Στιγμιότυπο από την εξέγερση στο Γουάτς του Λος Άντζελες (11-17 Αυγούστου 1965)
Την Τρίτη, 25 Οκτωβρίου, πέθανε σε ηλικία 76 ετών, από καρκίνο του παγκρέατος, μια ασθένεια που τον ταλαιπώρησε περίπου πέντε χρόνια, ο Μάικ Ντέιβις, εξέχων μαρξιστής θεωρητικός του αστικού χώρου και, ταυτόχρονα, μαχητικός και ασυμβίβαστος διανοούμενος και αγωνιστής της αμερικανικής και παγκόσμιας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε στη δύσκολη και περιπετειώδη ζωή του (δούλεψε από τα δεκαέξι του και για πολλά χρόνια ως οδηγός φορτηγών) και στην πολιτική του στράτευση (συνδικαλιστής και ενεργός στα κινήματα -κυρίως στο αντιπολεμικό κίνημα- έγινε μέλος της οργάνωσης του αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Νότια Καλιφόρνια, το 1968, σε ένδειξη αλληλεγγύης για τη δήλωσή της κατά της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία, που ήταν αντίθετη με την επίσημη θέση του κόμματος). Έτσι, στο σημερινό δισέλιδο περιοριζόμαστε στη δημοσίευση κάποιων αποσπασμάτων, ενδεικτικών των αξιών και του γνήσια αριστερού ήθους του, που συλλέξαμε από συνεντεύξεις του, καθώς και από ένα από τα πολλά κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτόν μετά το θάνατό του. Στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Εποχής» συνιστούμε επίσης να ανατρέξουν στα εξαιρετικό δοκίμια «Mike Davis-Παλιοί Θεοί, Νέα Αινίγματα», σε μετάφραση Ελένης Μπουλετή και Βασίλη Ρόγγα (ιστοσελίδα Commonality-https://commonality.gr/palii-thei-nea-enigmata/) και «Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων», σε μετάφραση Νίκου Παπαπολύζου (ιστοσελίδα Radical Geography- radgeo.wordpress.com/κείμενα-άρθρα/ελληνόγλωσσα/mike-davis-ο-πλανήτης-των-παραγκουπόλεων-2/), καθώς και στο τελευταίο πριν τον θάνατό του άρθρο «Θάνατος θριαμβευτής», που παρουσιάσαμε στις Ιδέες, στις 27 Μαρτίου 2022 (www.epohi.gr/article/42826/thanatos-thriamveyths).
Χ.Γο.
Είμαι σοσιαλιστής της παλιάς σχολής. Ισχυρίζομαι ότι αυτό σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, ο σοσιαλισμός - η πεποίθηση ότι η γη ανήκει στην εργατική τάξη – έχουν διαμορφώσει την ηθική μου υπόσταση. Στην πραγματικότητα, είναι η θρησκεία μου, οι αξίες που επάνω τους είναι αγκυρωμένες οι δεσμεύσεις που καθορίζουν τη ζωή μου. Δεύτερον, «παλιά σχολή» σημαίνει, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, να δουλεύεις για τον καλό σκοπό. Στον πανεπιστημιακό χώρο συναντά κανείς ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές και πηγαίνουν σε πολλά συνέδρια, αλλά σχεδόν ποτέ δεν συμμετέχουν στην περιφρούρηση μιας απεργίας, δεν συμμετέχουν σε μια συνάντηση του συνδικάτου, δεν πετάνε ένα τούβλο, ή δεν κάνουν το απλό πράγμα να βοηθούν στο πλύσιμο των πιάτων μετά από μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Τέλος, ο απλός «σοσιαλιστής» ταυτίζεται με το ευρύ κίνημα και το όνειρο, και όχι με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ή στρατόπεδο. Έχω ισχυρές, αν και ιδιοσυγκρασιακές απόψεις για όλα τα παραδοσιακά θέματα -για παράδειγμα, για την αναγκαιότητα μιας οργάνωσης των οργανωτών (πείτε το λενινισμό, αν θέλετε), αλλά και για τα δεινά της γραφειοκρατίας και των μόνιμων ηγεσιών (πείτε το αναρχισμό, αν θέλετε)- αλλά προσπαθώ να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι τέτοιες θέσεις πρέπει να επαναξιολογούνται συνεχώς και να αναδιαβαθμίζονται ανάλογα με τη συγκυρία. Πάντα διαπραγματευόμαστε την ολισθηρή διαλεκτική μεταξύ της ατομικής λογικής, η οποία πρέπει να είναι αδιάλλακτα αυτοκριτική, και του γεγονότος ότι πρέπει να είμαστε μέλη ενός κινήματος ή μιας ριζοσπαστικής συλλογικότητας προκειμένου, όπως το έθεσε ο Σαρτρ, να είμαστε μέσα στην ιστορία». Τα ηθικά διλήμματα και οι δύσκολες επιλογές εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και δεν μπορούν να παρακαμφθούν με τη «σωστή γραμμή».
