* Η κοινωνική συναίνεση αναγκαίος όρος για κάθε πολιτική απόφασηΟ πρωτοσέλιδος τίτλος του προηγούμενου φύλλου της «Εποχής» ξένισε αρκετούς αναγνώστες της: Δηλαδή, δεν ήταν ανέκαθεν υπέρ του δημόσιου διαλόγου για τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα η αριστερά, και δη η ανανεωτική, η ριζοσπαστική; Ας εξηγηθούμε, λοιπόν, για να μην παρεξηγούμαστε.
Ο δημόσιος διάλογος σε εθνικό επίπεδο (που κακώς συγχέεται με τα περί εθνικής συνεννόησης, γιατί πρόκειται περί διαδικασίας ουσιαστικής αντιπαράθεσης, αντιπαραβολής συγκρουόμενων επιχειρημάτων με σκοπό τη διαμόρφωση μιας κοινωνικά αποδεκτής πολιτικής με τη συμμετοχή της κοινωνίας), οφείλει να είναι μια διαδικασία ενταγμένη σε γενικότερη στρατηγική και όχι ένα εργαλείο τακτικής ή μια συνεννόηση πολιτικής κορυφής σε τέσσερις τοίχους με την κοινωνία θεατή.
Γι’ αυτό και η πρόσκληση σ’ έναν τέτοιο διάλογο δεν απευθύνεται στις πολιτικές δυνάμεις που δείχνουν διατεθειμένες απλώς να στηρίξουν κάποιες κυβερνητικές επιλογές έναντι ακόμη και καλώς εννοουμένων πολιτικών ανταλλαγμάτων, αλλά οφείλει να νοείται σαν πρόσκληση στις πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν τον κίνδυνο να συνομιλήσουν με την κοινωνία πρώτα και κύρια και όχι τόσο μεταξύ τους. Με στόχο, μάλιστα, όχι μόνο να μεταπείσουν την κοινωνία, αλλά ίσως και να μεταπειστούν από αυτήν και, οπωσδήποτε, να της επιτρέψουν να συγκροτήσει τη δική της πλειοψηφική άποψη, που θα είναι συμβατή με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειονότητας των λαϊκών τάξεων.
Συνεννόηση ή συναίνεση;Ίσως να διακρίνεται τώρα, μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, η υπαρκτή διαφορά μεταξύ κοινωνικής συναίνεσης και εθνικής συνεννόησης. Η δεύτερη τείνει να είναι μια διαδικασία μεταξύ πολιτικών δυνάμεων στο πολιτικό, ακόμα χειρότερα στο διακομματικό πεδίο. Η διεκδίκηση της πρώτης είναι μια προωθητική κοινωνική κυρίως διαδικασία με κατάληξη που δεν είναι εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένη, γιατί ακριβώς εξαρτάται από τις διαθέσεις, τις ανάγκες και την ωρίμανση των απόψεων μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Η διαφορά δεν είναι μόνο θεωρητική. Σε μια διαδικασία αναζήτησης της κοινωνικής συναίνεσης σε μια πολιτική, μπορεί η κυβερνητική πρόταση να μην είναι δεδομένο εκ των προτέρων ότι θα είναι και η τελική απόφαση, αλλά η τροποποίηση ή η τελική διαμόρφωσή της δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις θέσεις, τις διαθέσεις και τις ταξικές τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων που διαλέγονται, αλλά κυρίως από την αποφασιστική επιρροή που ασκούν οι κοινωνικοί παράγοντες, οι κοινωνικά δρώντες. Οι οποίοι, εννοείται, έχουν το δικαίωμα να διαμορφώνουν άποψη και θέσεις μέσα από την αντιπαράθεση και με βάση την ισορροπία που διαμορφώνει κάθε φορά ο συσχετισμός κοινωνικών δυνάμεων.
Η διαφορά, επίσης, δεν είναι επιστημονικής υφής: δηλαδή, με ποιο τρόπο θα έχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα. Είναι διαφορά που βασίζεται σε ταξική μεροληψία: οι πολιτικές δυνάμεις που θα μετάσχουν στο δημόσιο διάλογο, χρειάζεται να επηρεαστούν αποφασιστικά από τη γνώμη και τη στάση που διαμορφώνουν οι κοινωνικά δρώντες. Αυτό αποτελεί εξασφάλιση για μια αριστερή κυβέρνηση και μια αριστερή πολιτική δύναμη ότι ο δημόσιος διάλογος δεν θα καταλήξει σε μια μικροπολιτική συναλλαγή, αλλά σε μια κοινωνική συνδιαλλαγή.
