Έρη Σταυροπούλου «Η ελληνική ποίηση και το Εικοσιένα. Διάλογος με την Ιστορία», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2022
Η μελέτη της Έρης Σταυροπούλου έρχεται να επισφραγίσει την περσινή ιστοριογραφική παραγωγή με αφορμή την επέτειο για το 1821, βάζοντας στο στόχαστρο όχι τα πολιτικά, τα διπλωματικά και τα στρατιωτικά γεγονότα ή τις οικονομικές, τις ιδεολογικές και τις πολιτισμικές διαστάσεις τους, αλλά τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην επίμοχθη έρευνα της Σταυροπούλου, την οποία προλογίζει η Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάνννου, είναι ότι ξεκινώντας από τους σύγχρονους με την Επανάσταση και τον Αγώνα ποιητές φτάνει, διατρέχοντας δύο αιώνες, μέχρι τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική ποίηση (από τη δεκαετία του 1950 και εφεξής) και τους τρόπους με τους οποίους αποτυπώνονται μάχες, αγωνιστές, τοπωνύμια, επέτειοι και δημόσια μνημεία στους στίχους της. Και όσα προκύπτουν μέσα από τη μακρά αυτή περιπλάνηση δεν δείχνουν ούτε αυτονόητα ούτε ακριβώς αναμενόμενα, μια και το νήμα που συνδέει το ποιητικό παρελθόν με το ποιητικό παρόν δεν είναι το νήμα μιας ευθείας και αδιατάρακτης γραμμής, αλλά η έκκεντρη δομή ενός πολύπτυχου ψηφιδωτού, το οποίο στέκει μακριά τόσο από ένα πλέγμα απλώς πατριωτικών ιδεών όσο και από έναν μονόδρομο εθνικού ενθουσιασμού (παλαιότερου ή τωρινού) για τα επιτεύγματα των επαναστατημένων Ελλήνων.
Η υψηλή ιδέα της ελευθερίας και η κατοπινή της διάψευση
Η υψηλή ιδέα της ελευθερίας συνδυασμένη με έναν αντίστοιχα υψηλό καλλιτεχνικό σκοπό τρέφουν το έργο του Σολωμού και του Κάλβου στην αφετηρία της διαδρομής της ποίησης για το 1821. Ήδη, όμως, από την έλευση του ελληνικού ρομαντισμού (σύμφωνα με την περιοδολόγηση του Κ. Θ. Δημαρά, από το 1830 μέχρι το 1880) οι ποιητές, χωρίς να απαξιώσουν ούτε κατ’ ελάχιστον το 1821, αισθάνονται πως ζουν μια πτώση του αγωνιστικού του ιδανικού, την οποία και σπεύδουν να προβάλουν μέσω της θανατολατρείας και της αρχαιολατρείας τους ή μέσω της αγάπης τους για τα φαντάσματα των αδικημένων αγωνιστών. Θα βρούμε επίσης εδώ τη μνεία στον Σολωμό, στον Μπάιρον, στον Ρήγα, στον Καποδίστρια (θετικά ή αρνητικά), στον Γρηγόριο τον Ε’, καθώς και σε ανώνυμους και επώνυμους κλέφτες ή στο δίδυμο του έρωτα και της Επανάστασης. Η σάτιρα από τη μεριά της δεν θα διστάσει να συγκρίνει τα ένδοξα πεπραγμένα με την ανάξια κατάληξή τους, ενώ η Επανάσταση θα κληθεί ως αρωγός για τη διεκδίκηση Συντάγματος ή για ζητήματα όπως οι αυτόχθονες και οι ετερόχθονες. Η μετασολωμική ποίηση συνομιλεί ανοιχτά με την ιστορία του καιρού της. Κριμαϊκός Πόλεμος, Κρητική Επανάσταση και Ρωσοτουρκικός Πόλεμος θα αναθερμάνουν τη μνήμη του 1821 με διεκδικήσεις για περισσότερα εθνικά εδάφη, όπως και για σύνδεση της Μεγάλης Ιδέας με τις αξίες της ελληνικής παράδοσης.
Στα χρόνια μετά τον ρομαντισμό και μέχρι το 1940 και ενόσω ο Παλαμάς περνά από την ελληνική αρχαιότητα στο τριμερές σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, που βάζει στο παιχνίδι και το Βυζάντιο, θα γραφτούν λιγότερα ποιήματα για την Επανάσταση, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στο ξεθώριασμα του μνημονικής της συχνότητας και στους άδικους αγώνες ή στις διαψευσμένες θυσίες της, δίνοντας έναν υπαρξιακό τόνο στην ιστορική της μοίρα (θυμόμαστε ασφαλώς τους ρομαντικούς). Μπότσαρης, Καραϊσκάκης, Μπάιρον, Καποδίστριας και Σολωμός συναποτελούν τους αγαπημένους ήρωες ενώ η ήττα του 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η Μικρασιατική Καταστροφή προκαλούν εναλλάξ κύματα έξαρσης και μελαγχολίας για την ανακαλούμενη Επανάσταση. Ο Παλαμάς θρηνεί για την ξεχασμένη αίγλη της, την εκλαμβάνει, όμως, και ως πηγή αναβάπτισης, με τον Καρυωτάκη και τον Βάρναλη να αποσπούν από την επαναστατική παρακαταθήκη ύλη για τους πολιτικοκοινωνικούς αγώνες του καιρού τους.
Μεταξύ 1940 και 1949 ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η Αντίσταση θα αναθερμάνουν την πίστη την Επανάσταση, φέρνοντας πιο κοντά τους ποιητές στη φλόγα της από όσο την έφερναν οι ρομαντικές επικλήσεις σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες. Ο Σικελιανός και ο Σεφέρης ανατρέχουν τώρα στον Μακρυγιάννη ενώ η γενιά του ’30 μετατοπίζεται από το 1821 προς την ανάδυση και την υπεράσπιση της ελληνικότητας. Ο Εγγονόπουλος μιλάει για την Επανάσταση διαμέσου του Μπολιβάρ και του Οδυσσέα Ανδρούτσου και ο Γκάτσος διαμέσου των δημοτικών τραγουδιών, ενώ το 1821 συνυπάρχει πλέον με τον Βελουχιώτη, τον ΕΛΑΣ και την Εθνική Αντίσταση.
Μελαγχολία για το παρόν αλλά και αγώνας κατά της Χούντας
Από το 1950 μέχρι και τις ημέρες μας η πρόσληψη του 1821 εκπροσωπεί μια άλλη, αρκετά διαφορετικού τύπου υποδοχή. Ελύτης και Βάρναλης μιλούν εκ νέου γι’ αυτό την ώρα που οι κατιόντες τους (Τάσος Γαλάτης, Γιάννης Βαρβέρης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Πατίλης, Λευτέρης Πούλιος, Γιώργος Χρονάς) επικαλούνται τους ήρωες, τους τόπους των μαχών και τα μνημεία του για να εκφράσουν την απογοήτευσή τους από την πραγματικότητα της εποχής. Μακρυγιάννης, Σολωμός, Καραϊσκάκης, Ρήγας και Ανδρούτσος δεν αποκλείεται να προσφέρουν και κάποια ενθάρρυνση ή να επιστρατευτούν στον αγώνα κατά της χούντας.
Το σημαντικότερο, συνολικότερο και συνθετικότερο έργο για το 1821 παραμένει κατά την Σταυροπούλου ο σολωμικός «Ύμνος εις την ελευθερίαν», ενώ γενναίο μερίδιο διεκδικούν και ο Κάλβος, ο Βάρναλης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός. Δίκαιη, εύστοχη και εύλογη αποτίμηση σε μια μελέτη που ξέρει πώς να αξιοποιήσει τα ευρήματά της (ευρήματα πλαισιωμένα πάντοτε από τα εκάστοτε γραμματολογικά τους δεδομένα), χάρη, όπως το υποδεικνύει και ο υπότιτλος του βιβλίου, στον συνεχή μέσα στον χρόνο διάλογό τους με την Ιστορία, αλλά και να τα εγγράψει σε ένα φάσμα το οποίο κινείται ακατάπαυστα μεταξύ δύο πόλων. Στον πόλο της μυθοποίησης βλέπουμε την εγερτήρια για την ποίηση δύναμη του 1821, όταν εμπνέει τους συγχρόνους του με το αγωνιστικό του πνεύμα ή όταν παρακινεί τους επιγόνους να χρησιμοποιήσουν τα εμβληματικά του αποθέματα προκειμένου να υπηρετήσουν τους δικούς τους ιστορικούς και πολιτικούς στόχους. Στον πόλο της απομυθοποίησης παρακολουθούμε ένα κάπως αποχρωματισμένο ή ωχρό και φτενό 1821, όχι διότι εξέλιπε η πίστη των ποιητών στη σημασία του, αλλά επειδή δεν μπορούν να βρουν το ομόλογό του στα χρόνια τους, ακόμα κι αν το μοναδικό αντίδοτο για να υπομείνουν και να αντέξουν το δυσοίωνο κλίμα τους είναι για άλλη μια φορά η Επανάσταση. Καταλαβαίνουμε, βεβαίως, πόσο πολιτική αποδεικνύεται σε μια τέτοια τροχιά η ταυτότητα της επανάστασης, όπως το θέτει από την πρώτη στιγμή η Σταυροπούλου, η οποία στηρίζει τη δουλειά της και σε έναν πλούσιο θεωρητικό οπλισμό, χωρίς να βαραίνει ποτέ εξ αυτού άσκοπα και άχαρα την αφήγησή της.