Απόσπασμα από συνέντευξη στον Μοχσέν Αμπντελμουμέν, Monthly Review on line, 25 Απριλίου 2018 (mronline.org/2018/04/25/socialists-are-urgently-looking-for-the-future-american-marxist-mike-davis-talks-to-algerian-journalist-mohsen-abdelmoumen/-)
Χάρη στο νόμο της Καλιφόρνια για τον υποβοηθούμενο εκούσιο θάνατο, έχω τον έλεγχο της τελευταίας πράξης. Αλλά αυτό που μου συμβαίνει τώρα είναι ότι είμαι ασυνήθιστα οργισμένος και θυμωμένος. Αν με στενοχωρεί κάτι, είναι ότι δεν πέθανα πολεμώντας στη μάχη ή σε ένα οδόφραγμα, σύμφωνα με τη μόνιμη ρομαντική μου φαντασίωση.
Απόσπασμα από συνέντευξη στον Σαμ Ντιν, Los Angeles Times, 25 Ιουλίου 2022, όταν αποφάσισε να διακόψει τη χημειοθεραπεία του www.latimes.com/lifestyle/image/story/2022-07-25/mike-davis-reflects-on-life-activism-climate-change-bernie-sanders-aoc-los-angeles-politics.
Να σταματάτε το αυτοκίνητό σας και να παίρνετε μαζί σας μια οικογένεια που κάνει οτοστόπ. Ποτέ μην σπάτε την ομάδα περιφρούρησης μιας απεργίας, ακόμα κι αν η οικογένειά σας δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι. Μοιραστείτε το τελευταίο σας τσιγάρο με έναν άγνωστο. Όταν τα παιδιά σας δεν έχουν να πιούν γάλα, κλέψτε το και μετά δώστε το μισό στα μικρά παιδιά της διπλανής πόρτας. Ακούστε προσεκτικά αυτά που έχουν να σας πουν οι ήσυχοι, βαθυστόχαστοι άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπειά τους. Καλλιεργήστε τη γενναιοδωρία του «εμείς».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ντέιβις Be Realistic: Demand the Impossible [Να είστε ρεαλιστές: Να απαιτείτε το ανέφικτο] Βλ. κείμενο της Νέντα Ουλάμπι στην ιστοσελίδα του οργανισμού μέσων ενημέρωσης NPR, 26 Οκτωβρίου 2022 www.npr.org/2022/10/26/1131578207/writer-truck-driver-meatcutter-and-prophet-of-compassion-mike-davis-dies-at-76
Γιατί να τον (ξανα)διαβάζουμε
του Όουεν Χάδερλι*
Περίπου το 2017 ή το 2018, πήρα επιτέλους το βιβλίο του Μάικ Ντέιβις The Monster at Our Door [Το τέρας στην πόρτα μας] από το ράφι όπου βρισκόταν για μερικά χρόνια και το διάβασα. Ο Ντέιβις είχε δίκιο για τόσα πολλά -για την άνοδο του γεμάτου φυλακές κράτους και της πανταχού παρούσας επιτήρησης, για τις οικολογικές καταστροφές που θα αιφνιδίαζαν τα προάστια της Καλιφόρνιας, για την αύξηση των ανελέητα προστατευόμενων και περιπολούμενων «κακών παραδείσων» με θέα τις φτωχογειτονιές, για να αναφέρω ένα μικρό δείγμα θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε- ώστε ένιωσα ειλικρινά ανακουφισμένος που έκανε λάθος στην πρόβλεψή του ότι μια καταστροφική πανδημία γρίπης των πτηνών θα έπληττε τις πόλεις του κόσμου στις δεκαετίες του 2000 και του 2010. Το βιβλίο ήταν, όπως πάντα, εξαιρετικό ως προς τη σφαιρικότητα της εξιστόρησης του τρόπου με τον οποίο συνδυάζονταν η εργοστασιακή κτηνοτροφία και οι φυσικοί παθογόνοι μικροοργανισμοί