Ο Δημήτρης Γκιβίσης είναι γνωστός στο αναγνωστικό κοινό της Εποχής για τις συνεντεύξεις που παίρνει, εδώ και πολλά χρόνια, από σημαντικές προσωπικότητες του διεθνούς πνευματικού, πολιτικού και κοινωνικού χώρου. Σήμερα δημοσιεύουμε, με μικρές περικοπές, το πρώτο μέρος της συνομιλίας του για την παγκόσμια κατάσταση με τον Γουόρεν Μόνταγκ, καθηγητή Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Occidental College της Καλιφόρνιας και έναν από τους πιο έγκυρους μελετητές του έργου του Αλτουσέρ και του Σπινόζα, διεθνώς. Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης θα δημοσιευθεί το επόμενο Σάββατο.
Χ. Γο.
Θεωρείτε ότι οι κρίσεις και οι ανταγωνισμοί, που έχουν ενταθεί πρόσφατα, επιδρούν στις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης;
Αν πράγματι υπάρχει μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης, ένα ερώτημα που είναι δύσκολο να απαντηθεί καταφατικά, αυτό δεν συνεπάγεται την καθολικότητα του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος. Οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού υποσχέθηκαν κάποτε την έλευση μιας αιώνιας ειρήνης, στην οποία ο οικονομικός ανταγωνισμός εντός των ορίων που θέτουν συμφωνημένοι κανόνες, θα αντικαθιστούσε τους πολέμους τους παρελθόντος, τόσο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς, όσο και τους λεγόμενους Ψυχρούς Πολέμους. Αντ' αυτού, με την εξαφάνιση/τον μετασχηματισμό των μεγάλων μη καπιταλιστικών κοινωνιών, ο νεοφιλελευθερισμός επιτάχυνε τη συσσώρευση κεφαλαίου και μαζί με αυτήν την όξυνση των αντιφάσεών του.
Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι τόσο μια ρωγμή στην παγκοσμιοποίηση, όσο μια παγκοσμιοποίηση των ρωγμών και των σφαλμάτων αυτού που κάποτε ήταν γνωστό ως «παγκόσμιο σύστημα». Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, στον βαθμό που είχε κάποτε διαμορφώσει ένα τέτοιο παγκόσμιο σύστημα, διατήρησε ένα είδος εύθραυστης συνοχής μετά το 1945, μια αναγκαία ένωση δυνάμεων ενάντια σε διάφορες αρχικά αντιαποικιακές εξεγέρσεις στην Ασία και την Αφρική (κυρίως στο Βιετνάμ και στην Αλγερία), που είχαν την τάση να στρέφονται προς αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, ενάντια στα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής, και τη δημιουργία στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μιας σοβιετικής νεκρής ζώνης.
Τα χρόνια από τη νίκη της κουβανικής επανάστασης το 1959–60, μέχρι τη στιγμή που έγινε σαφές ότι η νίκη των Βιετναμέζων επί των ΗΠΑ το 1975 σηματοδοτούσε το τέλος και όχι την επανέναρξη του επαναστατικού κύματος, ήταν μια περίοδος μεγάλων ελπίδων, μαζικών αγώνων και πολύτιμων εμπειριών. Στην Ευρώπη, τα εργατικά κινήματα, από τη Γαλλία μέχρι την Ιταλία (1968–69) και αργότερα την Ισπανία και την Πορτογαλία (1974–75) και οι μαζικοί αγώνες στους οποίους οδήγησαν, άλλαξαν την ισορροπία δυνάμεων σε βαθμό που φόβισε το ευρωπαϊκό και βορειοαμερικανικό κεφάλαιο. Εκτός Ευρώπης, η επιτυχία των αντιιμπεριαλιστικών και αντικαπιταλιστικών κινητοποιήσεων φαίνεται από την αγριότητα της κρατικής και μη κρατικής βίας που στράφηκε εναντίον τους, όπως έδειξαν οι εμπειρίες της Χιλής, της Ουρουγουάης και της Αργεντινής.
