Το πολιτικό θερμόμετρο στη Γαλλία ανεβαίνει συνεχώς μετά τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων και της Αριστεράς. Ιδιαίτερα, μετά την απεργία και τις διαδηλώσεις της 18ης Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση αντί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα των εργαζομένων, προχωρά σε αυταρχικές πρακτικές. Εμμένει στην πολιτική της που έχει οδηγήσει τη χώρα σε δύσκολες καταστάσεις. Σήμερα, για να επιβάλει τον προϋπολογισμό του 2023, προϋπολογισμό λιτότητας, προσφεύγει στο γνωστό άρθρο 49-3 (για παράκαμψη της βουλής), που έχει επανειλημμένα καταδικαστεί. Κι αυτό είναι το πρώτο βήμα. Όπως φημολογείται θ’ ακολουθήσει κι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού με τροπολογία στον προϋπολογισμό!
Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στη βουλή, από την ίδια την πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν, ότι εφαρμόζεται εν ονόματι της «νομιμότητας». Οι βουλευτές του Μακρόν δέχτηκαν την ανακοίνωση με «ενθουσιασμό», ενώ οι της NUPES (Ενωμένη Αριστερά) αποχώρησαν από την αίθουσα, καταγγέλλοντας την αντιδημοκρατική πρακτική της κυβέρνησης, η οποία μιλά για την ανάγκη «διαλόγου» και «συναίνεσης», στην πράξη όμως αποφεύγει τον διάλογο. Η NUPES αμέσως μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση της βουλής κατέθεσε πρόταση μομφής και ταυτόχρονα ένα δικό της «αντιπροϋπολογισμό». Η πρόταση αυτή δεν προβλέπεται να έχει κάποια τύχη, γιατί τα κόμματα της Δεξιάς και Ακροδεξιάς, της Λεπέν, θ’ αποφύγουν να τη ψηφίσουν, όπως προβλέπουν τα μίντια.
Η κυβέρνηση μπροστά σε δυσκολίες
Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μία πρόκληση, την κοινωνική έκρηξη έτσι όπως εκδηλώθηκε το τελευταίο διάστημα με τις διαδηλώσεις, τις απεργίες και κυρίως με τις μεγάλες κινητοποιήσεις της 29ης Σεπτεμβρίου και της 18ης Οκτωβρίου. Οι κινητοποιήσεις σύμφωνα με την κυβέρνηση δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, εκτός του ότι διχάζουν τους Γάλλους που περιμένουν «στην ουρά για λίγα λίτρα καυσίμων». Αυτή η επιχειρηματολογία δεν έχει κανένα αποτέλεσμα όπως αποδεικνύεται, καθημερινά, από τους ίδιους τους εργαζόμενους που δεν εξεγείρονται, «περιμένοντας με υπομονή κάθε πρωί να πάνε στη δουλειά, αλλά δεν βλέπουν να περνούν τα τραίνα, τα λεωφορεία κλπ», όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ακόμα «αυτές οι κινητοποιήσεις θα πρέπει να υποβαθμιστούν ή καλύτερα να ξεχαστούν και κυρίως να αποφεύγεται κάθε συζήτηση για τα προβλήματα και τις λύσεις που προτείνουν τα συνδικάτα».
Η CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) προτείνει γενική αύξηση των μισθών που παραμένουν καθηλωμένοι τα τελευταία χρόνια. Αυτό περνά μέσα απ’ την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών για την κάλυψη των απωλειών. Ο πληθωρισμός, όμως, τρέχει με 5–6%.Με την αύξηση του κατώτατου θα ωφεληθεί η οικονομική ζωή γενικότερα, θα σηματοδοτηθεί, έστω και κατ’ ελάχιστο, η αναδιανομή του πλούτου και η μείωση των ανισοτήτων, σύμφωνα με τους οικονομολόγους του συνδικάτου. Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται μια άλλη πολιτική κι ένας «άλλος προϋπολογισμός». Η κυβέρνηση φάνηκε ανίκανη να προχωρήσει σε ένα άνοιγμα, σε μια «εθνική συνδιάσκεψη», όπως ζητούν τα συνδικάτα που θα έθετε το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης, τη χάραξη μιας πολιτικής που θα καταργούσε τα φορολογικά «δώρα» στις επιχειρήσεις, θα φορολογούσε τα μερίσματα και κατά 25% τα υπερκέρδη, ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και των καυσίμων.
Την ιδέα αυτή απορρίπτουν μετά βδελυγμίας οι μεγαλοεργοδότες, όπως ο προϊστάμενος της Totale Energie Πατρίκ Πιγιάν, που η επιχείρησή του έδωσε 2,6 δισ. ευρώ μερίσματα. Αυτός ο κύριος διάλεξε την ημέρα της κινητοποίησης των εργαζομένων να δικαιολογήσει τη δυσθεώρητη αύξηση της αμοιβής του κατά 52% το 2021 και όπως εξήγησε σε ένα twitter, αυτό συνέβη γιατί είχε μειωθεί το εισόδημά του το 2020! Στο ίδιο twitter πληροφορούσε ότι πήρε μόνο 27 εκ. ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια!
Στην κυβέρνηση εκτιμούσαν ότι μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις τα συνδικάτα δεν θα είχαν περιθώρια ν’ αναπτύξουν τη δράση τους, τη στιγμή μάλιστα που ορισμένες οργανώσεις είχαν προχωρήσει σε συμφωνίες με την εργοδοσία. Τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν κι άλλες οργανώσεις μετά την προτροπή του Μακρόν προς τους εργοδότες να προβούν σε μια καλή χειρονομία… Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι κινητοποιήσεις, μικρές και μεγάλες, επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα, τα συνδικάτα και ιδιαίτερα η CGT έδειξαν αντοχή. Η CGT «συμπαρέσυρε κι άλλες οργανώσεις, μετά την επιστράτευση, στον αγώνα», όπως ανέφεραν τα μίντια.
Η Αριστερά
Η Αριστερά, οι δυνάμεις που μετέχουν στη NUPES (Ανυπότακτοι, Οικολόγοι, Κομμουνιστές και Σοσιαλιστές) έδωσαν τη μάχη στη βουλή, αλλά και στους δρόμους. Η μεγάλη κινητοποίηση της περασμένης Κυριακής έδωσε μια νέα δυναμική. Ο Μακρόν και τα μίντια δεν είδαν τη λαϊκή κινητοποίηση, αλλά την προσπάθεια του Μελανσόν να δημιουργήσει ένα χάος κι ακόμα να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ενότητα της Αριστεράς με τους Οικολόγους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Πράγματι, τα δύο αυτά κόμματα προχωρούν στα συνέδριά τους και βέβαια υπάρχουν ερωτήματα και προβληματισμός σχετικά με τη στρατηγική της ενότητας. Δεν φαίνεται, όμως, να αποτελούν κάποια απειλή για την ενότητα της NUPES. Αυτό απέδειξε και η ομόφωνη απόφαση και αποχώρηση απ’ τη βουλή όταν η πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προσφύγει στο 49-3. Το επόμενο βήμα είναι η μάχη στη βουλή, αλλά και η συνέχιση των κινητοποιήσεων κατά της ακρίβειας, τις αυξήσεις των μισθών, τη φορολόγηση των υπερκερδών ως προϋπόθεση και για μια οικολογική πολιτική.