για να δημιουργήσουν νέους ιούς που θα μπορούσαν εύκολα να μεταδοθούν στον άνθρωπο, αλλά ... αυτό δεν συνέβη, έτσι δεν είναι; Επιτέλους, σκέφτηκα, ο Μάικ Ντέιβις έκανε λάθος σε κάτι, και ξαναέβαλα το βιβλίο στο ράφι. Και εδώ είμαστε τώρα, φθινόπωρο του 2022, στο τέλος τριών χρόνων από την εμφάνιση μιας καταστροφικής πανδημίας που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, η οποία ήταν αποτέλεσμα ενός νέου ιού που εμφανίστηκε με τον τρόπο που περιγράφεται στο The Monster at Our Door. Μόνο που τώρα είμαστε χωρίς τον Μάικ Ντέιβις.
Από το πανοραμικό στο ειδικό
Πολλοί άνθρωποι θα θρηνήσουν τον Ντέιβις, αλλά μέσα σε όλη αυτή τη θλίψη είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο γαμάτος συγγραφέας ήταν. Δεν υπήρξε σχεδόν κανείς με τα δικά του χαρίσματα στις τέσσερις δεκαετίες 1980-2010 κατά τις οποίες έκανε άφθονες δημοσιεύσεις. Το ταλέντο του να μεγεθύνει επικεντρώνεται ξαφνικά από το πανοραμικό στο εντελώς ειδικό, να εξαναγκάζει τον εαυτό του να διακρίνει τα χειρότερα από τα «κακά νέα πράγματα» χωρίς να πάψει να αναζητά τους σπόρους μιας θετικής, σοσιαλιστικής αλλαγής∙ το σκοτεινό χιούμορ του∙ το εύρος του έργου του∙ η τραχιά, χωρίς αργκό αλλά πυκνή και δυναμική ορμή της πρόζας του-όλα αυτά ήταν κάποια χαρακτηριστικά της γραφής του στα οποία ήταν χωρίς αντίπαλο.
Πρέπει όμως να πάψουμε απλώς να θυμόμαστε τα βιβλία του, αλλά να τα διαβάζουμε και να τα ξαναδιαβάζουμε. Αν το κάνουμε αυτό, θα διαπιστώσουμε ότι έχουν μια λεπτότητα που διαψεύδει την εύκολη απεικόνιση του Ντέιβις ως μονοδιάστατου προφήτη της καταστροφής. Ας αρχίσουμε, για παράδειγμα, με το πρώτο του βιβλίο, Prisoners of the American Dream [Φυλακισμένοι του αμερικανικού ονείρου], που εκδόθηκε το 1986, ένα ξεχωριστό βιβλίο, καθώς είναι ένα από τα ελάχιστα έργα του που δεν είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ένα πόνημα γεωγραφίας. Το βιβλίο παρεμβαίνει στην ατελείωτη συζήτηση που προσπαθεί να εξηγήσει γιατί στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την κάποτε μεγάλη δύναμη του εργατικού τους κινήματος, δεν δημιουργήθηκε ποτέ ένα πραγματικά μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα οποιουδήποτε είδους. Η απάντησή του Ντέιβις είναι ουσιαστικά μια λέξη - ρατσισμός - αλλά υποστηρίζει ότι υπήρχαν διάφορες στιγμές που φάνηκε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, ιδίως την περίοδο των τεράστιων απεργιακών κυμάτων της δεκαετίας του '30 που κορυφώθηκαν με τη δημιουργία της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CIO ως μιας αγωνιστικής εναλλακτικής λύσης απέναντι στη βαθιά ρατσιστική και συντηρητική AFL- αλλά η CIO ηττήθηκε στην προσπάθειά της να οργανώσει τις πολιτείες του Νότου και εν τέλει, στη μακαρθική δεκαετία του ’50, οι δύο αυτές οργανώσεις συγχωνεύτηκαν.