Το επαναστατικό κίνημα στην Πορτογαλία έληξε σύντομα και ο πόλεμος των Κόντρας, που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980, οδήγησε στην κατάρρευση της επανάστασης της Νικαράγουας. Η ιρανική επανάσταση, τόσο συναρπαστική στις πρώτες μέρες της, συντρίφτηκε από την αντεπανάσταση των μουλάδων και κατέληξε με τον σχεδόν πλήρη αποδεκατισμό της άλλοτε ισχυρής ιρανικής Αριστεράς. Λίγοι υποψιάζονταν ότι η «παύση» μετά το 1975 σηματοδοτούσε τη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων (με λίγες εξαιρέσεις), την αργή, αν και άνιση, αποδυνάμωση των εργατικών κινημάτων και την ήττα των επαναστάσεων. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η αναγέννηση της καπιταλιστικής Ρωσίας, καθώς και η σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Κίνα, φάνηκαν σε πολλούς παρατηρητές ως προαγγελία του «τέλους της ιστορίας», με την έννοια ότι η ανθρωπότητα είχε βρει στον καπιταλισμό την τελική και ουσιαστική μορφή της κοινωνικής ύπαρξής της.
Όμως, ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις από αυτούς που πανηγύριζαν για τη νέα κατάσταση, αναγκάστηκαν σύντομα να παραδεχτούν ότι ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία –δηλαδή το τυπικά δημοκρατικό κράτος, που ήταν κατ' αυτούς σίγουρα το καλύτερο από όλα τα πολιτικά συστήματα– δεν ήταν πάντα εφικτή (ειδικά όταν οι πληθυσμοί αρνούνταν τον ορθολογισμό της αγοράς ή έπαυαν να σέβονται τις μορφές ιδιοκτησίας που αυτή απαιτούσε). Ελάχιστοι, πάντως, ήταν εκείνοι που υποψιάζονταν ότι την ανθρωπότητα την περίμενε ένα άλλο ενδεχόμενο τέλος της ιστορίας, όπου η ιδέα του καπιταλισμού ως τελική μορφή της ανθρωπότητας θα αποκτούσε μια πολύ διαφορετική και πολύ πιο δυσοίωνη σημασία από αυτήν που φαντάζονταν οι φιλελεύθεροι προφήτες του.
Μπαίνουμε σε μια νέα ιστορική φάση και αν ναι, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Πώς βλέπετε τον ρόλο της Αριστεράς σήμερα;
Η εισβολή στο Αφγανιστάν και ο πόλεμος στο Ιράκ είναι ένα συχνά παραγνωρισμένο ιστορικό κατώφλι. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά λόγω της εξαιρετικής τεχνολογικής προόδου στην τέχνη της θανάτωσης όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, με αντίστοιχη μείωση του κινδύνου για τον επιτιθέμενο, έχουμε περάσει σε μια εποχή παράλογου πολέμου. Το εκπληκτικό ήταν ότι υπήρξε ένα σύνολο αυταπατών, που η καθεμία τους σηματοδοτούσε μια ριζική ρήξη με τη μέχρι τότε κατανόηση της ιστορίας των πολέμων που έγιναν τον 20ό αιώνα, του στρατιωτικού δόγματος και της στρατιωτικής πρακτικής, για να μην αναφερθούμε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εμπόλεμων μερών και τη μεταχείριση των αμάχων που θεσμοθετήθηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό το τελευταίο ζήτημα, η νέα κατάσταση δεν έχει καμία σχέση με τους ηθικούς κανόνες που ήταν ενσωματωμένοι σ’ αυτούς τους κώδικες. Όλα όσα προβλέπονταν μέχρι τότε, είχαν σχεδιαστεί για να διασφαλίσουν την επιτυχία μιας δύναμης που εισβάλλει σε μια χώρα με στόχο να την καταλάβει και να επιβάλει μια νέα κυβέρνηση που θα εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του εισβολέα. Αυτό που γνώριζαν τόσο οι κατακτητές, όσο και εκείνοι που εξεγείρονταν εναντίον τους, ήταν ότι αν η, χωρίς διαφοροποιήσεις, μεγάλης κλίμακας βία συνεχιζόταν πέρα από μια σύντομη αρχική περίοδο, το μόνο που θα πετύχαινε ήταν να βοηθήσει στην προετοιμασία μιας εξέγερσης. Στην πραγματικότητα, οι εισβολείς τότε και τώρα, για λόγους που μένει να εξηγηθούν, «βλέπουν το καλύτερο και κάνουν το χειρότερο» (Σπινόζα).
