Γιάννης Παπαγιάννης «Γλυκά δεκάξι», εκδόσεις Διάπλαση, 2022
Ο Γιάννης Παπαγιάννης, διακεκριμένος συγγραφέας και με μακρά θητεία στον χώρο της πεζογραφίας (έξι πεζογραφήματα, αρχής γενομένης από το 1989, με το «Πέντε ώρες») επανεμφανίζεται, με το μυθιστόρημα «Γλυκά δεκάξι». Διαφορετικός θεματικά από το προηγούμενο έργο του, την επιτυχή ιστορική κωμωδία «Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο», μας παρουσιάζει ένα περιπετειώδες εφηβικό ψυχογράφημα, μια γλυκόπικρη ωδή για το φευγιό του χρόνου και την απώλεια του πρώτου βλέμματος ─ γι’ αυτά τα «γλυκά δεκάξι» της πρώτης εξόδου, που παρά το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους στη μνήμη, δεν θα μπορέσουν ποτέ να αναβιώσουν αυτούσια.
Πρόκειται για ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης, μια εναγώνια υπαρκτική αναζήτηση με όλες τις δυσλειτουργίες και τις καθηλώσεις της, ένα σπαρακτικό αφήγημα που αποκαλύπτει τις παθογένειες δεκαετιών, και όχι μόνο αυτών του ’80 και του ’90 στις οποίες, κυρίως, αναφέρεται ─ το αποτύπωμα μιας γενιάς, που παρά την αφέλεια της, επί της ουσίας, δεν διέφερε και πολύ από εκείνες που την διαδέχτηκαν.
Στο ανά χείρας μυθιστόρημα, τόσο η μεταμόρφωση του νεαρού πρωταγωνιστή από αντιδραστικό και ατίθασο έφηβο σε καλόγερο, όσο και η λίγο ως πολύ κωμική μεταμφίεση της αδερφής του σε αγόρι προκειμένου να τον συναντήσει, ναι μεν αποτελούν θέματα που ξεφεύγουν από το σύνηθες, οι παραλλαγές τους όμως συναντώνται συχνά σε πολλούς αρχέγονους μύθους και σύγχρονα αναγνώσματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο, τον Οβίδιο, τον Σέξπιρ, όπου τόσο οι μεταμφιέσεις όσο και οι αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις των ηρώων αποτελούν κλειδιά και βασικά στοιχεία του μύθου και της αλληγορίας του. Ή τις άπειρες περιπτώσεις στη δημώδη ποίηση μέχρι και τη νεότερη κλασική και μοντέρνα πεζογραφία, και ειδικότερα, σε ό,τι αφορά αλλαγές στο φύλο, τον Ορλάνδο της Βιρτζίνια Γουλφ και το Ελένη ή ο Κανένας της Ρέας Γαλανάκη, και βέβαια, την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, με τον Ροΐδη, ορμώμενο από μια μεσαιωνική ιστορία για έναν θηλυκό Πάπα που γεννάει στη μέση του δρόμου, να στηλιτεύει ευφυώς την κοινωνική και θρησκευτική υποκρισία. (Το αντίστροφο φαινόμενο, της μεταμφίεσης, δηλαδή, ενός άντρα σε γυναίκα ή ενός αγοριού σε κορίτσι, εντοπίζουμε στην Ιστορία ενός αιχμάλωτου του Στρατή Δούκα και το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη∙ εκεί, για λόγους επιβίωσης και απόκρυψης της εθνικής ταυτότητας).
Επί του προκειμένου, στο «Γλυκά δεκάξι», μέσ’ από έναν ιδιότυπο συγκερασμό οικειότητας και παραδοξότητας, τόσο η αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση όσο και η μυθιστορηματική συνάντηση της αδερφής με τον αδερφό, μάλλον αμφισβητεί και περισσότερο παρεκκλίνει παρά ομοιάζει με την αντίστοιχη θρυλική επανένωση της μυθικής Ηλέκτρας με τον Ορέστη, ενώ και η θεαματική μεταστροφή του αδερφού από άνθρωπο του κόσμου σε υπέρμαχο του ασκητισμού, παρόλο που θα μπορούσε να συγγενεύει με αυτήν του Σιντάρτα στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έσε, ελάχιστα γίνεται αποδεκτή και σε καμιά περίπτωση δεν καθαγιάζεται ούτε και εξυμνείται.
Η αλλαγή του τελευταίου μπορεί να μην αντιστοιχεί σε κάποια επιδερμική εξωτερική μεταμφίεση, κάποτε μάλιστα, παρωδιακή και καρναβαλική, δεν παρουσιάζεται όμως ούτε και ως ολική πνευματική και ψυχική αναμόρφωση, που σφραγίζει έναν νέο άνθρωπο στην πορεία του προς τη γνώση. Στο μυθιστόρημα του Παπαγιάννη, μέσ’ από τα μάτια της αδερφής του ήρωα, η καταφυγή του αδερφού της στο Άγιον Όρος προκαλεί ερωτηματικά και γεννά αρνητικά συναισθήματα∙ φαντάζει ακατανόητη, άδικη, σκοτεινή.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι στο «Γλυκά δεκάξι», ο συγγραφέας του, χάρη σε έναν επιδέξιο συγκερασμό ασυνήθιστων πραγματικών γεγονότων τα οποία αποδίδονται με τρόπο γειωμένο και ένα χιούμορ που αποφορτίζει ευχάριστα ποντάροντας σε ένα καλοδουλεμένο παιχνίδι της γλώσσας, καταφέρνει να μας παραδώσει μια ιστορία, η εξέλιξη της οποίας σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει αμέτοχο τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, φτιάχνει ένα πεζογράφημα με ριζοσπαστικό στοχαστικό υπόστρωμα. Μια μυθιστορία, η οποία, περνώντας μέσ’ από τη λεπταίσθητη σκιαγράφηση τής άλλοτε τραγικά αντιδραστικής και άλλοτε κωμικά παραβατικής συμπεριφοράς των υποκειμένων, διακωμωδεί, χωρίς να φτάνει στην παρωδία, κοινωνικά στερεότυπα και θρησκευτικά δόγματα όπως αυτό του αποκλεισμού των γυναικών από την είσοδό τους στο Άγιον Όρος, αποκαθηλώνοντας παράλληλα και κάθε άλλο παρόμοιο κοινωνικό και θρησκευτικό άβατο.