβάνει όλο το επιστητό: θεσμούς, κόμματα, πολιτικές, ιδεολογίες. Οι επανορθώσεις είναι και από μια άλλη πλευρά σχεσιακή έννοια: Σημαίνει ταυτόχρονα την ώρα της αλήθειας τόσο για τα θύματα, όσο και για τους νομικούς διαδόχους των θυτών.
Θα ήταν φυσικά αφελές να πιστέψει κανείς/καμία ότι ελληνικά αριστερά κόμματα μπορούν να κάνουν εκείνο που δεν καταφέρνουν εδώ και αιώνες τα γερμανικά: να ανατρέψουν το πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας. Αυτό μπορεί να γίνει φυσικά μόνο από ευρύτερες εσωτερικές πολιτικές διεργασίες. Εκείνο που πρέπει να επιχειρήσουν όμως απαρεγκλίτως είναι να προετοιμάσουν το έδαφος για την περίπτωση που έρθει μια τέτοια ανατροπή, έτσι, ώστε μέσα στα πολλά που θα συμβούν τότε, το αίτημα για επανορθώσεις να μην περάσει απαρατήρητο. Το τίμημα γι’ αυτό θα είναι μεγάλο. Όμως «σκόντο» σε τέτοια θέματα δεν υπάρχει. Φτηνότερα δεν γίνεται.
Σημειώσεις
1. Βλ.: Karl Heinz Roth & Hartmut Rübner (2017): Reparationsschuld. Hypotheken der deutschen Besatzungsherrschaft in Griechenland und Europa, σελ.131. Berlin: Metropol.