Η εναρκτήρια ομιλία του προέδρου στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος: επικεντρωμένη ολόκληρη στην ασφάλεια, ακόμη και σε βάρος της μεγέθυνσης. Μας μένει μια αμφιβολία: ήταν περισσότερο λιτή επειδή ο πρόεδρος θεωρεί πλέον ότι δεν χρειάζεται να αποκτήσει συναινέσεις στο εσωτερικό του ΚΚΚ ή επειδή έχει έρθει σε συμβιβασμό με τις πιο μακρινές φατρίες;
Άρχισε το Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σύμφωνα με την παράδοση, άνοιξε με την ομιλία του γενικού γραμματέα. Ο Σι Τζινπίνγκ μίλησε σχεδόν δύο ώρες, συντομεύοντας ένα κείμενο που θα απαιτούσε να μιλήσει ίσως ακόμη μια ώρα.
Λέγεται ότι επέλεξε μια συντομότερη εκδοχή επειδή είναι 69 ετών, ή ίσως για να διευκολύνει τα ηλικιωμένα ηγετικά στελέχη που συμμετείχαν στην έναρξη των εργασιών, όπως ο Σόνγκ Πίνγκ, 105 ετών. Απουσίαζε ο Γιάνγκ Ζεμίν, για λόγους υγείας, αλλά επανεμφανίστηκε ο Χου Ζιντάο, ο προκάτοχος του Σι Τζινπίνγκ.
Ο Σι Τζινπίνγκ στην ομιλία του επέλεξε ένα αρκετά λιτό προφίλ, χωρίς μεγάλες καινοτομίες, επαναλαμβάνοντας κάποια από τα κύρια κλειδιά ανάγνωσής του για την περίοδο, καθώς και κάποιες από τις πολιτικές και οικονομικές του συνταγές. Όπως έκανε πάντα, έδωσε μεγάλο βάρος στην ενότητα του κόμματος, επιδεικνύοντας μια ιδεολογική ισχύ που έλειπε από καιρό, και η οποία, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, εξαρτάται από την εμπειρία που έζησε ο νεαρός Σι κατά τη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης, με τον πατέρα του θύμα της εκκαθάρισης.
Ο Σι Τζονγκσούν, ο οποίος στη συνέχεια αποκαταστάθηκε και πέρασε στην εθνική ιστορία ως «μεταρρυθμιστής», υπογράμμιζε πάντοτε στον γιο του τη σημασία της ιδεολογικής ενότητας του κόμματος. Αν προσθέσουμε αυτό που, όπως λένε όλοι, είναι η πραγματική έμμονη ιδέα του Σι, δηλαδή η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αντιλαμβανόμαστε γιατί υπογραμμίζει μόνιμα την ανάγκη να υπάρχει ένα κόμμα ενωμένο και ισχυρό, σε θέση να διαχειρίζεται και τις δύσκολες στιγμές, ιδίως τις διεθνείς.
Η μεγάλη καινοτομία, παρόλο που προαναγγέλθηκε ευρέως από τα προπαρασκευαστικά κείμενα, ήταν η μεγάλη σημασία που έδωσε ο Σι στην «ασφάλεια». «Πρέπει να θεωρούμε την ασφάλεια των ανθρώπων ως τον τελικό μας στόχο, την πολιτική ασφάλεια ως το θεμελιώδες καθήκον μας, την οικονομική ασφάλεια ως τη βάση μας, τη στρατιωτική, την τεχνολογική και την πολιτιστική ασφάλεια ως σημαντικούς πυλώνες και τη διεθνή ασφάλεια ως στήριγμα».
Η εθνική ασφάλεια γίνεται σημαντικότερη από την οικονομική μεγέθυνση. Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά στην «κοινή ευημερία», που είχε γίνει τους προηγούμενους μήνες ένα σύνθημα που χρησιμοποιήθηκε πολύ από το κόμμα για να καταλήξει να εγκαταλειφθεί φαινομενικά εξαιτίας μιας οικονομικής κατάστασης που δεν φαίνεται να επιτρέπει μεγάλες πινδαρικές πτήσεις.
