Σημειώσεις για την ελληνική λατρεία προς τον Πούτιν
Του Γιάννη-Ορέστη ΠαπαδημητρίουΑν και η κατάρριψη του ρώσικου αεροσκάφους και η απειλή των αντιποίνων ικανοποίησε τη θεμελιακή φαντασίωση συγκεκριμένων μερίδων του ελληνικού πολιτικού φάσματος, η γοητεία της επιθετικής εισόδου της Ρωσίας στο διεθνές προσκήνιο τη στιγμή της κλιμάκωσης των γεωπολιτικών αναταραχών εκτείνεται πολύ πιο πέρα απ’ τα ελληνορθόδοξα μπλογκ και τις ιστοσελίδες με ειδίκευση σε στρατιωτικά θέματα. Μυριάδες σχολίων στα διαδικτυακά δημοσιεύματα επαίνεσαν την επέμβαση του κέντρου της ευρασιατικής μη-ηπείρου, προσδοκώντας σ’ αυτή τη λύση της παρατεταμένης διεθνούς κρίσης των τελευταίων ετών, που όσο περνάει ο καιρός αυξάνει τις ομοιότητές της με την περίοδο του μεσοπολέμου.
Οι προσδοκίες δεν διατυπώθηκαν μόνο από χρυσαυγίτικα τρολ. Ένα πλήθος δυνάμεων απ’ την άκρα δεξιά μέχρι κύκλους της αριστεράς βλέπει εδώ και χρόνια με μια ανομολόγητη γοητεία την προοπτική ενίσχυσης ημών από την κυβέρνηση Πούτιν, με εργαλείο το φυσικό αέριο, την αλληλεγγύη του «ορθόδοξου τόξου» ή και την ψευδαίσθηση ότι η σημερινή καπιταλιστική Ρωσία των άγριων ταξικών ανισοτήτων και της περιστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων κρύβει στα σπλάχνα της υπολείμματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ως μοχλός πίεσης, λείπει σήμερα όσο ποτέ από τη διεθνή σκακιέρα. Οι τελευταίοι έχουν ένα κάποιο δίκιο· αλλά τα ζώντα σουβενίρ από την ΕΣΣΔ ανήκουν μόνο στο παρακράτος της, στα πρόσωπα της διαφθοράς και των μυστικών υπηρεσίων, που ωφελήθηκαν όσο κανείς από την πτώση της.
Ο αυταρχισμός ως πολιτική πυγμήΒγαλμένος κατευθείαν απ’ τα ψυχροπολεμικά στερεότυπα, ο Βλάντιμιρ Πούτιν αποτελεί το ιδανικό πρόσωπο για την ικανοποίηση της σύγχρονης ρωσοφιλίας. Από την πολυετή θητεία του ως απεσταλμένος της KGB στην Ανατολική Γερμανία, την οποία εγκατέλειψε το 1991 μέχρι τις επιδεικτικές εκκεντρικότητες της προσωπικής του ζωής, στέκεται επάξια στον ρόλο του «κακού», όπως θα τον ήθελε η προπαγάνδα των παλαιότερων ταινιών Τζέιμς Μποντ. Ο αυταρχισμός του γίνεται στις συνειδήσεις των οπαδών «πολιτική πυγμή», επικαλύπτοντας το περιεχόμενο των πολιτικών του, για χάρη της έντασης με την οποία τις εφαρμόζει.
Η λατρεία στο πρόσωπο του ρώσου προέδρου δεν είναι γυμνός ανορθολογισμός. Η τεράστια αναπτυξιακή έκρηξη της ρώσικης οικονομίας επί των ημερών του ήρθε για να συμπληρώσει μια υπόσχεση εκατό χρόνων για τη χώρα, που έθετε πολιτικά και πολιτισμικά ως προτεραιότητα την απομάκρυνση από την αγροτική ζωή μέσα από την επανάσταση των παραγωγικών δυνάμεων – υπόσχεση που όσο εκπληρωνόταν, τόσο γιγάντωνε ως επιθυμία. Το όραμα της ευημερούσας Ρωσίας, που από πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους σχολιαστές των Λένιν και Στάλιν θεωρήθηκε – εν μέρει ορθώς – εθνικιστικού προσανατολισμού απόπειρα για τη συγκρότηση μιας «ισχυρής Ρωσίας», κατάφερε σε 43 χρόνια να διανύσει την απόσταση από την προ-καπιταλιστική αγροτική ζωή της αυτοκρατορίας στην πτήση του Βοστόκ 1 στο διάστημα.
