Νάση Τουμπακάρη «Μινόρε Μανές - Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη 1900-1922», εκδόσεις Άγρα, 2022
Εφέτος, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, εκδόθηκαν μερικά καλά μυθιστορήματα σχετικά με το συγκλονιστικό αυτό ιστορικό γεγονός. Από αυτά ξεχωρίζουμε το μυθιστόρημα «Μινόρε Μανές» που έγραψε η Νάση Τουμπακάρη, η οποία εργάζεται ως μουσικοπαιδαγωγός στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με τη μουσική, το τραγούδι, τα μουσικά λαϊκά όργανα και το 2014 εξέδωσε το βιβλίο Ένα βιολί διηγείται που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων και την ίδια χρονιά έλαβε Εύφημο Μνεία από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης».
Το Μινόρε Μανές είναι, όπως δηλώνει και ο υπότιτλός του, η μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη την περίοδο 1900-1922. Πρωταγωνιστής και αφηγητής στο μυθιστόρημα είναι ο Φώτος Χαρισιάδης, προικισμένος μουσικός που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη συγκεκριμένη πόλη και σύμφωνα με το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «εξελίχτηκε σε ένα από τα καλύτερα βιολιά της αφού μαθήτευσε στον περίφημο Γιοβανίκα κι έπαιξε πλάι σ’ όλους εκείνους τους δεξιοτέχνες παιχνιδιάτορες που έκαναν τη Σμύρνη μουσικό παράδεισο της Ανατολικής Μεσογείου».
Η ιστορία αρχίζει το 1912, όταν ο μικρός πρωταγωνιστής εξομολογείται πώς άκουγε τα τραγούδια που έλεγαν οι γυναίκες της γειτονιάς που χόρευαν μερακλωμένες στο σοκάκι. Οι πρώτες παράγραφοι της αφήγησής του αφορούν τη Σμύρνη ως παράδεισο, την παρουσιάζει ως μια πόλη του γλεντιού, στην παραλία και στα περίχωρα: Κορδελιό, Καρατάσι, Μπουρνόβα, Κουκλουτζά. Θυμίζουμε πως όλοι οι συγγραφείς που έγραψαν μυθιστορήματα για την Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τις εστίες τους, λ.χ. Ηλίας Βενέζης «Το νούμερο 31328», Διδώ Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα», Κοσμάς Πολίτης «Στου Χατζηφράγκου», αρχίζουν τις εξιστορήσεις τους με ειδυλλιακές εικόνες από τη ζωή στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Εκεί, λοιπόν, ο Φώτος, ερωτευμένος με τη μικρή Αρουσιάκ, κάνει παρέα με τον φίλο του τον Μηνά, συμμετέχει σε ζαβολιές και μαθαίνει μουσική στο σχολείο του Γιοβανίκα ή Γιάννη Αλεξίου, στον οποίο αποδίδεται το γνωστό τραγούδι «Μινόρε της αυγής» ή «Μινόρε Μανές».
Ο πατέρας του έχει ένα εργαστήριο και κατασκευάζει μουσικά όργανα, οπότε γνωρίζει τον κόσμο των μουσικών, οι οποίοι πλημμύριζαν τη Σμύρνη κι έκαναν περιοδείες στην Αθήνα, την Αίγυπτο και την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, έχει αρχίσει η ηχογράφηση τραγουδιών σε δίσκους, όχι μόνο λαϊκών τραγουδιστών. Γινόταν και εισαγωγή δίσκων από την Ευρώπη, ακόμα και με τις φωνές τενόρων, όπως ο Ιταλός Καρούζο.
Η ανέμελη ζωή των Σμυρνιών κράτησε μέχρι τις Αποκριές του 1914, όταν η πόλη βούιζε από τις παράτες και τους μασκαράδες. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν μόλις τελειώσει. Τότε ο ήρωας επιβιβάστηκε με τον πατέρα του σ’ ένα καράβι για τον Πειραιά. Ήταν ένα ταξίδι-προσκύνημα στην Ελλάδα που την γνώριζαν μόνο από τα βιβλία της ιστορίας. Στην Αθήνα έπαιζε ο Γιοβανίκας και πήγαν να τον ακούσουν.
Εκείνη η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη για τους κατοίκους της Μικράς Ασίας, αφού στα παραλιακά χωριά είχαν επιτεθεί οι Τσέτες, σώματα ατάκτων που επιδίδονταν σε ληστείες και σφαγές. Η επιστροφή πατέρα και γιου στη Σμύρνη σημαδεύτηκε από την έλευση στην πόλη χιλιάδων μουσουλμάνων που είχαν φύγει από τα Βαλκάνια μετά τη λήξη του Παγκόσμιου Πολέμου και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μερικοί ήταν πρόσφυγες από την Ήπειρο που είχε περάσει σε ελληνικά χέρια. Η τύχη εκείνων των μουσουλμάνων («Αφότου οι Έλληνες πήραν τα Γιάννινα, εμείς δεν βρίσκαμαν τόπο να σταθούμε», λέει ένας πρόσφυγας) προδιέγραψε με τον χειρότερο τρόπο την τύχη των χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Κι ενώ τον Φεβρουάριο του 1922 ο ήρωας ζει ευτυχισμένος, παίρνοντας χαρά από το βιολί του, όταν ήδη ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη, κάποια στιγμή μπαίνει σ’ ένα υπερωκεάνιο για τη Νέα Υόρκη. Επιστρέφει στη Σμύρνη στις 20 Αυγούστου, όταν ο ελληνικός στρατός έχει υποχωρήσει και ο τουρκικός προελαύνει. Η οικογένεια Χαρισιάδη καταφεύγει στον Πειραιά – όχι όμως με όλα τα μέλη της, ατυχώς.
Η Νάση Τουμπακάρη με αφορμή τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως είπαμε, έγραψε ένα μυθιστόρημα για τη μουσική και τους μουσικούς της Σμύρνης, αλλά και για την ελληνική μουσική στην Αμερική, όπου διέπρεψε η σπουδαία τραγουδίστρια Μαρίκα Παπαγκίκα. Κι όχι μόνο αυτό. Μιλάει και για το πώς διασκέδαζαν Αθηναίοι και Πειραιώτες στις αρχές του 20ού αιώνα (υπήρχαν εκεί Καφέ Αμάν και Καραγκιόζης), αλλά και πώς ζούσαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική: διαβάζουμε μεταξύ άλλων πως το «ελληνικό γκουβέρνο» είχε ανοίξει τις φυλακές και φορτώσει ληστές και κατάδικους σε καράβια για να καθαρίσει η Ελλάδα.
Το πρωτότυπο τούτο μυθιστόρημα που βασίζεται σε μια πλούσια βιβλιογραφία κοσμείται από φωτογραφίες ανθρώπων και τοπίων. Οι σημειώσεις της συγγραφέως για πρόσωπα και γεγονότα είναι πολύτιμες για τον αναγνώστη και η έκδοση από κάθε άποψη εξαιρετική.