Ανταπόκριση από το Τελ Αβιβ
Σε οριακή επικράτηση του μπλοκ του Μπινιαμίν Νετανιάχου και των υπερορθόδοξων και ακροδεξιών συμμάχων του οδήγησαν οι κάλπες της περασμένης Τρίτης στο Ισραήλ. Ο υπόδικος για υποθέσεις διαφθοράς και «κόκκινο πανί» για τη μισή ισραηλινή κοινωνία, πρώην πρωθυπουργός, αναμένεται μέσα στις επόμενες ημέρες να σχηματίσει κυβέρνηση με το πλέον σκληροπυρηνικό και συντηρητικό κομμάτι της νεοεκλεγείσας Κνέσετ, με τη μεταξύ τους διαπραγμάτευση να βρίσκεται σε εξέλιξη, τόσο για τη διανομή των υπουργείων, όσο και για τις πολιτικές που θα ακολουθήσει το νέο κυβερνητικό σχήμα.
Και ενώ ο, κατά τους οπαδούς του, «βασιλιάς Μπίμπι» φαίνεται να έχει καταγράψει ένα δυναμικό come-back στον θρόνο του, παίζοντας κυριολεκτικά το τελευταίο του χαρτί, τα πράγματα γι’ αυτόν απέχουν πολύ από το να είναι ρόδινα. Αφ’ ενός, γιατί παραμένει νομικά εκτεθειμένος και πολιτικά εξαρτώμενος από τους ακραίους ευκαιριακούς συμμάχους του και, αφ’ ετέρου, γιατί κάποιοι εξ αυτών, και συγκεκριμένα το φασιστικό κόμμα των Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριτς, βλέπουν και στοχεύουν αρκετά πιο μακριά και πιο ψηλά από τους όποιους υπουργικούς θώκους διαπραγματεύονται σήμερα με τον Νετανιάχου.
To Σιωνιστικό Θρησκευτικό κόμμα είναι η ισραηλινή εκδοχή της Χρυσής Αυγής, τόσο σε απόψεις, όσο και σε βίαιες πρακτικές, με πυρήνα του Εποίκους και με μια εντυπωσιακή πορεία αύξησης της εκλογικής του επιρροής που θυμίζει πολύ ό,τι συνέβη την περασμένη δεκαετία με το ελληνικό ναζιστικό μόρφωμα: Οι 40άρηδες Μπεν Γκβιρ και Σμότριτς διπλασίασαν και τριπλασίασαν τα ποσοστά τους έχοντας ως προπύργια όλες τις μεικτές περιοχές όπου τα τελευταία δύο χρόνια εντάθηκαν οι συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστίνιων (τις οποίες, φυσικά, οι ίδιοι υποδαυλίζουν συστηματικά), ενώ ταυτόχρονα δείχνουν να ροκανίζουν, σαν πιο «δυναμική/νεανική πρόταση», τόσο το κόμμα του Νετανιάχου (που έχασε 1%), όσο και τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς της Δεξιάς.
Όπως είναι προφανές, ο απώτερος στόχος ενός κόμματος αυτής της υφής, που ξεκίνησε σχεδόν από το μηδέν, στις εκλογές του ‘21 έφτασε στο 5% και στις προχθεσινές το 10%, δεν είναι απλά να καταλάβουν κάποια υπουργεία σε μια ίσως βραχύβια κυβέρνηση, αλλά η εκτόπιση του αδύναμου και ηλικιωμένου Νετανιάχου και η επικράτησή τους στο χώρο της Δεξιάς, ίσως λειαίνοντας σταδιακά κάποιες από τις ακραίες απόψεις τους. Ήδη, πιέζουν τον πρώην πρωθυπουργό σε μια σειρά από καυτά θέματα, με κυρίαρχο το αίτημα για μονομερή προσάρτηση περιοχών της Δυτικής Όχθης, την επέκταση των εποικισμών, τη σκλήρυνση της στάσης κατά των Παλαιστινίων, αλλά και προς το εσωτερικό, με την ενίσχυση των οριζόντων θρησκευτικών απαγορεύσεων και περιορισμούς στα δικαιώματα της LGBTQ κοινότητας του Ισραήλ.
Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία του προοδευτικού μπλοκ να επανεκλεγεί οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες. Ο απερχόμενος μετριοπαθής κεντρώος πρωθυπουργός, Γιαϊρ Λαπίντ πραγματοποίησε καλή εμφάνιση, ανεβάζοντας κατά 4% τα ποσοστά του, όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τους συμμάχους του.
Το Μέρετζ, οι αριστεροί εταίροι της απερχόμενης κυβέρνησης, έχασαν ψήφους και έμειναν για πρώτη φορά στην ιστορία τους εκτός Βουλής, γιατί η πιο ριζοσπαστική τους πτέρυγα δεν είδε με καλό μάτι την κυβερνητική συμμαχία με δεξιούς και κεντρώους, εξαιτίας των συμβιβασμών που έπρεπε να γίνουν. Περίπου το ίδιο συνέβη και με το αραβικό κόμμα Ρα’αμ (η πρώτη φορά που αραβικό κόμμα συμμετείχε σε κυβερνητική συμμαχία), πολλοί οπαδοί του οποίου απείχαν από τις εκλογές, δυσαρεστημένοι από τις κυβερνητικές πρακτικές. Και στις δύο περιπτώσεις, αν οι αριστεροί και άραβες ψηφοφόροι είχαν πάει στις κάλπες, θα είχε αποφευχθεί η εφιαλτική εξέλιξη της ακροδεξιάς συγκυβέρνησης.
Παράλληλα, το σκηνικό φόβου που έχει στηθεί από τους εκατέρωθεν φανατικούς και θιασώτες της βίας, ήδη από τις προηγούμενες εκλογές, δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Μετά την «ειρήνη του Covid» (1,5 χρόνο χωρίς εχθροπραξίες), ο Μπεν Γκβιρ και οι οπαδοί του, έποικοι της Δυτικής Όχθης όπως και ο ίδιος, ξεκίνησαν να πυροδοτούν το κλίμα στη συνοικία Σειχ Ζαρά της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, στήνοντας «περίπτερα» που συγκέντρωναν ακραία στοιχεία, με στόχο την αποαραβοποίηση της περιοχής. Στη συνέχεια, μέσα από πολλά μικρότερα επεισόδια, η σύγκρουση κλιμακώθηκε τον Μάιο του ‘21 με ρουκέτες της Χαμάς από τη Γάζα και ισραηλινούς βομβαρδισμούς, αλλά και μια σειρά από συγκρούσεις και εκατέρωθεν επιθέσεις στις μεικτές πόλεις.
Στη συνέχεια, ξεκίνησε ένα πρωτοφανές πογκρόμ βίας των ισραηλινών εποίκων κατά μήκος της Δυτικής Όχθης, το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τον ισραηλινό στρατό (και όχι κάποια ΜΚΟ) να καταγράφει πάνω από 150 επιθέσεις μόνο τον τελευταίο μήνα. Αυτό, με τη σειρά του, στο ξεκίνημα του ‘22, οδήγησε σε μια σειρά από τρομοκρατικές επιθέσεις ενόπλων Παλαιστινίων, τύπου mass shooting σε ισραηλινές πόλεις, με δεκάδες νεκρούς ισραηλινούς και την εμφάνιση μιας νέας ένοπλης ομάδας Παλαιστινίων με την ονομασία «Το Άντρο του Λύκου», που συνέχισε με επιθέσεις κατά πολιτών και στρατιωτών σε όλη την περιοχή. Με τη σειρά του, ο ισραηλινός στρατός απάντησε με επιδρομές σε πόλεις και χωριά της Δυτικής Όχθης, για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των ενόπλων Παλαιστινίων, με αποτέλεσμα νέες εντάσεις και δεκάδες νεκρούς.
Το «κερασάκι» μπήκε την παραμονή των εκλογών, όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι επιτέθηκαν με σφαίρες στον εποικισμό που διαμένει ο ίδιος ο Μπεν Γκβιρ, με δύο ισραηλινούς εποίκους νεκρούς, γεγονός που τους χάρισε ένα ιδανικό φινίς στην κάλπη.