Παράγοντες και αθλητές του Παναθηναϊκού την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Η προνοητικότητα του Δημήτρη Καραμπάτη, μεγάλης φυσιογνωμίας του Πανιωνίου και αρθρογράφου στο Έθνος την περίοδο του πολέμου, διέσωσε γράμματα των ελλήνων αθλητών που έστελναν από το αλβανικό μέτωπο στη φίλαθλη κοινότητα. Πρόκειται για επιστολές που αναδεικνύουν τον έντονο πατριωτισμό και το θάρρος που διέκρινε τους αθλητές που πολέμησαν τους Ιταλούς από τον Οκτώβρη του 1940 μέχρι και τον Απρίλιο του 1941 στα αλβανικά όρη. Τα γράμματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Ανδρέα Οικονόμου «Λεωφόρος Ηρώων» (Κάπα Εκδοτική, διατίθεται από το vivliapao.gr).
Ο ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, Τάκης Στρουμπούλης σημειώνει πως «ο κρότος των κανονιών δεν μ’ αφίνει να σας γράψω πολλά. Αυτήν την στιγμήν μάλιστα έπεσεν εις απόστασιν 20 μέτρων ένας όλμος χωρίς ευτυχώς συνεπείας γιατί ένας βράχος μ’ εγλύτωσε». Στην ίδια επιστολή, ο Στρουμπούλης γράφει: «Προ ημερών πιάσαμε αιχμάλωτο ένα διεθνή ποδοσφαιριστή, τον Καλικαμπέρι. Μια που βρεθήκαμε συνάδελφοι ξέχασα για μια στιγμή πως προ ολίγου είχε γυρισμένο το όπλο εναντίον μας και ερχόταν με την παρέα του για να μας υποδουλώση. Έτσι του εφέρθηκα αθλητικά». Ο επικοντιστής του Παναθηναϊκού, Γιώργος Θάνος που πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας και αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, ήταν από τους πιο δραστήριους αθλητές της Αντίστασης γράφει: «Εδώ στα χιονισμένα βουνά που ευρισκόμεθα, ακοίμητοι φρουροί της Πατρίδος, δεν είνε δυνατόν να προπονηθώ, όχι γιατί μου λείπει η όρεξις, αλλά λόγω των πολεμικών μου ασχολιών και της ελλείψεως των τεχνικών μέσων. Όταν ευρίσκω όμως λίγο καιρό, γυμνάζομαι στις χιονοδρομίες κατά πρωτόγονο τρόπο. Επήρα δύο σανίδες με δύο πετσιά, έφτιασα κάτι ψευτοπέδιλα και κάνω σκι. Φυσικά, παίρνω και μερικές τούμπες, χωρίς αυτό να με στενοχωρή, γιατί έτσι γυμνάζομαι λιγάκι, αναμένοντας την ώραν που αι σάλπιγγες θα σημάνουν την λήξιν του νικηφόρου μας πολέμου». Ένας ακόμη σπουδαίος αθλητής στίβου του Παναθηναϊκού που έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν ο ρέκορντμαν στους αγώνες δρόμου μεσαίων αποστάσεων, Σταύρος Βελκόπουλος. Ο άλλοτε βαλκανιονίκης, παρά τις τραγικές συνθήκες, δεν χάνει το χιούμορ του και γράφει για τους «φίλους μας τους Ιταλούς» που έσπασαν όλα τα ρεκόρ «εις τους δρόμους ταχύτητος»: «Ευρίσκονται σε εξαιρετική φόρμα και έτσι θα πέσουν μία ώρα γρηγορώτερα, όπως φαίνεται, στη θάλασσα, η οποία είνε και το τέρμα του αγώνος. Τότε εμείς εν ειρήνη πλέον θα οργανώσωμεν τους ωραίους αθλητικούς αγώνας της Νίκης, οι οποίοι πιστεύω ότι δεν θα αργήσουν».
Ο Γεώργιος Βήχος συμμετείχε στον πόλεμο έως τον Φεβρουάριο του 1941, όταν και τραυματίστηκε και επέστρεψε στην Αθήνα με σοβαρά κρυοπαγήματα δευτέρου βαθμού στα πόδια. Ο σκοπευτής του Πανελληνίου και (αργότερα) του Παναθηναϊκού θεωρείται από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, έχοντας διατελέσει πρώτος γενικός γραμματέας Αθλητισμού και ιδρυτικό στέλεχος του ΟΠΑΠ. Από το μέτωπο έγραψε την ακόλουθη επιστολή: «Παρ’ όλες τις κακουχίες, παρ’ όλες τις σωματικές και ψυχικές κοπώσεις που μας επιβάλλει ο πόλεμος, πιστέψτε ότι και τώρα και στο μέλλον και πάντοτε έδειξα και θα δείξω πώς πρέπει να αντιμετωπίζη κανείς τους κινδύνους με ευψυχία και θάρρος και ει δυνατόν, με το χαμόγελο στα χείλη. Κινδυνεύω να πέσω ίσως κάπου, αν όχι σήμερα, ίσως αύριο. Είμαι υπερήφανος όμως γιατί προασπίζω την Πατρίδα μας. Ελπίζω ότι τα όπλα που αγάπησα τόσο πολύ από μικρό παιδί, θα με εξυπηρετήσουν, αδιαφορώντας αν τα εχθρικά με θυμηθούν».
Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπαρακτική επιστολή που έστειλε ο «πατριάρχης» του Παναθηναϊκού Απόστολος Νικολαΐδης σε επιφανείς αθλητικές προσωπικότητες και ομοσπονδίες του εξωτερικού, έπειτα από την επίθεση των Ιταλών. Με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του ΣΕΓΑΣ συνέταξε τα ακόλουθα: «Ένα… “πολιτισμένο Έθνος” (σ.σ. το ιταλικό), πέντε φορές μεγαλείτερό του (σ.σ. του ελληνικού)· μέλος των “τεσσάρων μεγάλων” της Ευρώπης, το ενόμισε δικαίωμά του ν’ αρπάξη την γη μας, να καταλάβη τις πόλεις μας και τα νησιά μας, να εισβάλη στα σπίτια μας, να σκοτώση τα παιδιά μας, να βιάση τις αδελφές και τα κορίτσια μας, να καταστρέψη τις εκκλησίες μας, να βεβηλώση τα ιερά μας. Στις 27 Οκτωβρίου τα παιδιά μας έπαιζαν και ηγωνίζοντο στα αθλητικά γήπεδα όλης της Ελλάδος για το κλωνάρι της εληάς, για την αγάπη της ασκήσεως, την τιμήν της ειρηνικής νίκης. Στις 28 Οκτωβρίου αυτά τα ίδια παιδιά επέταξαν τις αθλητικές στολές και φόρεσαν το χακί, άφησαν κατά μέρος τους δίσκους, τ’ ακόντια, τις σφαίρες και τις μπάλλες, άρπαξαν γερά το ντουφέκι και την χειροβομβίδα, ξεκίνησαν από την Ολυμπία και έτρεξαν στις Θερμοπύλες, τας Πλαταιάς, τον Μαραθώνα, την Σαλαμίνα, για να συναντήσουν τον “πολιτισμένο εισβολέα”, φωνάζοντες: - Όχι δεν θα περάσουν! Και δεν επέρασαν. Και δεν θα περάσουν ποτέ!»