Η εκλογική νίκη του συνασπισμού της πληθυντικής δεξιάς και ακροδεξιάς στην Ιταλία, υπό την ηγεμονία του νεοφασισμού του κόμματος της Μελόνι, δεν ήταν έκπληξη. Είχε προαναγγελθεί από την αρθρογραφία, τις ανταποκρίσεις, τις δημοσκοπήσεις (που δεν λένε πάντα ψέματα). Το πολιτικό τοπίο στην Ιταλία και στην Ευρώπη δεν άφηνε κανένα περιθώριο αισιοδοξίας. Καμιά πραγματική πολιτική μάχη δεν δόθηκε για την αποτροπή μιας μεγάλης ήττας. Κινήσεις πανικού της τελευταίας στιγμής, για τη συγκρότηση μιας αντίπαλης «συμμαχίας» σε μια ανύπαρκτη προγραμματική βάση, επέτειναν την κοινωνική σύγχιση.
Η δυναμική της ακροδεξιάς στην Ευρώπη
Οι κοινωνικές και πολιτικές τάσεις όμως που οδηγούν στο ακροδεξιό κρεσέντο στην Ευρώπη εμφανίζονται πολύ νωρίτερα. Μόνο που αρχικά, το φαινόμενο δεν προσλαμβάνεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ως πραγματικός κίνδυνος αλλά ως έκφραση ενός ενσωματώσιμου λαϊκισμού, χρήσιμου απέναντι σε μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους από τα αριστερά.
Ακόμα και σήμερα (και η περίπτωση της Γαλλίας είναι χαρακτηριστική) το μέτωπο στην ακροδεξιά υπάγεται στη στρατηγική εναντίον των «άκρων», αλλά με εμφανείς τις εκλεκτικές συγγένειες. Την ανάδυση της ακροδεξιάς συνοδεύει εξαρχής η προοπτική της «κανονικοποίησης» και της αφομοίωσης. Η ακαριαία απεύθυνση Ντράγκι στη Μελόνι αποτελεί απλώς την απροκάλυπτα κυνική επιβεβαίωση στο σήμερα. Η αφομοιωτική ικανότητα των Βρυξελών είναι δεδομένη. Η αντίδραση της κοινωνικής βάσης του νεοφασισμού στον πραγματισμό δεν είναι.
Oι εξελίξεις επικυρώνουν τη δυναμική της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Κυβερνά ή συμμετέχει στη διακυβέρνηση σε μια σειρά χώρες. Στην Γαλλία έπεσε, ευτυχώς, πάνω στο «άκρο-Μελανσόν», αλλά βρίσκεται σε αναμονή στο κατώφλι. Η επόμενη δοκιμή θα είναι στην Ισπανία.
Στη χώρα μας, η ακροδεξιά είναι επίσης δύναμη διακυβέρνησης με μια προωθημένη μορφή, ενταγμένη οργανικά σ’ ένα ιστορικό κόμμα της δεξιάς και όχι ως αυτόνομος εταίρος. Η άποψη ότι έτσι θα μπορούσε να ελεγχθεί και να εξημερωθεί έχει διαψευστεί. Το ακροδεξιό αποτύπωμα στις ιδέες και τις πρακτικές της ΝΔ είναι καθοριστικό. Η προγραμματική συγχώνευση «υπαρκτού φιλελευθερισμού» και ακροδεξιάς ως γενική συνθήκη για το ευρωπαϊκό μέλλον είναι μια όχι και τόσο μακρινή δυστοπία.
Στην Ιταλία, ο μπερλουσκονισμός και η ισχυροποίηση της Λέγκας του Βορρά αποτελούν προδρομικά φαινόμενα – η ακροδεξιά «κανονικοποιείται», μέσα σε σχήματα διακυβέρνησης, από τη δεκαετία του ’90. Ο πολιτικός τεχνοκρατισμός που επιβάλλεται με τις κυβερνητικές λύσεις Μόντι και Ντράγκι και μετατρέπει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας σε καρικατούρα, τα κεντρώα και κεντροαριστερά σχήματα σουρεαλιστικής ταυτότητας, που προσυπογράφουν την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και τη λιτότητα ως σωτηρία, καταθέτουν και τη δική τους συμβολή στον θρίαμβο της Μελόνι.
Από πού αντλεί τη δύναμή της
«Η Ακροδεξιά ήρθε για να μείνει». Οι μορφές της κανονικοποίησής της δεν μπορούν να προεξοφληθούν. Το παιχνίδι έχει ανοίξει. Η Αριστερά, είναι αναγκαίο να ανανεώσει την ανάλυση, τη στρατηγική και τη δράση της έναντι του ακροδεξιού-νεοφασιστικού φαινομένου.
Χρειάζεται να ξεκινήσουμε από το αυτονόητο ερώτημα. Γιατί ο δημαγωγικός
«αντισυστημισμός» της ακροδεξιάς γίνεται αποδεκτός από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και γιατί η φασίζουσα, εθνικιστική ρητορική της βρίσκει απήχηση σε ένα διαταξικό ακροατήριο; Η ερμηνεία της «εξαπάτησης» δεν είναι επαρκής. O ιδεολογικός λόγος της Ακροδεξιάς εισβάλλει στο φαντασιακό των ανθρώπων με τη δύναμη μιας ισχυρής «πολιτισμικής διείσδυσης», στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η ιδέα του έθνους-κράτους ως μοναδικού οχυρού άμυνας και κοινωνικής συνοχής απέναντι στη διαλυτική παγκοσμιοποίηση. Αλλά και ως επικράτειας στην οποία η πολιτική μπορεί ακόμα να ασκείται ως μετασχηματιστική πράξη που επιτρέπει και τη δική τους, περιορισμένη έστω, συμμετοχή. Επικράτεια στην οποία ο «εχθρός» βρίσκεται στο πεδίο της ορατότητας και της δράσης τους, σε αντίθεση με τις απρόσωπες δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η ιδέα, με τις αποκρύψεις και με τις αλήθειες της, συναντιέται με τη νοσταλγία και τις ιστορικές εμπειρίες και από εδώ αντλεί τη δύναμή της. Η Αριστερά δεν έχει καταφέρει να αντιπαραθέσει μια πειστική εναλλακτική, βασισμένη σε μια δημοκρατική διαλεκτική εθνικού - ευρωπαϊκού - και παγκόσμιου.