Σκοτάδι και οργή
Σε ορισμένους κύκλους είναι δημοφιλής η άποψη ότι οι ιστορικές αποτυχίες της αμερικανικής Αριστεράς να αμφισβητήσει τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό υπέγραψαν την οριστική καταδίκη του αμερικανικού εργατικού κινήματος, σύμφωνα με μια μαοϊκή εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος∙ ο Ντέιβις δεν είχε αυτήν την άποψη. Πριν από μερικά χρόνια, υποστήριξε ότι «η ελπίδα δεν είναι μια επιστημονική κατηγορία. Ούτε ότι πρέπει απαραιτήτως να περιέχεται σε ένα κείμενο πολεμικής». Αλλά παρ’ ό,τι η «ελπίδα» δεν είναι η σωστή λέξη, το έργο του, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του, αναζητούσε πάντα τη δυνατότητα και τους τρόπους παρέμβασης στο παρόν, και στο Prisoners την διέκρινε, σε κάποιο βαθμό, στον «συνασπισμό του ουράνιου τόξου» των εργατών και των αριστερών αγωνιστών για τα πολιτικά δικαιώματα που στήριξαν την προεδρική εκστρατεία του Τζέσε Τζάκσον, πριν αυτή καταποντιστεί τόσο από το μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, όσο και από τις φανερές αδυναμίες του ίδιου του φαινομενικά επικεφαλής του.
Αυτή η επιμονή του να εξετάζει προσεκτικά όσα συμβαίνουν, ανεξάρτητα από το πόσο ζοφερά είναι, είχε ως αποτέλεσμα ορισμένα από τα βιβλία του Ντέιβις να είναι εξαιρετικά σκοτεινά. Πολλοί θεωρητικοί του αστικού χώρου έχουν θεωρήσει την εξάπλωση των ιδιοκατασκευασμένων οικισμών στις άκρες των πόλεων του Παγκόσμιου Νότου ως «πάρα πολύ ενδιαφέροντα», συναρπαστικά παραδείγματα μιας αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονες, ένα εμπνευσμένο δείγμα καλής παλιομοδίτικης αυτοβοήθειας. Το Planet of Slums [Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων] δεν συμφωνεί με αυτή τη θέση. Αντιθέτως, περιγράφει μια τρομακτική εικόνα της βικτοριανής φτώχειας, με την «ελπίδα» να διοχετεύεται κυρίως στις άγρια αντιδραστικές ευαγγελικές εκκλησίες. Εν τω μεταξύ, η ανατριχιαστική ανθολογία Evil Paradises [Κακοί παράδεισοι] που επιμελήθηκε μαζί με τον Ντάνιελ Μπέρτραντ Μονκ, έχει ως θέμα τους θύλακες των πλουσίων, από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μέχρι τη Σαγκάη και από το Γιοχάνεσμπουργκ μέχρι τη Βουδαπέστη∙ και αυτοί οι «παράδεισοι» έχουν πολλαπλασιαστεί από τότε που εκδόθηκε αυτό το βιβλίο. Το (σχεδόν) καθαρά ιστορικό βιβλίο του Ντέιβις Late Victorian Holocausts [Ύστερα βικτοριανά ολοκαυτώματα], περιγράφει με φρικιαστικές λεπτομέρειες πώς τα καιρικά φαινόμενα και η συντριβή από τις δυτικές αυτοκρατορικές δυνάμεις των υφιστάμενων γεωργικών συστημάτων που βοηθούσαν στην αντιμετώπιση της πείνας δημιούργησαν σε όλον τον αποικιοκρατούμενο κόσμο, ιδίως στην Ινδία στις δεκαετίες 1870-1890, διάφορα κύματα μαζικού θανάτου που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί - μια συστηματικά αποκρυπτόμενη καταστροφή που η έκτασή της ήταν παρόμοια με τις πιο γνωστές καταστροφές του εικοστού αιώνα. Αυτά τα βιβλία δεν είναι προϊόντα απόγνωσης, αλλά οργής.
