Στο κλείσιμό του, στο τέλος της συλλογικής διαδικασίας του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε και στον διάλογο –και τις διαφωνίες– που ακολούθησε την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ψηφίσει «ναι» για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και Φιλανδία, διατυπώνοντας ταυτόχρονα τη διαφωνία του. Το θέμα, είναι αλήθεια, δεν απασχόλησε, ιδιαίτερα, την ΚΕ, αλλά οπωσδήποτε η σημασία του παραμένει και σωστά ο πρόεδρος επανήλθε. Επανήλθε, μάλιστα, για να απαντήσει και στο κατά πόσο –όπως αναρωτήθηκε ο Θ. Δρίτσας στην ομιλία του– υπάρχει πρόβλημα ή είναι και κομματικά αντιθεσμικό το να καταγράφονται διαφορετικές απόψεις σε κρίσιμα ζητήματα. Και απάντησε με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα «με τη διατύπωση διαφορετικής άποψης σε κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής». Πλην όμως, έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η επιλογή της διατύπωσής της «αποπροσανατολίζει τη βασική συζήτηση σήμερα».

Η διάρκεια του πολέμου και οι φάσεις επικίνδυνης και συνεχούς όξυνσης που περνάει, ωστόσο, δεν θα μας απαλλάξει, εύκολα, από το να συζητάμε ενώ δεν ενισχύει την άποψη για αποπροσανατολισμό. Αλλά ας δούμε τον πυρήνα της διαφωνίας από τη συνόψιση του προέδρου, παραθέτοντας αποσπάσματα, σχετικά με δύο βασικά της σημεία: τη σύγκριση με τη στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη Συμφωνία των Πρεσπών και το ζήτημα του πώς κερδίζεις την αξιοπιστία ως κόμμα. «Εμείς υλοποιήσαμε τη Συμφωνία των Πρεσπών και φτάσαμε κοντά να επιλύσουμε και το Κυπριακό» σημείωσε. «H Συμφωνία των Πρεσπών, μη γελιόμαστε, […] είχε ως προϋπόθεση την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Το αγαπήσαμε το ΝΑΤΟ εμείς ποτέ; Όχι. Αλλά ευθέως και ρητώς και πολύ σαφώς είπαμε στους βόρειους γείτονές μας ότι, αν αυτή είναι η επιλογή σας, μετά χαράς να μπείτε…» παρατήρησε. Και συμπέρανε: «Δεν μπορεί σήμερα, λοιπόν, όταν έρχονται δύο χώρες, οι οποίες δεν είναι στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και ν’ αποτελούν casus belli –για τη Γεωργία, για τη Μολδαβία, έχουμε άλλη θέση– έρχονται δυο ευρωπαϊκές χώρες, μέλη της ΕΕ και σου λένε “θέλουμε να μπούμε στο ΝΑΤΟ, το κακό ΝΑΤΟ”. Θέλουν. Ακόμα και η Αριστερά τους στηρίζει εκεί. Εμείς που δώσαμε τη μάχη για να μπει η Βόρεια Μακεδονία και να έχουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα βγούμε και θα πούμε όχι, η Ελλάδα πρέπει ν’ ασκήσει βέτο; Κάθε φορά όταν λέμε κάτι, ιδίως τώρα που πηγαίνουμε κοντά στις εκλογές, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας […] ότι θα είμαστε κυβέρνηση αύριο».  

Καταρχάς, δεν ισχύει ότι το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων στις δύο αυτές χώρες ήταν υπέρ της ένταξης: δεν ισχύει, για παράδειγμα, για το Αριστερό Κόμμα και τους Πράσινους στη Σουηδία. Σχετικά με τη σύγκριση Βόρειας Μακεδονίας με Σουηδία και Φιλανδία, πάσχει, αφού δεν λαμβάνει υπόψη της την Ιστορία, αλλά και τη συγκυρία: η συγκεκριμένη απόφαση πάρθηκε μεσούντος του πολέμου στην Ουκρανία, σε ένα νεοψυχροπολεμικό σκηνικό, όταν, στην πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, στη Μαδρίτη, μετά από δεκαετίας που βασική αποστολή του ΝΑΤΟ θεωρούταν η αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών, σηματοδοτείται η Ρωσία ως ο απόλυτος εχθρός. Η Βόρεια Μακεδονία, αντίθετα, είναι μια πολύ μικρή χώρα, μακριά από τη Ρωσία και χωρίς τις μεταπολεμικές δεσμεύσεις ουδετερότητας και αντιμιλιταρισμού των δύο σκανδιναβικών χωρών. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Συμφωνία των Πρεσπών επεδίωξε να δώσει τέλος σε μια εκκρεμότητα χρόνων που πυροδοτούσε τις σχέσεις καλής γειτνίασης, τις οποίες δεν μπορούσε, ούτε έπρεπε, να διασαλεύσει εκ νέου και αμέσως μετά τη διευθέτησή τους με ενδεχόμενη άρνησή του για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Η διαχρονική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για ανάγκη συγκρότησης ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία, και σταδιακής αποδυνάμωσης του ΝΑΤΟ είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ, αφού η έλλειψή του απειλεί σήμερα την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο σε επίπεδο γεωπολιτικής, αλλά και οικονομικά και ενεργειακά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν πρέπει να τροποποιήσει την παραπάνω συνεδριακή θέση του, αλλά οφείλει να την επεξεργαστεί περαιτέρω, να την εμβαθύνει και στη βάση αυτής να αναζητήσει συμμάχους ευρωπαϊκά και διεθνώς προκειμένου να οικοδομήσει ευρύ φιλειρηνικό κίνημα. Είναι ζήτημα, όμως, να μιλάμε –και σωστά– για Κίνημα Ειρήνης και ταυτόχρονα να είμαστε θετικοί στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Αποτελεί λογική ασυνέχεια. Αυτό δημιουργεί ζήτημα δυσπιστίας και μειωμένης αξιοπιστίας στους πολίτες, γεγονός που καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις. Η  διατάραξη ταυτοτικών στοιχείων μας, εντείνει το αίσθημα πολιτικής ματαίωσης που βιώνουν κρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων στις οποίες, προνομιακά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να αποταθεί: τους νέους και τους ανθρώπους της αποχής, που πρέπει να πείσουμε ότι η αποστράτευση είναι επικίνδυνη και αδιέξοδη. Η αξιοπιστία, γενικά, προϋποθέτει συνέπεια, ξεκάθαρες θέσεις αλλά και αιχμές στην πολιτική. Αμφισημίες και ταλαντεύσεις επιτείνουν έτι περαιτέρω, την κρίση του πολιτικού συστήματος, που αφορά και την Αριστερά. Η συνέπεια θα συμβάλει να πεισθούν οι αποστασιοποιημένοι πολίτες ότι αποτελούμε μέρος της λύσης του προβλήματος, να ενθαρρυνθούν.

 

Μαρία Γιαννακάκη, Παύλος Κλαυδιανός Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet