Οι διπλές εκλογές που πλησιάζουν στην Τουρκία αποτελούν ένα τεράστιο στοίχημα τόσο για τον πρόεδρο Ερντογάν, όσο και για τους ομόκεντρους κύκλους εξουσίας που έχει δημιουργήσει γύρω του με τον ίδιο ως επίκεντρο. Το ΑΚΡ είναι ένας πολιτικός σχηματισμός εν πολλοίς ταυτισμένος ή αλληλένδετος με το κράτος, ενώ γενιές ενήλικων Τούρκων δεν έχουν ζήσει σε άλλη εξουσία, δεν γνωρίζουν άλλη πολιτική πραγματικότητα από αυτή του ΑΚΡ και του Ερντογάν, είτε ως πρωθυπουργού είτε ως προέδρου.
Ωστόσο, είναι κοινός πλέον τόπος ότι η χώρα έχει μια προβληματική «δημοκρατία» που επιτρέπει στην αυταρχική κρατική εξουσία όχι μόνο να αναπαράγει τον εαυτό της, αλλά και να περιορίζει ένα μεγάλο τμήμα της πολιτικής έκφρασης της χώρας. Ως συνέπεια αυτού, ένα μέρος της αντιπολίτευσης είναι στο περιθώριο, για παράδειγμα ολόκληρη η ηγεσία του HDP, του φιλοκουρδικού αριστερού κόμματος που είναι παράνομα στη φυλακή εδώ και χρόνια, ενώ ολόκληρο το κόμμα υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να απαγορευθεί και να μη μπορέσει να συμμετάσχει στις εκλογές. Με την εξαίρεση της εξέγερσης του Γκεζί, μέρος της τουρκικής κοινωνίας παραμένει πολιτικά σιωπηλό, όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή δεν του επιτρέπεται να εκφραστεί. Η δε στάση των ευρωπαίων εταίρων που γνωρίζουν την πολιτική πραγματικότητα στην Τουρκία, αλλά επιμένουν να ποιούν την νήσσαν, έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενδυνάμωση της «ερντογανικής» εξουσίας, καθώς λείπει ο εξωτερικός μοχλός πίεσης προς την όποια αλλαγή και ο πρόεδρος εμφανίζεται στο εσωτερικό ως παράγοντας σταθερότητας παρά την εξόφθαλμα καταπιεστική, προσωποπαγή του εξουσία.
Από την πλευρά του, ο Ερντογάν αναγκάζεται υπό το βάρος των αρνητικών σφυγμομετρήσεων να κάνει ανοίγματα σε χώρους που είχε παραγκωνίσει για καιρό. Στην παρουσίαση της πομπώδους ιδεολογικής σύλληψης του «Αιώνα της Τουρκίας» αποπειράθηκε μια αυθαίρετη σύνδεση της σύγχρονης Τουρκίας με το πολυπολιτισμικό, αυτοκρατορικό –και ένδοξο βεβαίως– παρελθόν, κατηγορώντας τον κεμαλισμό που ακολούθησε χρονικά ότι απέκλεισε «μουσουλμάνους λόγω της πίστης. Κούρδους λόγω της γλώσσας τους, Αλεβίτες λόγω της ταυτότητάς τους». Και τόνισε ότι το κόμμα του «στάθηκε δίπλα στους Χριστιανούς και Εβραίους γιους αυτών των εδαφών, που εκτέθηκαν στην αδικία. … Υποστηρίξαμε τον αγώνα και αποζημιώσαμε τις απώλειες όλων όσοι διώχθηκαν από την κηδεμονία σε αυτή τη χώρα».