Οι εισβολές στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ διαφέρουν σε σημαντικά σημεία, αλλά και οι δύο αποτελούν παράδειγμα όχι απλώς της αποτυχίας αυτών των ιμπεριαλιστικών περιπετειών, αλλά και μιας στρατιωτικής και πολιτικής καταστροφής παγκόσμιων διαστάσεων, οι συνέπειες της οποίας συνεχίζουν να εκτυλίσσονται χωρίς ορατό τέλος. Δημιούργησαν μια περίπλοκη κατάσταση, που έχει ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβησαν τους τελευταίους δύο αιώνες, η οποία αποτυπώνει εκείνο που είναι ουσιαστικό για την παγκόσμια πολιτική στη σημερινή περίοδο. Εκείνο που εντυπωσιάζει σήμερα, είναι ότι οι συγκεκριμένες «επιχειρήσεις», ιδωμένες από απόσταση, φαίνονται ως το στρατιωτικό ισοδύναμο μιας (μαζικής) δολοφονίας–αυτοκτονίας, που εκτυλίσσεται, άνισα σίγουρα, σε αργή κίνηση.
Αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσει η Αριστερά διεθνώς, είναι κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μια δομική τάση (και όχι κάτι μοιραίο) προς τον παραλογισμό, μια τάση των υπαρκτών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) να αναλαμβάνουν δράσεις, εσωτερικές αλλά και εξωτερικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές, τα προβλέψιμα αποτελέσματα των οποίων είναι βαθιά αυτοκαταστροφικά, αποδυναμώνοντας έτσι, και ίσως βλάπτοντας σε μόνιμη βάση την ικανότητά τους να δρουν στον κόσμο. Αυτή η τάση είναι υπερπροσδιορισμένη: οι αιτίες της δεν βρίσκονται στις αδυναμίες των παγκόσμιων ηγεσιών ή στην εσφαλμένη συλλογιστική τους, ούτε στον εσφαλμένο υπολογισμό των πιθανών αποτελεσμάτων μιας συγκεκριμένης δράσης ή σε ένα στρατηγικό λάθος που οφείλεται σε ανεπαρκή πληροφόρηση, έστω και αν τέτοιου είδους λάθη συμβαίνουν συχνά. Το γεγονός ότι ο Τραμπ, ο Πούτιν και ο Μπολσονάρο, για να πάρουμε μόνο αυτούς, ηγήθηκαν μεγάλων χωρών, είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της συγκεκριμένης τάσης, και αυτό το επιβεβαιώνουν επίσης οι πρόσφατες νίκες της Λιζ Τρας στο Ηνωμένο Βασίλειο και της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.
Μπορούμε να αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά ή τα συμπτώματα αυτής της τάσης. Πρώτον, ο πολλαπλασιασμός των πολέμων που εξαπολύονται χωρίς την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας, και που φαίνεται να στρέφονται εξαρχής προς αυτό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς προειδοποιούσαν ότι ήταν η εναλλακτική λύση στην προλεταριακή επανάσταση και την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών: την αμοιβαία καταστροφή των αντιμαχόμενων δυνάμεων. Τα πυρηνικά όπλα χρησιμεύουν ως προφάσεις ή απειλές (μαζικών) δολοφονιών–αυτοκτονιών.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι για την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων ζωών και ολόκληρων πόλεων μέσα σε λίγους μήνες, είναι εντελώς ψευδείς, κάτι παραπάνω από τις συνηθισμένες και αυτόματες κινήσεις δικαιολόγησης μιας καταστροφής που λίγοι παραδέχονται ότι συμβαίνει. Ο πόλεμος στο Ιράκ, που ξεκίνησε με προφανώς ψευδείς προφάσεις, έχει κοστίσει εκατομμύρια ζωές αν ληφθούν υπόψη όλες οι συνέπειές του, και επιπλέον έθεσε σε κίνηση τη δυναμική που επέτρεψε σε κάποιον σαν τον Τραμπ να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Η νομιμοποίηση των βασανιστηρίων, ή μάλλον, η άποψη ότι όλοι όσοι έχουν σχέση με τον εχθρό, θεωρούνται συνεργάτες του εχθρού και στερούνται παρανόμως των δικαιωμάτων, τα οποία κατοχυρώνονται στις συμβάσεις της Γενεύης, όπως τόσοι και τόσοι Homini Sacri1, επανήλθε μοιραία στις Ηνωμένες Πολιτείες: πόσα μέρη στις ΗΠΑ είναι σήμερα de facto ζώνες εξαίρεσης, όπου οι νόμοι μπορούν να αγνοούνται ατιμώρητα από τα όργανα επιβολής του νόμου;
Επιπλέον, τώρα τελευταία αυξάνεται η απόλυτη περιφρόνηση για τις ζωές των «αμάχων του εχθρού», η σκόπιμη στοχοποίηση των σχολείων, των παιδικών χαρών, των νοσοκομείων και των γηροκομείων τους, σαν να πρόκειται για κάποια ανάδραση που απευθύνεται στον πληθυσμό του επιτιθέμενου. Σε «στρατιώτες» εντελώς απροετοίμαστους για να συμμετέχουν σε μάχες, μόλις και μετά βίας ικανούς να χειριστούν τα συστήματα του πυροβολικού, τα άρματα μάχης και τα τεθωρακισμένα οχήματα, δίνονται όπλα αντίκες και ανεπαρκή πυρομαχικά, και αφήνονται να πεινάνε, προφανώς επειδή έχουν πάντα τη δυνατότητα να λεηλατούν τον πληθυσμό που πήγαν να απελευθερώσουν: ζουν τόσο όσο χρειάζεται για να σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό αμάχων.
Όλα αυτά που έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα στο κατώφλι της αυτοεκμηδένισής της, δεν οφείλονται στην ανθρώπινη φύση ή σε μια απλή ενόρμηση θανάτου. Οι μορφές αυτοκαταστροφής, η οποία είναι ολοφάνερη σήμερα, έχουν προκύψει από δυνάμεις και τάσεις, που το συνδυασμένο τους αποτέλεσμα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της «κανονικής» λειτουργίας του καπιταλισμού σε μια άνευ προηγουμένου και επομένως «αφύσικη» στιγμή κρίσης, μάς έχει οδηγήσει στο κατώφλι (χωρίς ακόμα να το έχουμε ξεπεράσει) μιας μη αναστρέψιμης καταστροφής.
Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει από το 2020 τον κίνδυνο επιδημιών και πανδημιών από θανατηφόρους ιούς, όπως ο Covid–19, ο οποίος μεταξύ άλλων αποσταθεροποίησε τα υγειονομικά συστήματα σε όλο τον κόσμο. Έχει επιδράσει αυτή η κρίση στην πολιτική που ακολουθούν οι επιμέρους κυβερνήσεις;
Ο Μάικ Ντέιβις έχει καταδείξει λεπτομερώς τον βαθμό στον οποίο η αποψίλωση των δασών, είτε για την εξόρυξη ξυλείας, είτε για την εκχέρσωση γης προκειμένου να γίνει εκτροφή βοοειδών, έχει εκθέσει τους ανθρώπους σε νέους, δυνητικά θανατηφόρους και σε αρκετές περιπτώσεις εξαιρετικά μεταδοτικούς ιούς. Η συνεχής εμφάνιση όλο και πιο λοιμογόνων ιών, ορισμένοι από τους οποίους εμφανίζουν πρωτόγνωρους ρυθμούς μετάλλαξης, σημαίνει ότι τα εμβόλια και τα φάρμακα που είναι αποτελεσµατικά εναντίον μιας παραλλαγής κάποιου ιού, μπορεί να είναι άχρηστα εναντίον μιας άλλης παραλλαγής του ίδιου ιού. Τα διδάγµατα της πανδηµίας που βρίσκεται ακόµη σε εξέλιξη είναι απογοητευτικά: είναι πλέον σαφές ότι τα προληπτικά μέτρα (ιδίως οι µάσκες και η κοινωνική αποστασιοποίηση) µπορούν να είναι πολύ αποτελεσµατικά για την επιβράδυνση της εξάπλωσης αυτών των ιών, είτε η µετάδοση γίνεται µέσω αεροµεταφερόµενων σωµατιδίων, είτε µέσω επαφής∙ είναι σαφές ότι τα υγειονομικά συστήµατα σε όλο τον κόσμο δεν μπορούν να βασίζονται σε παγκόσµιες αλυσίδες εφοδιασµού, αλλά πρέπει να διατηρούν για έκτακτες ανάγκες αποθέµατα του εξοπλισµού που είναι απαραίτητος για τη θεραπεία και την πρόληψη οποιασδήποτε ασθένειας∙ είναι σαφές ότι πρέπει να υπάρχει ένας επαρκής αριθµός νοσοκοµείων και ιατρικού και βοηθητικού προσωπικού σε σχέση µε τον πληθυσµό. Τέλος, είναι επίσης σαφές ότι οι πατέντες στα φάρμακα και τις ιατρικές τεχνολογίες (δηλαδή οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας) είναι ασύμβατες με μια αποτελεσματική παγκόσμια αντιμετώπιση των πανδημιών.
Αυτό που δεν είναι καθόλου σαφές, είναι ότι κάποιο από αυτά τα διδάγματα θα επηρεάσει τη λειτουργία των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε έναν καπιταλιστικό κόσμο. Το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες, σε συμμαχία με τις κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, αρνήθηκαν να επιτρέψουν έστω και την προσωρινή αναστολή των πατεντών τους για ορισμένα εμβόλια, δείχνει τον βαθμό στον οποίο οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας εμποδίζουν την προστασία της ζωής της πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού. Παρ' όλα αυτά, από τη στιγμή που η εμπειρία του Covid–19, τόσο πρωτόγνωρη από πολλές απόψεις, δεν κατάφερε να πείσει αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή φαρμάκων και συνεπώς τις ζωές δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, παραμένει εξαιρετικά απίθανο ότι σε μελλοντικές πανδημίες, όσο σοβαρές και αν είναι αυτές, θα αμφισβητηθεί η νομιμότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα φάρμακα και τις ιατρικές τεχνολογίες.
Αλλά ίσως πιο καταστροφική, όσον αφορά τις άμεσες επιπτώσεις της στην παγκόσμια πολιτική, είναι η κλιματική αλλαγή, ιδίως η αύξηση της θερμοκρασίας της γήινης ατμόσφαιρας. Από τη μια πλευρά, η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης ανομβρίας σε όλο τον κόσμο, η ξήρανση των πηγών νερού, που απειλούν τα αποθέματα νερού των μεγαλουπόλεων και οδηγούν σε καταστροφή των καλλιεργειών, πείνα και ασθένειες, και από την άλλη πλευρά, το λιώσιμο των πολικών πάγων που ανεβάζει τη στάθμη της θάλασσας με ρυθμό ταχύτερο από αυτόν που πιστεύαμε, έχουν αρχίσει να επιφέρουν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από τις αυξανόμενες μεγάλες καταιγίδες, ενώ μια σειρά νησιωτικών κρατών σταδιακά εξαφανίζονται.
Ακριβώς όπως στην περίπτωση των πατεντών εμβολίων, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί αρνήθηκαν να αναγκάσουν τις βιομηχανίες που φέρουν την κύρια ευθύνη για την υπερθέρμανση του πλανήτη να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων στο σημείο που είναι απαραίτητο για την αποτροπή της καταστροφής. Κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον ορθολογισμό και τη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Παραδόξως, η σύζευξη αυτών των εξελίξεων, που η καθεμιά τους υποκινείται από την επιδίωξη να αυξηθούν τα κέρδη και τα έσοδα των εταιρειών, να διατηρηθούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, να παραμεριστούν οι κανονισμοί και η προστασία του περιβάλλοντος και να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κράτος, με εξαίρεση τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, δηλαδή την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις στις οποίες επενδύονται ολοένα και μεγαλύτερα ποσά, απειλεί τελικά την ύπαρξη ακόμη και αυτών που «απολαμβάνουν» αυτά τα κέρδη. Τα ψέματα που λέει η άρχουσα τάξη στον εαυτό της και στους άλλους, οι προσπάθειές της να αρνηθεί την ύπαρξη ή την τοξικότητα του Covid–19, ή τη σχέση μεταξύ των αερίων του θερμοκηπίου και της υπερθέρμανσης του πλανήτη, δεν μπορούν να τη σώσουν από το πολύ πραγματικό ενδεχόμενο μιας πανδημίας που αφήνεται να εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα ή της υπερθέρμανσης του πλανήτη που συνεχίζει να αυξάνεται όπως συμβαίνει τις τελευταίες λίγες δεκαετίες.
Πώς είναι δυνατόν όσοι ανήκουν σ’ αυτές τις τάξεις, με λίγες εξαιρέσεις, να συνεχίζουν να συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα; Ωστόσο, η υπερβολική σπουδή τους που οδηγεί στην εξαφάνιση των ειδών, δεν μπορεί να αποδοθεί στην απληστία και τη βλακεία, που είναι ολοφάνερη στις πιο γνωστές όψεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης, ή στην πίστη στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Ούτε μπορεί να κατανοηθεί ως η λογική του κεφαλαίου που λειτουργεί με αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, μια αδιαφορία που κάποτε αποδιδόταν στις εργατικές τάξεις και τους φτωχούς. Επιπλέον, τώρα τελευταία αυξάνεται η απόλυτη περιφρόνηση για τις ζωές των «αμάχων του εχθρού», η σκόπιμη στοχοποίηση των σχολείων, των παιδικών χαρών, των νοσοκομείων και των γηροκομείων τους, σαν να πρόκειται για κάποια ανάδραση που απευθύνεται στον πληθυσμό του επιτιθέμενου. Οι ιδέες που δικαιολογούν τη δύναμη και την πονηριά των προσπαθειών που κάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις να αυξήσουν τα κέρδη τους και να αποφύγουν να δώσουν ένα μέρος του πλούτου τους στους «παραλήπτες» των υπηρεσιών τους στην κοινωνία εγγράφονται σε μια σειρά κινημάτων, η δύναμη και η ραγδαία ανάπτυξη των οποίων είναι επίσης αποτέλεσμα των φαινομένων που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημείωση:
1. ΣτΜ: Πληθυντικός των λατινικών λέξων Homo Sacer («ιερός», ή «καταραμένος» άνθρωπος). Η έννοια του homo sacer είναι η αφετηρία του γνωστότερου βιβλίου του ιταλού φιλοσόφου Τζόρτζιο Αγκάμπεν, με τίτλο Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (εκδόσεις Έρμα, 2018).