Το City of Quartz [Η πόλη του χαλαζία] είναι ένα αξεπέραστο κλασικό έργο, που «αν έχετε τη δυνατότητα να διαβάσετε ένα μόνο βιβλίο», πρέπει να διαβάσετε αυτό. Όσο με αφορά, είναι το βιβλίο που περισσότερο από όλα τα άλλα με έκανε να ενδιαφερθώ για το πού συγκρούονται η γεωγραφία με την πολιτική, και ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζω κάθε λίγα χρόνια. Η απεικόνιση του Λος Άντζελες ως μια τερατώδη πόλη του μέλλοντος, ένα εργοστάσιο ονείρων που προστατεύεται από μια σχεδόν φασιστική αστυνομία, εξελίσσεται παράλληλα με την ιστορία ενός άγνωστου Λος Άντζελες, μιας βιομηχανικής, πολυπολιτισμικής πόλης σοσιαλιστικών πειραμάτων, εξεγέρσεων για τα πολιτικά δικαιώματα και δίκαιων εκρήξεων. Μία από αυτές τις εκρήξεις, οι ταραχές του Λος Άντζελες του 1992, θα έρθει τόσο σύντομα μετά την έκδοση του βιβλίου, ώστε άρχισε να επικρατεί η όχι εντελώς ανακριβής αίσθηση ότι ο Ντέιβις είναι ένα είδος μάντη - αν και ο ίδιος θα μπορούσε να είχε σωστά επισημάνει ότι το να παρακολουθείς την εξέλιξη μιας καπιταλιστικής πόλης και να την αφουγκράζεσαι δεν είναι προφητεία. Η υπόγεια πλευρά του προφητικού Λος Άντζελες των βιβλίων City of Quartz και Ecology of Fear [Οικολογία του φόβου] είναι η νέα αμερικανική πόλη που αναδύεται στο Magical Urbanism [Μαγική αστικοποίηση], ένα βιβλίο για την νοτιοαμερικανοποίηση των αστικών περιοχών της Βόρειας Αμερικής, και πώς αυτή δημιούργησε ένα επίπεδο πολιτικοποίησης και, κατά τον Πολ Γκίλροϊ, μια «κουλτούρα συναναστροφής», που έρχεται σε αντίθεση με τους ιδιωτικοποιημένους, παρανοϊκούς και βάναυσα αστυνομοκρατούμενους νέους κόσμους που περιγράφονται στα προηγούμενα βιβλία του. Ο Ντέιβις είχε δικαιολογημένες επιφυλάξεις για τον σοσιαλισμό που θα έρθει με εκλογές, αλλά αναμφίβολα ήταν ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η πρόσφατη αναζωπύρωση του δημοκρατικού σοσιαλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στη Νότια Καλιφόρνια και τη Νεβάδα.
Συντριβή και σπορά
Υπάρχουν, όμως, δύο κείμενα του Ντέιβις που σκέφτομαι περισσότερο τα τελευταία χρόνια, εν μέσω ενός ακόμα κύκλου επιπόλαιης ελπίδας και θλιβερής ήττας, σε μια κατάσταση όπου δεν έχουμε την πολυτέλεια ως ανθρώπινο είδος να εξαφανιστεί ξανά η Αριστερά, όπως εξαφανίστηκε από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Το ένα είναι το δοκίμιο “Who Will Build the Arc” (Ποιος θα κατασκευάσει την Κιβωτό;), που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ντέιβις Old Gods, New Enigmas (Παλιοί θεοί, νέα αινίγματα). Σ’ αυτό το δοκίμιο για την αναγκαιότητα του οικοσοσιαλισμού υπάρχει ένα απόσπασμα για το «πώς» θα μπορούσε να είναι η Κιβωτός, μια σαφής επιβεβαίωση ενός σοσιαλιστικού μοντερνισμού που υπάρχει στα γραπτά του Ντέιβις, αλλά συχνά μας διαφεύγει.