Ο απερχόμενος πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ είχε μιλήσει για οικονομικές δυσκολίες: για κάποια ξένα μέσα ενημέρωσης τα λόγια του Λι υπονοούσαν μια κριτική στην αναδιανεμητική βούληση του Σι, που θεωρούνταν ακατάλληλη για την τρέχουσα περίσταση.
Ο Σι Τζινπίνγκ, όμως, αντιμετώπισε το κρίσιμο ζήτημα της αναδιανομής, τονίζοντας την ανάγκη να τεθεί ένα όριο στις ανισότητες, αυξάνοντας τα εισοδήματα των φτωχότερων. Πέρα από την «αναδιανεμητική» ώθηση, αυτή η επιλογή έχει και μια ρίζα που καθορίζεται από την εσωτερική οικονομική κατάσταση: με τα κλεισίματα και τις διεθνείς κρίσεις η εσωτερική αγορά έπαθε εμπλοκή πολλές φορές και αυτό το εμπόδιο συνιστά έναν περιορισμό για τη λεγόμενη «διπλή κυκλοφορία» (άλλο σήμα κατατεθέν του Σι, το οποίο επέστρεψε στην εναρκτήρια ομιλία του), δηλαδή την ανάγκη να παραμείνει η Κίνα μια χώρα με έφεση στις εξαγωγές, αλλά ικανή να αναπτύξει μια ανθεκτική εσωτερική αγορά.
Αύξηση των εισοδημάτων σημαίνει να ευνοηθεί η εσωτερική αγορά. Θα μπορούσε όμως να μην είναι αρκετό, αν οι πολιτικές για Μηδέν Covid συνεχιστούν και πάνω σ’ αυτό ο Σι Τζινπίνγκ υπήρξε αρκετά σαφής, διεκδικώντας τη νίκη στον «πόλεμο» κατά της επιδημίας: σημάδι που δεν αφήνει ελπίδες για ανοίγματα της χώρας στο προσεχές μέλλον.
Η ομιλία του Σι ήταν πατριωτική, με στόχο να ενθαρρύνει τους αξιωματούχους να συνεχίσουν τη σωστή αφήγηση της κινεζικής ιστορίας και της σημερινής Κίνας, καθώς και των διεθνών της προσδοκιών, δημιουργώντας, δηλαδή, μηχανισμούς win-win.
Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης δόθηκε μεγάλη έμφαση στο ζήτημα της Ταϊβάν, μεταφέροντας τα λόγια του Σι, σύμφωνα με τα οποία η στρατιωτική επιλογή εξακολουθεί να ισχύει. Όμως δεν πρόκειται για κάτι νέο, τα ίδια πράγματα –ο Σι και γενικά το Πεκίνο– τα λένε χρόνια. Ο Σι μάλλον ήταν μετριοπαθής, χωρίς εμπρηστικές δηλώσεις σχετικά με μια κατάσταση που ήδη είναι τεταμένη από μόνη της, ενώ υπενθύμισε ότι ο πρωταρχικός στόχος παραμένει η ειρηνική ενοποίηση και έστειλε μηνύματα στο κόμμα της Ταϊβάν που θεωρείται ότι είναι πιο κοντά στο Πεκίνο, δηλαδή το Γκουομιντάνγκ.
Γενικά η ομιλία του Σι άφησε να αιωρείται ένα ερώτημα: ήταν πιο λιτή επειδή θεωρεί ότι δεν μπορεί πλέον να αποκτήσει συναινέσεις στο εσωτερικό του κόμματος, ή επειδή ήρθε σε συμβιβασμό με κάποια φατρία του ΚΚΚ, που αμφισβητεί τα θεμέλια της πολιτικής του; Ίσως να έχουμε μια απάντηση το Σάββατο, με τη σύνθεση της μόνιμης Επιτροπής, για την οποία υπάρχει, κατά τα άλλα, απόλυτη αβεβαιότητα, μέχρι και για τον αριθμό των μελών της. Ήταν ένα συνέδριο που θεωρείται δεδομένο, για το οποίο όμως παραμένουν πολλά ερωτήματα.
Μετάφραση από το Manifesto, Τόνια Τσίτσοβιτς