Η προτεραιότητα της ανάπτυξης που συνέχει τις ετερόκλητες φάσεις της ρωσικής πολιτικής τον τελευταίο αιώνα, γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη με την οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Με το αναπτυξιακό όραμα του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού να διαψεύδεται καθημερινά απ’ τις παρατεταμένες υφεσιακές επιπτώσεις του, η ρώσικη εναλλακτική ισχυροποιεί τα επιχειρήματά της. Όμως οι οικονομικοί δείκτες, απασχολούν πρωτίστως τα think tanks της διεθνούς συνεργασίας και τους τακτικιστές του «εναλλακτικού προσανατολισμού» στις δυτικές κυβερνήσεις. Οι ρίζες της «λαϊκότερης» εγχώριας ρωσοφιλίας πατάνε σε διάφορες φάσεις της ιστορίας του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, πάντα σε αντίστιξη με την αιώνια επαγγελία του εκσυγχρονισμού.
Το ρώσικο απωθημένοΈνα απ’ τα αυθεντικότερα τέκνα των μνημονιακών χρόνων στην Ελλάδα, υπήρξε η απόπειρα να αναχθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια με την ΕΕ σε «ξενοφοβία», κάποιου είδους ρατσιστικό απότοκο του - ευρέως διαδεδομένου απ’ τη δεκαετία του ‘80 – αντι-ιμπεριαλισμού. Πλήθος άρθρων, αλλά και συγγραμμάτων (όπως η «Ύπουλος Θωπεία» της Λένας Διβάνη) συνέδεσε την αντιμνημονιακή αντίδραση με έναν εθνικισμό και αντιδυτικισμό, «ανατολίτικα» κατάλοιπα του ατελούς εκσυγχρονισμού που έρχεται να ολοκληρώσει η μνημονιακή αναδιάρθρωση. Καλλιεργημένο παράλληλα με την οξυμένη ρωσοφιλία, το εν λόγω ιδεολόγημα αλληλοσυμπληρώνεται μ’ αυτή σ’ ένα πλέγμα λόγου που άθελά του φέρνει στην επιφάνεια την πραγματική «ελληνική ιδιαιτερότητα»: είτε κατά την ίδρυση του ελληνικού κράτους στα πρότυπα ενός ευρωπαϊκού προσανατολισμού, είτε στα μέσα του εικοστού αιώνα που αποτέλεσε τη μόνη βαλκανική χώρα που δεν εντάχθηκε στο σοβιετικό μπλοκ, η Ελλάδα για δύο αιώνες μετέχει στη ρωσοδυτική διελκυστίνδα, με τη δεύτερη πλευρά να κερδίζει συνεχώς.
Το αέναα αιωρούμενο ρώσικο απωθημένο πάνω απ’ την εγχώρια Ιστορία, παρουσιάζεται τώρα ως απάντηση στον παρασιτισμό του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού. Αμφότερα τα αφηγήματα όμως, καταστέλλουν κάτι σημαντικότερο, που συνιστά κοινό πάθημα των κρατών, που συγκροτήθηκαν βίαια πέριξ της Χερσονήσου του Αίμου: τον κατακερματισμό της παραγωγικής βάσης των Βαλκανίων, τη σταθερή υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης του βαλκανικού προλεταριάτου και μια πολιτισμική επιβολή, άλλοτε με ανταλλαγές πληθυσμών κι άλλοτε με τις απαιτήσεις συμμόρφωσης στην εκάστοτε εκσυγχρονιστική προοπτική. Το κληροδότημα του υπαρκτού ευρωπαϊσμού και της ρωσικής φαντασίωσης είναι το ίδιο και δεν αποτυπώνεται πουθενά καλύτερα, απ’ ότι στους εθνικισμούς που βασάνισαν και βασανίζουν τις βαλκανικές χώρες – μια μάστιγα την οποία υποδαυλίζουν εξίσου και τα δύο μοντέλα.