Και η εξασφάλιση αυτή είναι διπλή. Μ’ αυτό τον τρόπο, μια αριστερή κυβέρνηση και μια αριστερή πολιτική δύναμη μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία δεν κινδυνεύουν τόσο να γίνουν έρμαια όσων πολιτικών δυνάμεων διαθέτουν ισχυρότερα μέσα πολιτικής επιβολής. Αφετέρου, δεν εκτίθενται στον κίνδυνο να φαντασιωθούν τον εαυτό τους σαν πρωτοπορία που επιβάλλει στην αδαή κοινωνία το καλό της, που εκείνη δεν το συνειδητοποιεί.
Για να προσγειωθούμε στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να κάνουμε μια αναδρομή, ώστε να δούμε ό,τι κρίνεται σήμερα μέσα από το πρίσμα μιας, τουλάχιστον, πεντάχρονης εμπειρίας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να γίνει κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση και την εξασφάλισε σε δύο αλλεπάλληλες δυσκολότατες εκλογικές αναμετρήσεις, είναι γιατί πορεύτηκε με γνώμονα την έκφραση των αναγκών και των συμφερόντων της μεγάλης πλειονότητας των λαϊκών τάξεων, προσπαθώντας πάντοτε να εξασφαλίζει κατά τη διατύπωση της πολιτικής του την ευρεία κοινωνική συναίνεση.
Ασφαλιστική δικλείδα η κοινωνική συναίνεσηΔεν πρόκειται γι’ αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι βαφτίζουν λαϊκισμό, δηλαδή την αποδοχή όλων των αιτημάτων απ’ όπου κι αν προέρχονται. Πρόκειται για τη διαμόρφωση σε συνεκτική πολιτική πρόταση της συνισταμένης των κοινωνικών συμφερόντων, η οποία συναντάει την κοινωνική συναίνεση μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας. Αν οι νεοφιλελεύθεροι ξορκίζουν το λαϊκισμό, είναι γιατί δεν θέλουν η κυβέρνηση της αριστεράς να έχει ενεργό συμπαραστάτη στην εφαρμογή της πολιτικής της την πλειονότητα της κοινωνίας. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οποιαδήποτε πολιτική συμφωνηθεί σε πολιτικό επίπεδο ως κυβερνητική πολιτική υπό την πίεση υπέρτερων πολιτικών δυνάμεων, δεν θα μπορέσει να ευοδώσει χωρίς κοινωνική συναίνεση. Είναι, επίσης, φανερό ότι η κυβερνητική πολιτική, ακόμα κι αν προκύψει μέσα από την πλατύτερη πολιτική συναίνεση, δεν θα είναι αντίστοιχη με τις ανάγκες της κοινωνίας, αν δεν έχει την συναίνεση αυτής της κοινωνίας. Για να μη μακρηγορούμε, η επιδίωξη της κοινωνικής συναίνεσης είναι το αντίβαρο που μπορεί να κρατήσει αποτελεσματικά μια προωθητική ισορροπία στο πολιτικό πεδίο διασφαλίζοντας την κυβέρνηση της αριστεράς από κάθε είδους κακοτοπιές.
Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εμπλακεί σήμερα σε έναν δημόσιο διάλογο για το ασφαλιστικό, την παιδεία, το προσφυγικό κ.ο.κ. με την κοινωνία απούσα, χωρίς να εντοπίσει την πλειοψηφική άποψη της κοινωνίας, θα αποτύχει να διαμορφώσει βιώσιμη πολιτική σε όλους αυτούς τους τομείς. Γι’ αυτό και η σημασία της σύγκλισης ενός «συμβουλίου αρχηγών» περιορίζεται στο πεδίο μιας επικοινωνιακής μικροπολιτικής χωρίς βάθος. Όση στήριξη κι αν της προσφέρουν στο πολιτικό πεδίο οι συνομιλητές της, πράγμα εντελώς απίθανο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το έδαφος κάτω από τα πόδια της δεν θα είναι σταθερό. Κι όσο πιο μακριά από την ανάσα της κοινωνίας πραγματοποιείται αυτή η πολιτική συνομιλία, τόσο πιο αδύνατη θα είναι η θέση μιας αριστερής κυβέρνησης που συνομιλεί, ιδίως αν αναγκαστεί να κάνει, ακόμη και τακτικές, υποχωρήσεις που θα κρίνει ίσως απαραίτητες.
Χ. Γεωργούλας