Αυτό που φοβάμαι, είναι πως θα γυρίσω τα μάτια πάνω από τον ώμο μου και θα κοιτάξω απότομα πίσω και δεν θα αναγνωρίσω τίποτα.
Είναι αυτός ο τόπος, που είναι μαζί και χρόνος που ενώ μας υποσχέθηκε σταθερότητα τώρα αλλάζει διαρκώς, χωρίς εμείς να μπορούμε να αντιληφθούμε το πώς και το γιατί. Είναι αυτή η φασαρία που εμείς πάντοτε βαφτίζαμε ησυχία, αλλά κραύγαζε διαρκώς εκεί με σκοπό να μας ξεκουφάνει. Ακόμα και αν παριστάναμε πως δεν τον ακούγαμε, αναδρομικά καταλαβαίνουμε, αποκωδικοποιούμε, επεξεργαζόμαστε.
Ο κόσμος αλλάζει. Και όπως πάντα αλλάζει απότομα. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ερωτήσεις ή δισταγμούς. Παρασέρνοντας μαζί το κάθε τι. Το παρελθόν, το παρόν, εμάς τους ίδιους. Είναι αυτές οι νέες ποιότητες που έρχονται στην επιφάνεια. Οι νέοι κοινοί τόποι που ακόμα και αν κάνουμε πως δεν τους αναγνωρίζουμε είναι οικείοι. Γιατί βρίσκονταν πάντοτε εδώ. Η σκληρότητα, η αδικία που δεν αποστρέφει τα μάτια από τον εαυτό της, το σπρώξιμο των συνθηκών στα όρια.
Θα μπορούσα να γίνω πιο συγκεκριμένος. Θα μπορούσα να μιλήσω για εγχώρια και διεθνή γεγονότα που αποδεικνύουν τα λεγόμενά μου. Αλλά δεν έχει τόσο νόημα. Αυτό για το οποίο μιλώ είναι μια αίσθηση, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που σε κυκλώνει. Είναι ο κόσμος χωρίς γεγονότα, μόνο με ποιότητες, με αισθήσεις, με μοτίβα που έρχονται κατά πάνω σου.
Γυρνάς τα μάτια πάνω από τον ώμο σου. Και βλέπεις το παρελθόν του τόπου αυτού. Όχι τα ιστορικά γεγονότα. Τους ανθρώπους του παρελθόντος. Τις διαθέσεις τους. Τα βάσανα και τους αποκλεισμούς τους. Τις ζωές που ξαστόχησαν. Αυτόν τον ατελείωτο όγκο της αδικίας. Είναι σκληρή γη αυτή. Ποτισμένη από καλοσύνη και απογοητεύσεις. Ποτισμένη από φτώχεια και εξέγερση. Έμεινε ακαλλιέργητη για μουδιασμένες δεκαετίες. Μα τώρα ξαναγυρνά με άγνωστες διαθέσεις.
Αυτό που φοβάμαι είναι πως θα ζήσουμε όλα αυτά που μας είχαν υποσχεθεί πως έχουν τελειώσει. Κάθε τι που πάει κόντρα στις υπερφίαλες βεβαιότητες αυτών που υπόσχονται. Το σκοτάδι, την έλλειψη, το κυνήγι. Πως ο δεσμός μας με τους άλλους θα σταματήσει να είναι ένα δεδομένο και θα δημιουργηθεί πάνω σε μια τελείως νέα διαπραγμάτευση.
Είναι η πρώτη φορά που το μέλλον δεν είναι στεγανό. Αντίθετα μπάζει νερά από κάθε κατεύθυνση. Εγκλωβίζει την προσδοκία, την ελπίδα, τον σχεδιασμό. Είναι ένας ρεαλισμός που απαγορεύει την κάθε πρόβλεψη. Ναι, ο κόσμος αλλάζει. Και μαζί του αλλάζουμε και εμείς. Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, χωρίς να ενημερωνόμαστε. Κοιτάμε την αλλαγή μας χωρίς να μπορούμε να την ερμηνεύσουμε, χωρίς να μπορούμε να την πούμε ως τέτοια. Ποιοι θα είμαστε όταν όλα αυτά θα τελειώσουν; Και αυτό που ήμασταν με αυτό που γίναμε, θα μπορέσουν άραγε να συνομιλήσουν; Ή θα περιβάλλονται από την απόσταση αυτή που ορίζει τους ξένους;
Αυτό που φοβάμαι, είναι πως θα γυρίσω τα μάτια πάνω από τον ώμο μου και θα κοιτάξω απότομα πίσω και θα δω να με κοιτάζει ένας ξένος. Ένας ξένος που θα φέρνει τα μάτια του πάνω από τον ώμο του. Και με κάθε στοιχείο της εμφάνισής του θα μου επιβεβαιώνει πως αυτός ήμουν εγώ. Ένα εγώ ξένο και καχύποπτο. Για όλα αυτά που άλλαξαν, για όλα αυτά πριν αλλάξουν, αλλά κυρίως καχύποπτο για εμένα τον ίδιο.