Στα βόρεια όρια μεταξύ του δήμου Αθηναίων και του δήμου Ν. Φιλαδέλφειας – Ν. Χαλκηδόνας κυλούν ακόμα και σήμερα δύο ποτάμια που συμβάλλουν μεταξύ τους. Ο Κηφισός και ο Ποδονίφτης. Τμήματα αυτών των δύο ποταμών παραμένουν σε φυσική μορφή. Ειδικά ο Ποδονίφτης που έρχεται ως συνέχεια της ρεματιάς Χαλανδρίου και διαπερνά την Φιλοθέη είναι ένα από τα ελάχιστα πια ορατά ποτάμια του λεκανοπεδίου.
Το τμήμα που εφάπτεται του Δήμου Αθηναίων και δεν είναι εγκιβωτισμένο είναι ένα μικρό τμήμα φύσης, 770 μέτρα, που διασώθηκε από την εξαφάνιση των ποταμών και των ρεμάτων της Αθήνας και παραμένει μέχρι σήμερα, μέσα στον αστικό ιστό, να μας θυμίζει πως είναι ένα ποτάμιο οικοσύστημα.
Διατηρείται μέχρι σήμερα η φυσική κοίτη του ποταμού και στις όχθες του υπάρχει υψηλή παρόχθια βλάστηση (ευκάλυπτοι, χαρουπιές κ.α.) αλλά και πλούσια χαμηλή βλάστηση (δάφνη, λιγούστρα κλπ). Στην ανατολική όχθη αυτού του τμήματος, έχουν καταγραφεί πολλά ασυνήθιστα είδη χλωρίδας, μεταξύ των οποίων και άγριες τουλίπες, γλαδιόλοι κ.α. ενώ απαντώνται ακόμα υδρόβιοι οργανισμοί, τέσσερα είδη ψαριών και μεγάλη ποικιλία πτηνών.
Το ρέμα του Ποδονίφτη είναι χαρακτηρισμένο ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος με υπουργική απόφαση και η περιοχή υπάγεται στους υγροτόπους Β΄ προτεραιότητας βάσει του ρυθμιστικού σχεδίου Αθήνας. Οι όμοροι Δήμοι και τα κινήματα πολιτών έδωσαν και δίνουν μάχες για να διασώσουν το φυσικό τμήμα του Ποδονίφτη.
Πριν από μερικά χρόνια μάλιστα συντονίστηκαν οι δύο Δήμοι (κάτω από την πίεση των τοπικών κοινωνιών και των κινημάτων της πόλης που ήθελαν να σωθεί το φυσικό περιβάλλον στο ανοιχτό τμήμα του ποταμού). Στήριξαν από κοινού προσφυγή στο ΣτΕ το οποίο αποφάσισε να μην προχωρήσει ο εγκιβωτισμός με τσιμεντοποίηση του χώρου. Δικαίωσε δηλαδή τους κατοίκους.
Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι χρειάζεται μια ολοκληρωμένη, μια συνολική μελέτη από τις πηγές του ποταμού μέχρι τις εκβολές, που πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την νέα τάση που υπάρχει σε όλη την Ευρώπη για ανοικτά ρέματα και όχι εγκιβωτισμένα αλλά και με την ανάγκη διάσωσης των όποιων στοιχείων φύσης έχουν απομείνει στον αστικό ιστό.
Στο τελευταίο εναπομείναν φυσικό τμήμα του ποταμού διαπιστώνεται πλήρης εγκατάλειψη από την πολιτεία και παντελής έλλειψη σχεδιασμού, τα τρία τελευταία χρόνια, από τις δημοτικές αρχές των δύο Δήμων αλλά και από την περιφερειακή αρχή του κ. Πατούλη.
Το ανοικτό αυτό τμήμα «πρέπει να διασωθεί, να αντιμετωπιστεί η είσοδος λυμάτων στο ποτάμι, να καθαριστεί και να αναδειχθεί με τη διαμόρφωση παρόχθιων περιπατητικών διαδρομών και ήπιων χρήσεων αναψυχής».
Στην όχθη που είναι από την πλευρά της Αθήνας υπάρχει άναρχη παραποτάμια δόμηση, εγκαταλειμμένα και ετοιμόρροπα χαλάσματα, αγωγοί με παράνομες σωληνώσεις παροχέτευσης λυμάτων, ξερά χόρτα, σπασμένα κλαδιά δέντρων κλπ.
Εκτός από την ανάγκη μιας ολοκληρωμένης μελέτης που θα παίρνει υπόψη της όλα τα δεδομένα του οικοσυστήματος, θα αξιοποιεί κάθε επιστημονική ειδικότητα που μπορεί να βοηθήσει και θα είναι στη κατεύθυνση της διατήρησης της ανοιχτής κοίτης, χρειάζεται να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί όλη η παρόχθια γη με περιπατητικές διαδρομές που θα επικοινωνούν τις δύο πλευρές αξιοποιώντας τα μονοπάτια και τις υπάρχουσες γέφυρες και τακτική περιποίηση του πράσινου και αποψίλωση ξερών χόρτων και σκουπιδιών..
Στην Αθήνα αντιστοιχεί μόλις 0,96 m2 πρασίνου ανά κάτοικο τη στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ως ελάχιστο απαιτητό τα 9m2 .
Είναι προφανές ότι τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά για μια καλύτερη και πιο ισορροπημένη ζωή. Μπορούμε όμως να αξιοποιήσουμε το υπάρχον και να αυξήσουμε το πράσινο στη πόλη μας. Το αίτημα για περισσότερο πράσινο είναι απαίτηση όλων των πολιτών και όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και ιεραρχήσεων. Και για τους πολίτες και για τις Δημοτικές Αρχές.
Η πόλη παρά την τσιμεντοποίησή της έχει εκεί στις ξεχασμένες ακρούλες της κάποιες δυνατότητες. Θα τις αξιοποιήσουμε; Θα τις ενεργοποιήσουμε; Ο δημόσιος χώρος είναι πολύ σημαντικός. Φάνηκε έντονα την περίοδο της πανδημίας και επειδή είναι συχνό το φαινόμενο τα συμφέροντα των πολιτών στις παραμεθόριες περιοχές της πρωτεύουσας να μην υπολογίζονται, οι κάτοικοι πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Ο δήμαρχος ή ο περιφερειάρχης μπορεί να ελεγχθεί για τις πράξεις του, αλλά μπορεί να ελεγχθεί και για τις παραλείψεις του.