...Οι συζητήσεις για τη «σοσιαλιστική πόλη» που έγιναν στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα αποτελούν ανεκτίμητα σημεία εκκίνησης ενός προβληματισμού για τη σημερινή κρίση. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τους κονστρουκτιβιστές. Ο Ελ Λισίτσκι, ο Μελνίκοφ, ο Λεονίντοφ, ο Γκολόσοφ, οι αδελφοί Βεσνίν και άλλοι λαμπροί σοσιαλιστές αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι – παρά τους περιορισμούς της πρώιμης εξαθλίωσης του σοβιετικού αστικού χώρου και τη δραστική έλλειψη δημόσιων επενδύσεων – έκαναν προτάσεις για τη βελτίωση της ζωής στα συνωστισμένα διαμερίσματα, με υπέροχα σχεδιασμένες εργατικές λέσχες, λαϊκά θέατρα και αθλητικά συγκροτήματα. Έδωσαν επείγουσα προτεραιότητα στη χειραφέτηση των προλετάριων γυναικών οργανώνοντας κοινόχρηστες κουζίνες, παιδικούς σταθμούς, δημόσια λουτρά και συνεταιρισμούς κάθε είδους. Παρόλο που οραματίζονταν τις εργατικές λέσχες και τα κοινωνικά κέντρα, σε σύνδεση με τεράστια φορντιστικά εργοστάσια και τελικά πολυώροφες κατοικίες, ως «κοινωνικούς συμπυκνωτές» ενός νέου προλεταριακού πολιτισμού, επεξεργάζονταν επίσης μια πρακτική στρατηγική ικανή να αναβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο των φτωχών εργατών των πόλεων ακόμα και σε συνθήκες λιτότητας.
…Η σημερινή κρίση της περιβαλλοντικής πολιτικής είναι ακριβώς η έλλειψη τολμηρών αντιλήψεων που να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της φτώχειας, της ενέργειας, της βιοποικιλότητας και της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου οράματος για την ανθρώπινη πρόοδο.
Πολύ μεγάλο για ένα πανό ή ένα tweet, αλλά αν έχω κάποιο πιστεύω είναι αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο του. Το άλλο βρίσκεται στο τελευταίο βιβλίο το οποίο συνέγραψε με τον Τζον Βίνερ, Set the Night on Fire - L.A. In the Sixties [Βάλε φωτιά στη νύχτα-Το Λος Άντζελες στη δεκαετία του ’60]. Το βιβλίο αναφέρεται στο πώς αυτή η βάναυσα διαιρεμένη, γεμάτη ταξικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς πόλη κατάφερε να παραγάγει μια νέα κουλτούρα σοσιαλιστικών και απελευθερωτικών κινημάτων και πώς αυτά, τελικά, συντρίφτηκαν. Στο τέλος του βιβλίου, οι συγγραφείς επισημαίνουν αυτήν τη συντριβή και τη φρίκη, που προέκυψαν από την ήττα, στο νότιο και ανατολικό Λος Άντζελες στις δεκαετίες 1980 και 1990.
Από αυτή την οπτική γωνία θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι όλα τα όνειρα, το πάθος και οι θυσίες εκείνης της εποχής ήταν μάταια. Όμως, τη δεκαετία του '60 στο Λος Άντζελες είναι καλύτερο να τη δούμε ως μια σπορά, που οι βλαστοί της έγιναν ζωντανές παραδόσεις αντίστασης. Είναι αλήθεια ότι υπήρξε άνοδος και πτώση των κινημάτων, αλλά οι ατομικές δεσμεύσεις για κοινωνική αλλαγή ήταν διαρκείς και κληρονομικές. Χιλιάδες συνέχισαν να ζουν μια αγωνιστική ζωή ως οργανωτές συνδικάτων, προοδευτικοί γιατροί και δικηγόροι, δάσκαλοι, δικηγόροι της κοινότητας, δημοτικοί υπάλληλοι, και ίσως κάτι που είναι πιο σημαντικό, ως γονείς.
Λίγοι συγγραφείς έχουν σπείρει τόσο πολύ όσο ο Μάικ Ντέιβις.
* Υπεύθυνος πολιτιστικών θεμάτων του περιοδικού Tribune
Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης