Εντουάρ Λουί «Αλλαγή: Μέθοδος», μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, 2022
Το τελευταίο βιβλίο του Εντουάρ Λουί δεν αφηγείται καμία νέα ιστορία για τον πρωταγωνιστή του και ο αναγνώστης λίγα μόνο γεγονότα θα προσθέσει στο ψηφιδωτό που ο Λουί έχει καταστρώσει με τα προηγούμενα βιβλία του. Το νήμα έχει ήδη ξετυλιχτεί και όσα προστίθενται είναι απλώς ποικίλματα, άλλες όψεις και λεπτομέρειες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο συστηματικός αναγνώστης του Λουί πρέπει να κινηθεί πέρα από τα όρια της αφήγησης και των συμβάντων, όπως ακριβώς ο συγγραφέας προσπαθεί μέσω των ίδιων γεγονότων να πει κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά.
Η Αλλαγή αποτελεί σαφώς συνέχεια των Αγώνων και μεταμορφώσεων μιας γυναίκας σε επίπεδο συγγραφικής στρατηγικής και μεθοδολογίας – εκεί αναπτύσσεται η διαδικασία μεταμόρφωσης της μητέρας, ενώ εδώ βλέπουμε τη δική του μεταμόρφωση, δηλαδή τη διαδικασία μεταστοιχείωσης του εαυτού. Η Αλλαγή όμως αποτελεί πρωτίστως αναστοχαστική εμβάθυνση πάνω στη μεταμόρφωση και τα όριά της, πάνω στις τροπικότητες που καθορίζουν το σώμα, τον εαυτό, και την υποκειμενικότητα. Ο Λουί με το νέο του βιβλίο αναστοχάζεται πάνω στην αισθητική της ύπαρξης, τη σύνθετη εκείνη διαδικασία μορφοποίησης του υποκειμένου, η οποία έχει βάσεις απτές, απλές και καθημερινές, διέπεται από μια συστηματικότητα για την επιμέλεια του εαυτού και χαρακτηρίζεται από την ενδεχομενικότητα της ριζοσπαστικής ανατροπής, όπως έδειξε με τις έρευνές του ο Μισέλ Φουκό.
Η συμβολή του κοινωνικού πλαισίου στην ανάπτυξη του ατόμου
Τόσο τα έργα του Λουί, όσο και εκείνα του Ντιντιέ Εριμπόν, άμεσου μέντορα του τελευταίου, μαζί με τα άλλα της βραβευμένης με Νόμπελ πλέον Ανί Ερνό, αποτελούν μια ευδιάκριτη ομάδα αλλά και τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας με κύριο χαρακτηριστικό τον αυτοβιογραφικό λόγο και την ανάδειξη της καθοριστικής συμβολής του κοινωνικού πλαισίου για την ανάπτυξη του ατόμου. Ειδολογικά μετέωρα, κινούνται ανάμεσα στην αυτοβιογραφία, το δοκίμιο και τη μυθοπλασία, χωρίς εκ των προτέρων να απεμπολούν καμιά ταξινόμηση – αντιθέτως, δημιουργούν νέες κατηγορίες, οι οποίες βασίζονται τόσο στη μεθοδολογία δημιουργίας τους (αυτοκοινωνιολόγηση, αυτοεθνογραφία κ.ά.) όσο και στην υφή της αφήγησής τους (αυτομυθοπλασία, συλλογική αυτοβιογραφία κ.ά.), ενώ εκβάλλουν προς κατευθύνσεις μη συγγενείς και μπορούν να ανατροφοδοτήσουν το πεδίο της πολιτισμικής κριτικής μέσω της αυτοθεωρησιακής προοπτικής. Πρόκειται για μια καμπή, η οποία είναι αρκετά σύνθετη για να κριθεί μονοδιάστατα με τα αναλυτικά εργαλεία μιας και μόνης επιστήμης ή να αφοριστεί με ευκολία ως μη αρκούντως λογοτεχνική. Πρόκειται όμως κυρίως για μια καμπή της σύγχρονης λογοτεχνίας και της σχέσης της με το πολιτικό πεδίο, αφ’ ής στιγμής τα παραπάνω έργα θέτουν στον πυρήνα τους την (επανα)πολιτικοποίηση της ίδιας της λογοτεχνίας μέσω του προσωπικού βιώματος και χάριν ενός κοινωνικού συνόλου.
Το ζήτημα της τάξης στη διαπλοκή του με άλλα ζητήματα
Επίδικο ανάμεσα σε αυτή την πολιτικοποίηση και την προσωπική εμπειρία αποτελεί το άτομο. Πώς άραγε μπορούμε να σκεφτούμε μια λογοτεχνία, η οποία να ξεκινά από το προσωπικό και να αίρεται στο συλλογικό; Γιατί μας αφορούν τα παιδικά χρόνια του Εντί Μπελγκέλ; Γιατί μας αφορά ο βιασμός του Εντουάρ Λουί; Γιατί πρέπει να αφουγκραστούμε τους κραδασμούς του σώματος του πατέρα του και γιατί πρέπει να παρακολουθήσουμε την εναγώνια προσπάθεια απελευθέρωσης της μητέρας του; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις, προκειμένου οι ζωές των άλλων να μας αφορούν και μέσω αυτών να πουν κάτι και για τις δικές μας ζωές;
Το πολιτικό στη σύγχρονη λογοτεχνία είναι πολυπρόσωπο και πολύπτυχο – συνίσταται στη θεματική, τις συγγραφικές προθέσεις και την αναγνωστική ανταπόκριση, αλλά ιδιαιτέρως θέτει αμέσως ή εμμέσως το πρόβλημα της τάξης, του φύλου, της φυλής, της εθνότητας και άλλων κατηγοριών στη διαπλοκή τους. Αρκούν όμως οι πτυχώσεις, οι προθέσεις και η ανταπόκριση; Ακριβώς στη διασταύρωση των παραπάνω παράγεται ένα ρήγμα από το οποίο μπορεί να αναδυθεί ένας πολιτικός λόγος, ο οποίος να ξεφεύγει από το προσωπικό και το ατομικό, κινούμενος προς ομάδες, συλλογικότητες και σύνολα πολύ ευρύτερα. Οι περιπτώσεις του Εριμπόν και της Ερνό είναι χαρακτηριστικές: θέτουν επί τάπητος και εντός ιστορίας το ζήτημα της τάξης στη διαπλοκή του με άλλα κάθε φορά ζητήματα, προκειμένου να επανεντάξουν το κοινωνικό στοιχείο, μέσω του προσωπικού, στη λογοτεχνία και έτσι να μπορέσουν να κινηθούν στη σφαίρα του πολιτικού – τα έργα τους ξεκινούν από το ατομικό βίωμα, αλλά εν τέλει καταλήγουν να ανασκαλεύουν τα ενδότερα της πολιτικής μας συγκρότησης.
Το μείζον πολιτικό διακύβευμα
Στην Αλλαγή ο Λουί υποστηρίζει πως η «Προσβολή», η ταπείνωση και η ντροπή ήταν οι μοχλοί της προσωπικής του απελευθέρωσης από το παρελθόν. Η διαδικασία μέσω της οποίας συντελείται η απελευθέρωση και η οποία περιγράφεται στο βιβλίο είναι προϊόν βούλησης και παρουσιάζεται ως αδήριτη αναγκαιότητα, ενώ είναι ένας διαρκής και πολυεπίπεδος αγώνας: «το σώμα μου ήταν το σημείο του εαυτού μου που ήταν πιο δύσκολο να ελεγχθεί, εκείνο που δεν μπορούσα να το κάνω να πει ψέματα, ήταν η απτή υλικότητα του παρελθόντος μου, το παρελθόν μου με αίμα, σάρκα και οστά» (σ. 230). Ίσως από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτού του βιβλίου να είναι η λεπτομερής εξιστόρηση της επιμέλειας του εαυτού: για τη μεταμόρφωσή του ο πρωταγωνιστής αλλάζει τρόπο γέλιου, προφοράς, ντυσίματος, διατροφολόγιο, οδοντοστοιχία, μαλλιά, ενασχολήσεις και ενδιαφέροντα – όλα αυτά για να ενταχθεί στην αστική τάξη και να διαγράψει το παρελθόν του. Η τέχνη –αρχικά το θέατρο και κατόπιν η λογοτεχνία– είναι εκείνο το σημείο που τον διαφοροποιεί, ενώ η έκδοση του πρώτου του βιβλίου σηματοδοτεί την οριστική ρήξη.
Πώς διαμόρφωσε την υποκειμενικότητά του ο Λουί; Μέσω μιας μορφοποιητικής διαδικασίας με απώτερο αποτέλεσμα τη σύμπτωση ζωής και τέχνης – ο πεποιημένος εαυτός είναι η ουσία πλέον. Ποιο είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά η αισθητικοποίηση; Ίσως η συνειδητοποίηση των βιοεξουσιαστικών μηχανισμών, η «Προσβολή», η απόρριψή του από την κανονιστική ηθική. Γιατί είναι πολιτικό το έργο του; Διότι μάλλον περιγράφει πολλαπλές διαδικασίες, οι οποίες εντάσσονται στη σφαίρα του πολιτικού: η μεταμόρφωση συντελείται από τη στιγμή αναγνώρισης του εαυτού ως αποκλεισμένου, ενώ ο αγώνας για τη μεταμόρφωση γίνεται εντός του κοινωνικού, με τους όρους του κοινωνικού (μαζί και της κατεστημένης ηθικής) και με σκοπό αρχικά την ενσωμάτωση και κατόπιν την ανατροπή: «ήξερα πως αν η γλώσσα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα τότε δεν έπρεπε να πείσω αυτούς τους ανθρώπους, εκείνους που ανήκαν στην καινούργια μου ζωή, αλλά να τους πολεμήσω» (σ. 248).
Η Αλλαγή περιγράφει ό,τι δηλώνει ο υπότιτλος, δηλαδή τη μέθοδο, υπό την έννοια του συστηματικού, για τη μεταμόρφωση. Παρ’ ότι η τελευταία υπήρξε επιτυχημένη, το βιβλίο δεν αφηγείται το χρονικό μιας επιτυχίας, αλλά μιας αποτυχίας με ενδιάμεσες στιγμές εκπλήρωσης και ματαιώσεων, όπως διαπιστώνουμε από τον μάλλον πρόχειρα γραμμένο επίλογο. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, γοητευτικό μα και οδυνηρό, αποτελεί ένα –οπωσδήποτε μείζον– πολιτικό διακύβευμα: ανάπαυση στην ενσωμάτωση ή διαρκής ανανέωση με ενδεχόμενο ματαίωσης;