Έχει σημασία εδώ ότι ο πρόεδρος στηλιτεύει μια παλαιότερη «κηδεμονία», για να προτείνει τη δική του ως προτιμότερη, επειδή ενέχει, κατά τη γνώμη του πάντα, στοιχεία πολιτισμικής ανεκτικότητας, ενός «προνομίου» που ο ίδιος είναι διατεθειμένος να προσφέρει σε κάποιους πολίτες σαν ένας σουλτάνος του 21ου αιώνα και όχι επειδή συνιστά δημοκρατική λύση διακυβέρνησης. Στην ίδια λογική, φέρνει το ζήτημα του δικαιώματος στη χρήση της μαντίλας ως ταυτοτικό στοιχείο του κράτους που πρέπει να μπει στο Σύνταγμα, αν και το CHP εξαρχής συμφωνεί στην ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος στη μαντίλα για όσες μουσουλμάνες το επιθυμούν. Στόχος του προέδρου Ερντογάν είναι να αναγάγει το ζήτημα σε συμβολική νίκη του πολιτικού Ισλάμ έναντι του κεμαλισμού, στον κορυφαίο θεσμό του Συντάγματος. Ο Κιλιτσντάρογλου σε μια προσπάθεια να υπερκεράσει τα επικοινωνιακά τρικ του Ερντογάν έχει δεσμευτεί ότι σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος, θα προχωρήσει σε κατάργηση των προεδρικών υπερεξουσιών με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και σε επάνοδο στο κοινοβουλευτικό σύστημα, ώστε το κέντρο της εκτελεστικής εξουσίας να γίνει και πάλι ο πρωθυπουργός. Αυτή η δέσμευση έχει σημασία αν πρόκειται η χώρα να ξαναπιάσει κάποια στιγμή το νήμα που οδηγεί στη δημοκρατική θεσμική εκπροσώπηση.
Στη δοκιμαζόμενη τουρκική οικονομία τώρα, ο τούρκος πρόεδρος επιμένει στα Erdoganomics, τις οικονομικές πολιτικές αποκλειστικά δικής του έμπνευσης για τις οποίες τον κριτικάρει το σύνολο σχεδόν των οικονομικών αναλυτών και παράλληλα ανακοινώνει τεράστια προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, που οι επικριτές του βεβαιώνουν ότι θα πλουτίσουν και άλλο τη δράκα των επιχειρηματιών που τον πλαισιώνει, αλλά δεν αρκούν για να κάνουν κάποια διαφορά στα φτωχά στρώματα, από τη στιγμή που η γενική φιλοσοφία της οικονομίας δεν αλλάζει. Παράλληλα, τα ενεργειακά ανοίγματα στη Ρωσία, το νέο πυρηνικό εργοστάσιο που συμφωνήθηκε πρόσφατα να κατασκευαστεί σε συνέργεια μαζί της κτλ, συνιστούν σημαντικά βήματα μεν, σε μια οικονομία κρατικά ελεγχόμενη με σημαντικά ποσοστά κομματισμού και διαφθοράς δε, οπότε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το όποιο όφελος θα διαχυθεί στην τουρκική οικονομία και κοινωνία.
Η επιλογή Ερντογάν να ανεβάσει τους τόνους έναντι της Ελλάδας, τέλος, δεν συνδέεται τόσο με τις επικείμενες εκλογές, όσο με την πρόθεσή του να επικοινωνήσει συγκεκριμένα μηνύματα στις ΗΠΑ και παράλληλα να διατηρήσει την επαμφοτερίζουσα στάση του στην περιοχή, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με τα συμφέροντα μιας υπερδύναμης. Ο πρόεδρος έχει επιλέξει να λειτουργεί ως ευκαιριακός σύμμαχος και αυτό είναι επόμενο να επιφέρει τριβές με τον «προβλέψιμο» σύμμαχο, ιδίως στο επίπεδο της επικοινωνίας και των εντυπώσεων. Ωστόσο, για μια κοινωνία όπως η τουρκική, που στον επίσημο δημόσιο λόγο ένα μεγάλο μέρος της παραμένει βουβό και χωρίς εκπροσώπηση, είναι μάλλον άδικο να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή διάκειται συλλήβδην εχθρικά έναντι των Ελλήνων, τη στιγμή μάλιστα που δημοσκοπήσεις διαψεύδουν αυτή την άποψη. Εξάλλου η πόλωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών μόνο το αφήγημα του Ερντογάν εξυπηρετεί.
Στις εκλογές επαφίεται στην τουρκική αντιπολίτευση να μπορέσει να λειτουργήσει συνεκτικά και συγκροτημένα, ώστε να ορθώσει ανάστημα έναντι του κυβερνητικού συνασπισμού και να πείσει ως στιβαρή αντιπρόταση απέναντι σε μια παγιωμένη εξουσία δεκαετιών. Σε αυτή την πολύ δύσκολη εξίσωση –με δεδομένα τα θεσμικά προβλήματα και το συντηρητικό προφίλ της πλειοψηφίας σχεδόν των κομματικών χώρων της αντιπολίτευσης πλην της Αριστεράς– ο ρόλος της τελευταίας και του φιλοκουρδικού αριστερού HDP είναι πολύ σημαντικός.