Η απάντηση στην «επέλαση» της Ακροδεξιάς
Η απάντηση στην «επέλαση» της Ακροδεξιάς σήμερα δεν είναι η ανασύσταση μορφών δράσης που έρχονται από το παρελθόν, όπως τα δημοκρατικά, χωρίς όρια και διαφοροποιήσεις, «μέτωπα» στην κοινωνική βάση ή/και στις πολιτικές κορυφές. Ο «δημοκρατισμός» του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού αποδεικνύεται πολύ «εύκαμπτος», προσαρμόσιμος στις σκληρές επιταγές της καπιταλιστικής μεγέθυνσης, της ανελευθερίας, του ατλαντισμού, για να θεωρηθεί αξιόπιστος και χρήσιμος σύμμαχος. Η υπεράσπιση της δημοκρατίας, ως αυτοτελής στόχος, δεν πρόκειται να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες όσο δεν αρθρώνεται σε μια στρατηγική αγώνων εναντίον της εξαθλίωσης και της υποτίμησης της ζωής τους. O φιλελευθερισμός «των Ντράγκι» που αγκαλιάζει «τους Μελόνι» συγκινεί τόσο έναν ιταλό άνεργο, όσο οι ζαρντινιέρες με τους φοίνικες του Μπακογιάννη έναν εστέτ. Το επίδικο των κοινωνικών αγώνων δεν μπορεί παρά να είναι η συγχώνευση νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς.
Ο φασισμός σε όλες τις εκδοχές του γεννιέται πράγματι μέσα από τα σπλάχνα του καπιταλισμού, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των κοινωνικών αντιφάσεων που το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί. Όχι όμως ως προϊόν «συνωμοσίας». Η άνοδός του σήμερα πατάει πάλι σε μια λαϊκή, μαζική συναίνεση, καθώς τμήματα των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές πολιτικές τους εκπροσωπήσεις, αμφισβητώντας την αξιοπιστία τους. Αυτό δεν μπορούμε να το αγνοούμε.
Χρειάζεται να τα σκεφτούμε όλα αυτά. Η «ιταλική περίπτωση» αφορά την ευρωπαϊκή αριστερά στο σύνολό της, μαζί και τη δική μας – την κεντροαριστερά της διαχείρησης όπως και την αριστερά του αντικαπιταλισμού και της καθολικής χειραφέτησης. Την αριστερά που, απέναντι στη δεξιά και στο νεοφιλελευθερισμό, περιδινίζεται στο ερώτημα «λίγο καλύτερα ή απολύτως διαφορετικά». Η νίκη του νεοφασισμού είναι μια οδυνηρή ήττα για όλους. Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι το αντεστραμμένο είδωλο της έκλειψης της αριστεράς.
Ηττήθηκαν
Στην Ιταλία ηττήθηκε η Δημοκρατία, η Πολιτική, η Αριστερά. Η Δημοκρατία που «ιδιωτικοποιήθηκε», σύμφωνα με την καίρια διατύπωση της Λουτσιάνα Καστελίνα. Η Πολιτική, ως διαρκές παίγνιο ελιγμών στην κορυφή, που δεν εμψυχώνεται από την απελπισία και το πάθος των ανθρώπων. Η Αριστερά της «κίνησης», χωρίς ιδεολογικούς και ταυτοτικούς οδοδείκτες (κίνηση να είναι κι όπου μας βγάλει ο δρόμος), της «κίνησης» που γίνεται η ίδια στόχος και πολιτικό πρόγραμμα. Ηττήθηκε η Πολιτική και η Αριστερά των «μίνιμουμ», όταν στο νέο ιστορικό κύκλο η αντιπαράθεση με τη Δεξιά κάθε απόχρωσης απαιτεί τα μάξιμουμ. Ηττήθηκε η Αριστερά όχι ως βίωμα (δηλαδή ο κόσμος της που πιστεύει και κινητοποιείται), αλλά ως διανοητικές ασκήσεις σε papers, και ως το φετίχ του «ρεαλισμού».
Η Ακροδεξιά με τους νεοφασίστες στην εμπροσθοφυλακή, προήλασε υπό τον ήχο της εκκωφαντικής σιωπής του κόσμου της αριστεράς που έχει αποσυρθεί. Κανένας «προοδευτικός πόλος» (στη βάση ενός μηδενικού προγραμματικού αθροίσματος) και καμιά «κεντροποίηση», καμιά κοινωνική συμμαχία χωρίς τη ρητή αναγνώριση της ηγεμονίας του κόσμου της εργασίας σε αυτήν δεν μπορεί να γεμίσει το κενό.
Η «ιταλική περίπτωση» είναι ένας καθρέφτης για να αντικρύσουμε και τα δικά μας πολιτικά και ιδεολογικά στερεότυπα χωρίς εμμονές. Παραφράζοντας τον Τραβέρσο, «η διαύγεια της ήττας εγκαλεί τη μακαριότητα των βεβαιοτήτων μας».