Με δύο ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα στο πεδίο των διπλωματικών προκλήσεων ξεκίνησε για τη χώρα η εβδομάδα που πέρασε.
Πρώτο, η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την Τρίτη ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν με τον Κυρ. Μητσοτάκη. «Εποικοδομητική» χαρακτήρισε σε ανάρτησή του στο twitter τη συνομιλία ο πρωθυπουργός, στην οποία, όπως έγραψε, συζητήθηκαν θέματα συντονισμού των χωρών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για περαιτέρω βοήθεια στην Ουκρανία, καθώς και οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Πανομοιότυπη και η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ: οι δύο άνδρες «συζήτησαν τις προσπάθειες υποστήριξης της ασφάλειας της Ουκρανίας και τη σημασία της προώθησης της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Αυτά σε επίπεδο διπλωματικών κοινοτυπιών.
Στην ουσία, τώρα, η οποία διεκδικεί το δικό της μερίδιο, και ισχυρίζεται ότι το τηλεφώνημα Μπλίνκεν-Μητσοτάκη ήταν το τυπικό επιστέγασμα ενός προαποφασισμένου περαιτέρω βήματος στην εμπλοκή της Ελλάδας στη σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στη συνομιλία Μπλίνκεν-Μητσοτάκη τέθηκε επί τάπητος η παραχώρηση ελληνικών αντιαεροπορικών συστημάτων στο Κίεβο –σε συνέχεια της παράδοσης την Τρίτη από την Ελλάδα στην Ουκρανία των πρώτων 20 από τα συνολικά 40 σοβιετικής κατασκευής ελληνικά τεθωρακισμένα άρματα μάχης BMP-1, μετά την απόσυρσή τους από την άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Εξεπλάγησαν μόνο οι απληροφόρητοι ότι θέμα χορήγησης από την Ελλάδα «συστημάτων για την ενίσχυση της ουκρανικής αεράμυνας» είχε ήδη θέσει στον Έλληνα ομόλογό του ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών στη συνάντησή τους στο Κίεβο προ δεκαημέρου.
Αλλά με την «ενίσχυση της αεράμυνας» της Ουκρανίας να έχει ήδη τεθεί ως «κορυφαία προτεραιότητα» στη σύνοδο των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις 13-14 του μήνα στις Βρυξέλλες , και με τις «πιέσεις» που ασκούνται στην Αθήνα να στείλει στο Κίεβο και άλλα οπλικά συστήματα, μεταξύ των οποίων και το αντιαεροπορικό σύστημα βραχέος βεληνεκούς TOR-M1, στη συζήτηση εμπλέκονται αντικειμενικά και οι σοβιετικής κατασκευής ελληνικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς S-300, την κατοχή των οποίων από την Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα με δυσφορία η Αμερική.
Και όχι μόνο η Αμερική. Η Τουρκία επίσης. Που επιδιώκει να ενταθούν οι πιέσεις των Αμερικανών στην Ελλάδα να αποσύρει τους S-300 από την Κρήτη, όπου εδώ και χρόνια «τελούν εν ακινησία». Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η πολυαναμενόμενη από την Άγκυρα ευκαιρία: να υποχρεωθεί η Αθήνα είτε να δεχτεί να αποσύρει τη ρωσική αντιαεροπορική ομπρέλα που διαθέτει στο ανατολικό Αιγαίο με τους πυραύλους OSA, TOR-M1 και S-300, είτε να αρνηθεί να το πράξει. Η Τουρκία θεωρεί εαυτήν κερδισμένη και σε κάθε περίπτωση. Στη μεν πρώτη θα έχει μόνο αυτή ρωσικής προέλευσης αντιαεροπορική κάλυψη με τους S-400 που διαθέτει, ενώ στη δεύτερη θα έχει αντεπιχείρημα στις πιέσεις των ΗΠΑ να «απαλλαγεί» από αυτούς.
Η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά το τηλεφώνημα Μπλίνκεν - Μητσοτάκη, καταλήγει ως εξής: «ο [αμερικανός] υπουργός εξέφρασε την εκτίμησή του για τις προσπάθειες που καταβάλλει η Ελλάδα ως βασικός σύμμαχος και εταίρος του ΝΑΤΟ». Αν η φράση αυτή δεν είναι μια απλή φιλοφρόνηση, αν υποκρύπτει τη βεβαιότητα των Αμερικανών ότι η Ελλάδα θα συγκατατεθεί να παραδώσει στην Ουκρανία και τους S-300, τότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει στερήσει από τη χώρα ένα ακόμη δυνατό «χαρτί» απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, και ειδικά απέναντι στη διεκδίκηση της γείτονος για αφοπλισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Η επίσκεψη στην Αθήνα του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς ήταν η δεύτερη από τις δύο σημαντικές διπλωματικές προκλήσεις της εβδομάδας που πέρασε.
Όπως ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου, στη συνάντηση Μητσοτάκη - Σολτς την Πέμπτη επιβεβαιώθηκε η βούληση των δύο πλευρών για την περαιτέρω ενίσχυση των διμερών σχέσεων, οι οποίες, όπως υπογραμμίστηκε, «βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο».
Το βέβαιο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι «υψηλό επίπεδο» κατέλαβαν στην ατζέντα των συνομιλιών οι νέοι εξοπλισμοί για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ, με αναβάθμιση, κατά πληροφορίες, 123 από τα 183 γερμανικά άρματα μάχης Leopard που διαθέτει η Ελλάδα, και με την αγορά από τη χώρα μας 205 νέων γερμανικών τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης Lynx.
Η «νέα εποχή στην αμυντική συνεργασία Ελλάδας-Γερμανίας» που, όπως ειπώθηκε, εγκαινιάζεται με την επίσκεψη Σολτς, αποτιμάται, με όρους απομύζησης πόρων από το κοινωνικό κράτος, μεταξύ 3,1 και 3,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τόσα φαίνεται να αρκούν προς το παρόν για να κατευνάσουν τη δυσαρέσκεια της Γερμανίας για το γεγονός ότι επί πολλά χρόνια είχε εξαιρεθεί από τα εξοπλιστικά της Ελλάδας, με κατεξοχήν ευνοημένους τις ΗΠΑ και τη Γαλλία – βλέπε τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ που πήγαν σε φρεγάτες Belharra και σε αεροπλάνα Rafale για να κατευναστεί η Γαλλία, όταν, μετά από παρέμβαση της Αμερικής, η Αυστραλία ακύρωσε συμβόλαιο ύψους 56 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά 12 γαλλικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων.
Το ζήτημα με τη Γερμανία έχει, όπως σωστά γράφτηκε, πρωτίστως γεωπολιτική διάσταση. Η Γερμανία προετοιμάζει τη θέση της στον «μετα-ουκρανικό» κόσμο. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, με τις εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ να κλιμακώνονται εξαιτίας των επιπλοκών του «ουκρανικού παράλογου», ο καγκελάριος Σολτς είχε κάνει μια βαρυσήμαντη δήλωση. Είχε πει, θυμίζουμε, ότι οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να γίνουν οι «καλύτερα εξοπλισμένες» στην Ευρώπη και η Γερμανία να αναλάβει «ηγετική ευθύνη» για την «εγγύηση της ασφάλειας της Ευρώπης».
Το ζήτημα με την Ελλάδα, όπως σωστά επισημαίνεται με αυξανόμενη συχνότητα, είναι άλλο. Είναι ότι η χώρα επέλεξε μεν, με απόφαση του πρωθυπουργού της, τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όμως η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» έχει από καταβολής κόσμου την τάση να… αλλάζει πλευρό απροειδοποίητα. Λέγεται και πανουργία της Ιστορίας αυτό, όπως όλοι (οφείλουμε να) ξέρουμε.